Η Ρωσία ανακάμπτει, αλλά για πόσο;
Από προβλέψεις, και δη δυσοίωνες, άλλο τίποτα τα τελευταία δυόμισι χρόνια του πολέμου στην Ουκρανία. «Η ρωσική οικονομία οδεύει προς κατάρρευση», έγραφε ο Καναδός πανεπιστημιακός Έρικ Γουέρκερ τον Μάρτιο του 2022. «Έχει, άραγε, η Ρωσία αρκετά χρήματα για τον πόλεμο;», διερωτάτο το Δεκέμβριο της ιδίας χρονιάς ο Σεργκέι Αλεξασένκο, πρώην υφυπουργός Οικονομικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας και άλλοτε υποδιοικητής της κεντρικής τράπεζας της χώρας, με άρθρο του στο Al Jazeera. «Το αυξανόμενο κόστος του πολέμου συνεπάγεται αυξανόμενο οικονομικό πόνο για τη Ρωσία», σημείωνε το δίκτυο CNN σε δική του ανάλυση, τον Αύγουστο του 2023. «Τα κόστη του πολέμου ετοιμάζονται να πλήξουν τη Ρωσία», έγραφε ο Economist τον Σεπτέμβριο της περυσινής χρονιάς.
Πράγματι, η εισβολή στην Ουκρανία συνοδεύτηκε από απώλειες και αδιαμφισβήτητα κόστη, στρατιωτικά και οικονομικά, για τη ρωσική πλευρά. Σύμφωνα με όσα είχε αναφέρει ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν το Μάρτιο του 2024, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στην αεροπορική βάση του Ράμσταϊν στη Γερμανία, περισσότεροι από 315.000 στρατιώτες των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί.
Επίσης, περί τα 20 μεσαίου και μεγάλου μεγέθους ρωσικά πολεμικά πλοία είχαν υποστεί ζημιές ή βυθιστεί στη Μαύρη Θάλασσα έπειτα από δύο χρόνια πολέμου, ενώ το οικονομικό κόστος για τη Μόσχα ξεπερνούσε τα 211 δισεκατομμύρια δολάρια. «Η Ρωσία έχει πληρώσει συγκλονιστικά μεγάλο τίμημα για τα αυτοκρατορικά όνειρα του Πούτιν», διεμήνυε τότε ο Όστιν μάλλον με μια δόση υπόρρητης ικανοποίησης, απευθυνόμενος σε ένα κοινό ΝΑΤΟϊκών συμμάχων.
Όμως, μόλις ένα μήνα αργότερα, ήδη από τον περασμένο Απρίλιο, το κλίμα είχε αρχίσει να αλλάζει, καθώς -δίπλα στην ικανοποίηση για τα ρωσικά κόστη του πολέμου που αυξήθηκαν- προστέθηκε παράλληλα και η εντεινόμενη ανησυχία για τη διαφαινόμενη ρωσική ανάκαμψη που αρχίζει να δείχνει τα δόντια της.
«Ενώ Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν εδώ και καιρό παρουσιάσει με λεπτομέρειες το κόστος που είχε η εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία για τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις και τη ρωσική οικονομία, τους τελευταίους δύο μήνες άρχισαν να αναγνωρίζουν ότι η Ρωσία ανακάμπτει ταχύτερα από ό,τι περίμεναν οι ΗΠΑ», σημειώνει σε μακροσκελές άρθρο του το Defense News, επικαλούμενος όσα έχει δηλώσει δημόσια η ηγεσία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων το τελευταίο διάστημα, αλλά και όσα αναφέρουν υπό καθεστώς ανωνυμίας σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις μεμονωμένοι δυτικοί αξιωματούχοι και αξιωματικοί. «Τα πάνε (σ.σ. οι Ρώσοι) καλύτερα από ό,τι πιστεύαμε», δηλώνει χαρακτηριστικά αξιωματούχος του υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, μιλώντας στο Defense News.
Περιπλέκεται το Ουκρανικό
Η ρωσική ανάκαμψη επηρεάζει, ασφαλώς, και τους σχετικούς με τον πόλεμο στην Ουκρανία σχεδιασμούς. Όταν η Ουάσιγκτον ενέκρινε τον περασμένο Απρίλιο επιπλέον βοήθεια ύψους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την Ουκρανία, Αμερικανοί αξιωματούχοι εξέφρασαν την εκτίμηση ότι αυτή η βοήθεια θα μπορούσε να «κρατήσει» το Κίεβο για άλλον περίπου έναν χρόνο. Ωστόσο, «εάν το Κρεμλίνο συνεχίσει να ανοικοδομεί και να αποκαθιστά τις δυνάμεις του πιο γρήγορα από το αναμενόμενο, το πρόβλημα θα μπορούσε να καταστεί περισσότερο μακροπρόθεσμο αλλά και περισσότερο δαπανηρό για τη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία», όπως σημειώνει στη σχετική ανάλυσή του το Defense News.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς για τη Μόσχα. «Μια αποτυχημένη κεραυνοβόλος επίθεση (σ.σ. blitz) μετατρέπεται σε σφαγή», έγραφε η γαλλική Le Monde το Μάρτιο του 2022, έπειτα από τον πρώτο μήνα του πολέμου.
Οι ρωσικές αρρυθμίες του 2022
Εάν ο στόχος των Ρώσων ήταν να έχουν μπει με τα στρατεύματά τους στο Κίεβο μέσα σε λίγα 24ωρα, δεν επετεύχθη. Αντιθέτως, η ρωσική πλευρά, πέρα από την αποφασιστικότητα που επέδειξε, άφησε να διαφανούν παράλληλα σοβαρές ελλείψεις και αρρυθμίες, ειδικά, κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου.
«Η Ρωσία ξεκίνησε να μάχεται, επισήμως, εντός της Ουκρανίας στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, αφού προηγουμένως αναγνώρισε ως ανεξάρτητες τις επονομαζόμενες “Λαϊκές Δημοκρατίες” του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Η ρωσική εισβολή είχε, ωστόσο, ήδη από την πρώτη στιγμή, μεγάλες δόσεις παραδοξοτήτων και ασάφειας.
Εάν οι ρωσικές δυνάμεις ενδιαφέρονταν μόνο για το Ντονμπάς, τότε γιατί επιχείρησαν να μπουν στο Κίεβο; Εάν ο στόχος τους ήταν όντως να μπουν στο Κίεβο, τότε γιατί δεν συνέχισαν να πιέζουν εκεί;», γράφαμε στον ιστοχώρο Amynanet της «Α&Δ», τον Οκτώβριο του 2022, υπό τον τίτλο «Τα ‘παράδοξα’ του πολέμου στην Ουκρανία».
Επτά μήνες έπειτα από την έναρξη της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», όπως επιμένει να αποκαλεί η Μόσχα τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Ρώσος πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν αναγκάστηκε -το Σεπτέμβριο του 2022- να προχωρήσει σε μερική επιστράτευση, την πρώτη έπειτα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη χώρα.
Μέσα στο 2022, οι ρωσικές δυνάμεις γνώρισαν και αξιοσημείωτες ήττες: έξω από το Κίεβο, στο Χάρκοβο, στο Φιδονήσι, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Χερσώνας από όπου αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Παράλληλα, πέρα από τα ουκ ολίγα πλοία που έχασαν στη Μαύρη Θάλασσα (όπως το καταδρομικό Moskva, τη ναυαρχίδα του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας που βυθίστηκε τον Απρίλιο του 2022 στα ανοιχτά της Οδησσού) είδαν και τη γέφυρα της Κριμαίας να τυλίγεται στις φλόγες τον Οκτώβριο του 2022.
Πλήγματα δέχθηκαν και ρωσικές αεροπορικές βάσεις στην Κριμαία (Σάκι, Μπελμπέκ) που βρέθηκαν να τυλίγονται στις φλόγες, ενώ την πρωτοχρονιά του 2023 θα ακολουθούσε κι ένα μεγάλο ουκρανικό πλήγμα κατά Ρώσων στη Μακίγιφκαμ ανατολικά του Ντονέτσκ.
Για εκείνο το χτύπημα, στη Μακίγιφκαμ, σημειώναμε στο Amynanet με τον τίτλο «Πόλεμος στην Ουκρανία: Κινητά τηλέφωνα και πεδία μάχης δεν πάνε μαζί»: «Σύμφωνα με την επίσημη ρωσική ανακοίνωση, οι Ουκρανοί κατάφεραν να εντοπίσουν την θέση των Ρώσων στρατιωτών όταν οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν κάποια από τα (ιδιωτικά, συμβατικά) κινητά τους τηλέφωνα…
Εάν πρόκειται όντως για λάθος των Ρώσων στρατιωτών, τότε μιλάμε για ένα λάθος που επαναλαμβάνεται τους τελευταίους μήνες στην Ουκρανία, είτε από άγνοια και αμέλεια λόγω ανεπαρκούς εκπαίδευσης είτε από ανάγκη, επειδή σε κάποιες περιπτώσεις, ενδεχομένως, να μην έχουν στη διάθεσή τους άλλα λειτουργικά μέσα και δίκτυα επικοινωνίας».
Πίσω στα τέλη του 2022, τα δυτικά ΜΜΕ έβλεπαν τη ρωσική πολεμική μηχανή να αγκομαχά και να αγωνίζεται να καλύψει τα κενά: «καθώς η Ρωσία εξαντλεί το δικό της απόθεμα κατευθυνόμενων πυραύλων ακριβείας (precision-guided missiles) και δυσκολεύεται να προχωρήσει σε νέες αγορές και αντικαταστάσεις λόγω των κυρώσεων, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη του Ιράν προσφέρουν μια εναλλακτική λύση μεσαίας εμβέλειας», σημείωνε προ διετίας σε ανάλυσή της η Washington Post.
«Το γεγονός ότι η Ρωσία χρειάζεται πλέον ιρανικά όπλα λέει πολλά για την κατάσταση της ρωσικής βιομηχανίας. Αξιωματούχοι της Ε.Ε. βλέπουν την τεχνολογική παρακμή της Ρωσίας ως σημάδι ότι οι κυρώσεις που πλήττουν τον κλάδο της τεχνολογίας -στερώντας από τη Ρωσία σύγχρονα εξαρτήματα όπως μικροτσίπ- αποδίδουν», σημείωνε την ίδια περίοδο, σε δική του ανάλυση, το Politico.
Πέντε με δέκα χρόνια
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο σαρωτικών εξελίξεων και ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, πολλοί στη Δύση θα επιχειρούσαν να απαντήσουν ωστόσο και σε ένα άλλο -κομβικό για την πορεία των εξελίξεων- ερώτημα: πόσο χρόνο θα χρειαστεί η ρωσική πολεμική μηχανή, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, για να ανασυσταθεί, ανασυγκροτηθεί και να ανακάμψει;
Το εν λόγω ερώτημα -το οποίο αποτελεί βέβαια επί της ουσίας συνάρτηση πολλών παραγόντων που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα των δυτικών κυρώσεων, τις κινήσεις των Ουκρανών επί του πεδίου, αλλά και με τους στόχους του ιδίου του Κρεμλίνου- κατείχε κεντρική θέση στις αναλύσεις πέρυσι.
«Οι Ρώσοι θα χρειαστούν χρόνια για να αποκαταστήσουν τις χερσαίες δυνάμεις τους», δήλωνε η επικεφαλής των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, Άβριλ Χέινς, το Μάρτιο του 2023, ενώ άλλοι Αμερικανοί αξιωματούχοι και αναλυτές μιλούσαν, πιο συγκεκριμένα, για μια περίοδο πέντε έως δέκα ετών.
Κι όμως, έναν χρόνο μετά, εν έτει 2024 πια, «Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αμυντικοί αξιωματούχοι λένε στο Defense News ότι οι δυνάμεις του Κρεμλίνου ανασυγκροτούνται με ρυθμό ταχύτερο από τον αναμενόμενο». Πράγμα το οποίο αναγνωρίζεται πια και σε επίπεδο ηγεσίας, για παράδειγμα, από τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας, Λόιντ Όστιν.
Παράγοντες ανάκαμψης
Όμως, πώς τα κατάφερε η Μόσχα να ανακάμψει; Στην προσπάθειά τους να δώσουν απαντήσεις, αναλυτές και αξιωματούχοι εστιάζουν σε μια σειρά από βασικές παραμέτρους: στην ανθεκτικότητα της ρωσικής αμυντικής βιομηχανίας, στην προσαρμοστικότητα της ρωσικής οικονομίας, στις ρωσικές αντοχές έναντι των δυτικών κυρώσεων και στις -άμεσες και έμμεσες- συνδρομές που έσπευσαν να παράσχουν στη Μόσχα χώρες, όπως η Κίνα, το Ιράν, η Λευκορωσία και η Βόρεια Κορέα. Όλα αυτά τα στοιχεία και γεγονότα ξεχωρίζουν ως παράγοντες που συνέβαλαν στην -ταχύτερη του αναμενόμενου- ρωσική ανασυγκρότηση.
Επεκτείνοντας τη ματιά του, θα μπορούσε βέβαια κανείς να εντάξει στο ίδιο πλέγμα αιτιών όχι μόνο την αποτελεσματικότητα των ρωσικών χειρισμών, αλλά και την αναποτελεσματικότητα των δυτικών και ουκρανικών κινήσεων. Είτε στο μέτωπο των “too little-too late” δυτικών κυρώσεων που δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, είτε στο μέτωπο των στρατιωτικών εξελίξεων που δεν κατάφεραν να φέρουν νέες νίκες, με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα της ουκρανικής αντεπίθεσης του 2023 που απέτυχε.
Παράλληλα, θα μπορούσε βέβαια κανείς να αναφερθεί και στη στάση χωρών που, αν και ΝΑΤΟϊκές, όπως η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν και η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, διευκόλυναν τη Ρωσία σε ορισμένες περιπτώσεις με την επαμφοτερίζουσα στάση τους.
6% με 7% του ΑΕΠ
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία σχεδόν τριπλασίασε τον αμυντικό της προϋπολογισμό και φέτος (2024) πρόκειται να δαπανήσει περί τα 130 με 140 δισεκατομμύρια δολάρια για την άμυνα. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 6% με 7% του ρωσικού ΑΕΠ και στο 33% του συνολικού ρωσικού προϋπολογισμού.
Τα κόστη και οι μισθοί είναι, όμως, πιο χαμηλά στη Ρωσία από ό,τι στις χώρες ΝΑΤΟ. Έτσι, τα 130 με 140 δις δολάρια του ρωσικού αμυντικού προϋπολογισμού για το 2024 θα μπορούσαν να είναι αντιστοίχως 360 με 390 δισεκατομμύρια δολάρια σε μια χώρα της Δύσης, όπως έχει αναλύσει η βρετανική δεξαμενή σκέψης RUSI.
Παράλληλα, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο γιγάντωσης των ρωσικών αμυντικών δαπανών, αυξήθηκε κατά περίπου 20% και ο αριθμός των ανθρώπων που εργάζονται στη ρωσική αμυντική βιομηχανία, από 2,5 εκατομμύρια σε περίπου 3 εκατομμύρια, αν και τα επίσημα ρωσικά στοιχεία μπορεί να είναι σκοπίμως διογκωμένα.
Όταν δε, τον περασμένο Μάιο, ο πρόεδρος Βλ. Πούτιν έκανε υπουργό Άμυνας της Ρωσικής Ομοσπονδίας έναν οικονομολόγο, τον Αντρέι Μπελοούσοφ, διορίζοντάς τον στη θέση του Σεργκέι Σοϊγκού, σημειώθηκε μια μεγάλη αλλαγή. Γιατί, κατά τους πρώτους μήνες της εισβολής, την άνοιξη του 2022, όλοι μιλούσαν για τους “siloviki”, τα πολεμοχαρή «γεράκια» του στενού κύκλου του Πούτιν με τις ευλογίες των οποίων πραγματοποιήθηκε η λεγόμενη «ειδική επιχείρηση».
Πλέον, όλοι μιλούν για τους τεχνοκράτες που κατάφεραν να κρατήσουν τη ρωσική οικονομία και -μαζί της- την πολεμική μηχανή ζωντανές, σε πείσμα των δυτικών κυρώσεων. Ποιοι είναι αυτοί οι τεχνοκράτες που τα πήγαν καλά; Η επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας Ελβίρα Ναμπιουλίνα, ο υπουργός Οικονομικών Αντόν Σιλουάνοφ, αλλά και, μεταξύ άλλων, ο Αντρέι Μπελοούσοφ που, αν και οικονομολόγος, ανέλαβε το τιμόνι του υπουργείου Άμυνας.
Δίνοντας στον Μπελοούσοφ το υπουργείο Άμυνας, ο Πούτιν λέει στον κόσμο ότι είναι έτοιμος για έναν μακρύ σε διάρκεια και δαπανηρό πόλεμο οικονομικής φθοράς, ο οποίος δεν πρέπει όμως να χρεοκοπήσει τη Ρωσία, επιφέροντας δυσβάσταχτα βάρη, όπως ήταν εκείνα που είχε κληθεί να διαχειριστεί η ΕΣΣΔ τη δεκαετία του 1980 λόγω της κατοχής του Αφγανιστάν. Η δουλειά του Μπελοούσοφ θα είναι να βάλει σε τάξη το 7% του ρωσικού ΑΕΠ που ξοδεύει η κυβέρνηση στον πόλεμο.
Παρακάμπτοντας τις δυτικές κυρώσεις
Παρά τις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν από τη Δύση, η Μόσχα κατάφερε να επαναδρομολογήσει, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, τις γραμμές ανεφοδιασμού της μέσω φιλικών χωρών. Σύμφωνα με έκθεση της δεξαμενής σκέψης CSIS, μεταξύ 2022 και 2023, το εμπόριο μεταξύ Ρωσίας και Κίνας αυξήθηκε κατά πάνω από 26%, αγγίζοντας το ιστορικό υψηλό των 240 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το Πεκίνο ήταν ωστόσο προσεκτικό από την πλευρά του, καθώς δεν έστειλε απευθείας όπλα στη Μόσχα παρά μόνον υλικά (μικροτσίπ, ηλεκτρονικά κ.ά.) τα οποία -ασφαλώς- η Μόσχα θα μπορούσε να αξιοποιήσει στην παραγωγή οπλικών συστημάτων. Εδώ έρχονται να «κουμπώσουν» και οι ανησυχίες των Ευρωπαίων για όλα τα είδη διττής χρήσης, τα εξαγόμενα αγαθά, δηλαδή, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τόσο για μη στρατιωτικούς, όσο και για στρατιωτικούς σκοπούς.
Αλλά και πέρα από τη μεγάλη και ενσωματωμένη στη διεθνή οικονομία Κίνα, τη ρωσική πολεμική μηχανή παρουσιάζεται να έχει στηρίξει το τελευταίο διάστημα και η μικρή και περιθωριοποιημένη Βόρεια Κορέα. Από τον Οκτώβριο του 2023 και έπειτα, η Βόρεια Κορέα, την οποία επισκέφθηκε ο Πούτιν πρόσφατα -για πρώτη φορά έπειτα από 24 χρόνια- φέρεται να έχει στείλει στη Ρωσία περί τα 10.000 κοντέινερ με πυρομαχικά, πυραύλους κ.ά., σύμφωνα με όσα καταγγέλλουν οι ΗΠΑ.
Κατά τα λοιπά, αξιοσημείωτη είναι βέβαια και η βοήθεια που έχει παράσχει στη Ρωσία το Ιράν, κυρίως μέσα από την προμήθεια drones. Η ηγεσία της ουκρανικής Πολεμικής Αεροπορίας ανακοίνωσε, στις 25 Ιουνίου 2024, ότι μέσα στο τρέχον έτος η Ρωσία απογείωσε κατά ουκρανικών στόχων περί τα 2.227 ιρανικά drones (Shahed) από τα οποία καταρρίφθηκαν τα 1.953.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με δυτικά δημοσιεύματα, η Ρωσία άρχισε να παραλαμβάνει ιρανικά drones ήδη από τον Αύγουστο του 2022. Σύμφωνα μάλιστα με όσα είχε καταγγείλει τότε η Δύση, Ιρανοί εκπαιδευτές, προερχόμενοι από το σώμα των «Φρουρών της Επανάστασης», είχαν μεταβεί σε στρατιωτική βάση στην Κριμαία για να εκπαιδεύσουν τους Ρώσους στον χειρισμό, τέτοιου τύπου, μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Ο ίδιος ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωνε τότε ότι η προσφυγή της Ρωσίας σε ιρανικά όπλα ισοδυναμεί με «παραδοχή αποτυχίας» και «χρεοκοπία». Σε καθαρά πρακτικό επίπεδο, ωστόσο, αυτή η ιρανική συνδρομή συνεχίζει να προκαλεί προβλήματα στην ουκρανική πλευρά, ενώ οι Ρώσοι φέρεται να αναπτύσσουν πια και τις δικές τους γραμμές παραγωγής drones εντός των ρωσικών συνόρων σε συνεργασία με την Τεχεράνη.
Εν έτει 2024, έπειτα από δυόμισι χρόνια πολέμου, η Ρωσία εκτιμάται ότι μπορεί να παράγει περί τα 3.000 τεθωρακισμένα οχήματα ετησίως, ενώ συνεχίζει παράλληλα να στρατολογεί και δεκάδες χιλιάδες νεοσύλλεκτους κάθε μήνα όπως αναφέρεται.
Σύμφωνα με όσα είχε παρουσιάσει ως στοιχεία τον περασμένο Απρίλιο ο Αμερικανός στρατηγός Κρίστοφερ Καβόλι, ο Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ευρώπη (SACEUR), οι Ρώσοι δύνανται πια να προσθέτουν στις δυνάμεις τους περί τα 1.200 τανκς ετησίως, ενώ στρατολογούν και περί τους 30.000 νέους οπλίτες μηνιαίως, προσφέροντας ως δέλεαρ μισθούς που είναι πολύ υψηλότεροι (ακόμη και πενταπλάσιοι, σύμφωνα με σχετική εσθονική έκθεση) από το ρωσικό μέσο όρο.
Η άλλη άποψη
Αναφορικά με το ίδιο θέμα, υπάρχει ωστόσο και μια άλλη άποψη την οποία έχουν εκφράσει, κυρίως, Βρετανοί αξιωματικοί όπως για παράδειγμα ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου, ναύαρχος Σερ Τόνι Ράντακιν. Με βάση την εν λόγω εκτίμηση, οι Ρώσοι αυτό που κάνουν στην παρούσα φάση είναι να επισκευάζουν και να «ξεστοκάρουν» παλαιά οπλικά συστήματα της σοβιετικής περιόδου που είχαν στις αποθήκες τους.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει σε σχετική έκθεσή της η βρετανική δεξαμενή σκέψης RUSI, περίπου το 80% της τρέχουσας ρωσικής αμυντικής παραγωγής είναι στην πραγματικότητα παλαιό υλικό που τώρα επισκευάζεται και στέλνεται στο πεδίο. Εάν εξαιρέσει κανείς τα drones που είναι καινούργια -εάν όχι «του κουτιού»- όλα τα υπόλοιπα συστήματα είναι στην πλειονότητά τους παλαιά. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι οι Ρώσοι μπορούν τώρα να παράγουν έως και 1.200 τανκς ετησίως, από αυτά το πολύ τα 400 να είναι καινούργια, σύμφωνα με τους αναλυτές του RUSI.
Βέβαια, όταν μιλάμε για έναν πόλεμο φθοράς, όπως είναι ο τρέχων στην Ουκρανία, που έχει ήδη κρατήσει δυόμισι χρόνια και εκτυλίσσεται απέναντι σε μια μικρότερη σε μέγεθος δύναμη (η οποία, επίσης, αντιμετωπίζει ελλείψεις, όπως είναι η ουκρανική), τότε ακόμη και αυτά τα παλαιά σοβιετικά συστήματα ή οι παλαιάς «κοπής» βορειοκορεατικοί πύραυλοι έχουν την αξία τους. Γιατί, πέρα από την ποιότητα, μετρά και η ποσότητα.
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι πιο πολύ φθοράς και λιγότερο ακριβείας. Με άλλα λόγια, μπορεί να μην έχει και τόσο μεγάλη σημασία αν οι Ρώσοι χρησιμοποιούν ένα άρμα μάχης T-72 ηλικίας 50 ετών ή ένα νέο», δηλώνει χαρακτηριστικά δυτικός αξιωματούχος στο Defense News. Με την υποσημείωση, ωστόσο, ότι ακόμη και αυτά τα παλαιά στοκ των σοβιετικών οπλικών συστημάτων δεν είναι ανεξάντλητα…
Ένα εσθονικό ρομποτάκι στα χέρια των Ρώσων;
Εάν πιστέψουμε τις φωτογραφίες, που είδαν το φως της δημοσιότητας μέσα από λογαριασμούς στα social media τον περασμένο Μάιο, τότε οι ρωσικές δυνάμεις φέρονται να έχουν πια στα χέρια τους -προς μελέτη και ανάλυση- ένα ρομπότ τύπου THeMIS της εσθονικής Milrem Robotics, το οποίο κατάφεραν να «αιχμαλωτίσουν» στην Ουκρανία.
Υπενθυμίζεται ότι ο εμιρατινός όμιλος EDGE κατέχει πια πλειοψηφικό μερίδιο στη Milrem, τα ρομποτικά οχήματα της οποίας έχουν «επικηρυχθεί» από τους Ρώσους ήδη από το 2022. Σύμφωνα με όσα αναφέρει το αμερικανικό Defense News, το ρωσικό Κέντρο Ανάλυσης Στρατηγικών και Τεχνολογιών (CAST), που εδρεύει στη Μόσχα, είχε υποσχεθεί να δώσει αμοιβή ύψους περίπου 11.000 δολαρίων (την οποία μάλιστα, εν συνεχεία, διπλασίασε ανεβάζοντάς τη στα 22.000 δολάρια), σε όποιον θα του έφερνε ένα ρομποτάκι της Milrem.
Έως και το Φεβρουάριο του 2024, η Milrem φέρεται να είχε στείλει στην Ουκρανία 15 τέτοια μη-επανδρωμένα ρομποτικού τύπου χερσαία οχήματα (Unmanned Ground Vehicles/UGVs) τα οποία χρησιμοποιούνται, κυρίως, για τη μεταφορά φορτίων, την εκκαθάριση ναρκοπεδίων κ.ά. Όσο για τους Ρώσους, προφανώς, θα ήθελαν να μπορέσουν να τα μελετήσουν, ενδεχομένως για να τα «αντιγράψουν», αλλά και για να δουν πώς θα μπορούσαν να τα «αφοπλίσουν».