Η παρακαταθήκη της περιόδου 2004-2009 ως βάση για μια νέα στρατηγική
«Η Ελλάς των Τεσσάρων Θαλασσών»: το νέο βιβλίο του καθηγητή και πρ. υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Βαληνάκη
Η πανδημία του κορωνοϊού, μεταξύ άλλων, είχε σαν παράπλευρο αποτέλεσμα να μην προσεχθεί, στο βαθμό που θα έπρεπε, η κυκλοφορία από τις Εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ του νέου βιβλίου του κ. Γιάννη Βαληνάκη, καθηγητή και πρώην υφυπουργού Εξωτερικών, στην πενταετία 2004-2009, κατά την πρωθυπουργία του Κώστα Καραμανλή. Ο τίτλος του είναι χαρακτηριστικός και αντιπροσωπευτικός του περιεχομένου.
Στο βιβλίο, αποτυπώνονται, για πρώτη φορά με επιστημονική τεκμηρίωση και ακριβείς χάρτες, τα δικαιώματα και διεκδικήσεις (θαλάσσιες ζώνες, ΑΟΖ, ΑΖΑ Δωδεκανήσου) της Ελλάδας στις τέσσερεις θάλασσες που την περιβάλλουν.

Απόσταγμα δεκαετιών ενασχόλησης του συγγραφέα ως πανεπιστημιακού καθηγητή και υφυπουργού Εξωτερικών με τα ελληνοτουρκικά, αναλύει τις εναλλακτικές επιλογές (προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη, διάλογος, στρατιωτική κλιμάκωση) που έχει η Ελλάδα ως προς την αντιμετώπιση των τουρκικών διεκδικήσεων και καταλήγει στη στρατηγική της «διεκδικητικής εξομάλυνσης» των σχέσεων.
Στόχος της ήταν η άσκηση όλων κατά το δυνατό των δικαιωμάτων που αντλεί η Ελλάδα από το διεθνές δίκαιο, σε συγκεκριμένη στιγμή και με την κατάλληλη διαδικασία στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε. Παράλληλα, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις οριοθέτησης ΑΟΖ με Αλβανία, Λιβύη και Αίγυπτο για να δημιουργηθεί η «Ελλάς των Τεσσάρων θαλασσών» με την ισχύ και τον πλούτο ενός γεωστρατηγικού χώρου τέσσερεις φορές μεγαλύτερου σε έκταση από τη σημερινή κατά ξηρά επικράτεια (σχέδιο «Ελλάς επί Tέσσερα»).
Αναλύονται εξάλλου οι πρωτοβουλίες αξιοποίησης της Ε.Ε. για αναβάθμιση των ελληνικών συνόρων ως ευρωπαϊκών, δημιουργία Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής, στήριξη από χώρες-κλειδιά όπως η Γαλλία και, τέλος, η επικράτηση στην «ειρηνική μάχη» του Αιγαίου.
Με πρωτότυπους χάρτες, επιστημονική τεκμηρίωση και ιστορική ευθύνη, το βιβλίο εκθέτει τους καταφανώς υπέρτερους «γαλανόλευκους» τίτλους απέναντι στις έωλες διεκδικήσεις της Τουρκίας σε μια περιοχή που ούτε «πατρίδα» της υπήρξε ούτε και πρέπει να αφεθεί να υφαρπάσει.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα χρήσιμο και απαραίτητο βιβλίο για την κατανόηση της δυναμικής και κινητικής διπλωματίας που είχε αναπτύξει η Ελλάδα κατά την κρίσιμη αυτή πενταετία της πρωθυπουργίας του Κώστα Καραμανλή και με διαδοχικούς υπουργούς Εξωτερικών τον Πέτρο Μολυβιάτη και την Ντόρα Μπακογιάννη. Κυρίως όμως, για να αντλήσουμε σήμερα πολύτιμα στοιχεία και διδάγματα για τη στρατηγική και τις τακτικές κινήσεις που οι δύσκολες σημερινές περιστάσεις στις σχέσεις μας με την Τουρκία επιβάλλουν.
Τα βασικά συμπεράσματα
Με άδεια του συγγραφέα, η «Α&Δ» δημοσιεύει, στο παρόν τεύχος, απόσπασμα με τα βασικά συμπεράσματα του ιδιαίτερα επίκαιρου βιβλίου του καταξιωμένου διεθνώς συγγραφέα-καθηγητού.
Η γεωγραφία και η ιστορία καταδίκασαν την Ελλάδα να μην έχει στα ανατολικά της σύνορα έναν «κανονικό» Ευρωπαίο γείτονα, αλλά την Τουρκία. Στις «κανονικές» ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχουν αμφισβητήσεις συνόρων, ούτε απειλές πολέμου και χρήση στρατιωτικής βίας. Ενώ όμως όλα αυτά ανήκουν για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους στο παρελθόν, για την Ελλάδα και την Κύπρο δυστυχώς αποτελούν μια ακόμη ζωντανή και ανησυχητική πραγματικότητα. Την ώρα μάλιστα που η χώρα μας αγωνίζεται να βγει από τη δεκαετή κρίση και να επιστρέψει στην ανάπτυξη, η γειτονική χώρα ξεδιπλώνει καθημερινά μια ολοένα και πιο επιθετική στάση.
Α. Η Ελλάδα που δεν διεκδικεί έγινε παγκόσμιος ουραγός στις θαλάσσιες ζώνες
Όπως προέκυψε από τις αναλύσεις που προηγήθηκαν, ο συσχετισμός δυνάμεων με την Τουρκία και η διολίσθηση θέσεων εξελίσσονταν με την πάροδο του χρόνου αρνητικά για τη χώρα μας. Η τάση αυτή επιβαρυνόταν σημαντικά από κάθε διμερή κρίση, άστοχους και επιφανειακούς χειρισμούς και την ανυπαρξία σοβαρού προγραμματισμού και συνολικού εθνικού σχεδίου. Αντίθετα η Άγκυρα αποδείχθηκε εξαιρετικά μεθοδική και με ολοκληρωμένη στρατηγική προετοιμασίας, προβολής και προώθησης ακόμη και εξωφρενικών κατά τα άλλα διεκδικήσεων. Σε κάθε κρίση που προκαλούσε, επιχειρούσε και να εγκλωβίσει την Ελλάδα σε ένα επώδυνο δίλημμα: είτε να κλιμακώσει μετά από τουρκική πρόκληση η ίδια η Αθήνα στρατιωτικά την αντιπαράθεση είτε να αναγκαστεί σιωπηρά σε μικρές ή μεγαλύτερες τακτικές (και μάλιστα εκ των πραγμάτων μονομερείς) υποχωρήσεις. Οι προσεκτικά σχεδιασμένοι τουρκικοί χειρισμοί αποσκοπούν στο να οδηγήσουν την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να στρατικοποιήσει η ίδια (υπό την πίεση συνεχών εθνικών προσβολών και σε κλίμα δίκαιης εθνικής οργής) την κρίση, και μάλιστα να την εξωθήσει να κάνει πρώτη χρήση στρατιωτικών μέσων. Έτσι, όχι μόνο θα εκθέσει διεθνώς τη χώρα μας ότι ήταν «υπαίτια» της αιματοχυσίας, αλλά και θα «δικαιολογήσει» την προαποφασισμένη και αχαλίνωτη πλέον τουρκική κλιμάκωση σε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση.
Η σπασμωδική και εκ του προχείρου αποφυγή της στρατιωτικής σύγκρουσης μπροστά σε ένα χειρότερο ενδεχόμενο διακινδύνευσης συνόρων και κεκτημένων μπορεί να εμφανίζεται ως η ψύχραιμη επιλογή, αλλά ασφαλώς και δεν αποτελεί την εθνικά βέλτιστη στρατηγική απέναντι σε μια Τουρκία με μια ολοένα και πιο έντονη (ψευδ)αίσθηση ισχύος. Η τελευταία φαίνεται πεπεισμένη ότι ο συσχετισμός δυνάμεων έχει χειροτερεύσει σε βάρος μας, βοηθούσης και της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, και ότι όσες «κόκκινες γραμμές» κι αν διακηρύσσουμε, εκείνη εκ των πραγμάτων τελικά θα αποφασίσει αν τις θεωρεί αξιόπιστες και θα αποτραπεί ή όχι… Φαίνεται εξάλλου να πιστεύει «εκ πείρας» (Κύπρος, Συρία, Λιβύη κ.λπ.) ότι με τον πόλεμο διακυβεύονται συνθήκες, εδάφη και νησιά, δεν υπάρχουν πια αναγνωρισμένα σύνορα και διεθνές δίκαιο, και δημιουργούνται νέα όρια και τετελεσμένα υπέρ του τολμηρού νικητή. Αναζητά ακόμη και ένοπλα ένα «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) για να βγει από τα «ασφυκτικά» σύνορα της Λωζάννης.
Είναι κατά συνέπεια προ πολλού ξεπερασμένη και αποπροσανατολιστική η άποψη ότι η Άγκυρα απλώς θέλει να μας παρασύρει σε διαπραγματεύσεις. Αν έχει να επιλέξει, οι ισχυρότεροι κύκλοι στην Τουρκία προτιμούν ολοένα και περισσότερο τη στρατιωτική αναμέτρηση. Εκτιμούν πλέον ότι ακόμη και από μια επιτυχημένη (για εκείνη) διαπραγμάτευση με την Ελλάδα, τα τουρκικά κέρδη στο Αιγαίο δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένα, σε σχέση με μια στρατιωτική σύγκρουση. Γιατί; Γιατί πόσα περισσότερα μπορεί ακόμη να κερδίσει η Άγκυρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όταν επί 40 χρόνια από τη σύναψη της Σύμβασης του ΟΗΕ για το δίκαιο της θάλασσας (ΣΔΘ) πέτυχε να μην χρησιμοποιήσει η Ελλάδα ούτε ένα από τα πολλά δικαιώματα που δικαιούται να ασκήσει στις θάλασσές της και ενώ διαθέτει την 9η μεγαλύτερη ακτογραμμή στον κόσμο (!), να καταλήξει αυτοπεριοριζόμενη σε παγκόσμιο ουραγό ως προς τις θαλάσσιες ζώνες.
Για τον προσεκτικό και διαχρονικό παρατηρητή των ελληνοτουρκικών (αλλά και του Κυπριακού) είναι εμφανής η διολίσθηση των ελληνικών θέσεων σε κάθε σχεδόν θέμα αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Η εμφανιζόμενη ως «πατριωτική» άρνηση του διαλόγου στη βάση του αφοριστικού δόγματος «δεν διεκδικούμε τίποτα» είχε το χειρότερο δυνατό εθνικό αποτέλεσμα: όχι μόνο να μην προετοιμαστεί η χώρα, έστω και θεωρητικά για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όχι μόνο να διολισθήσουν οι εθνικές θέσεις απέναντι στη γείτονα ακόμη περισσότερο, αλλά και επειδή οι υποχωρήσεις ήταν μονομερείς, η Ελλάδα να μην κερδίσει ούτε το παραμικρό «αντάλλαγμα» στα επίμαχα θέματα! Προκειμένου να μην διαπραγματευτούμε, προτιμήσαμε (διακριτικά βέβαια) να υποχωρήσουμε μονομερώς, μη ασκώντας κανένα απολύτως δικαίωμά μας, αλλά και οπισθοχωρώντας και στα κεκτημένα…
Το αξίωμα «δεν διεκδικούμε τίποτα» λειτούργησε παραλυτικά σε σχέση με την εκπόνηση οποιασδήποτε στρατηγικής και σχεδίου, την αξιοποίηση του μεγάλου όπλου της συμμετοχής μας στην Ε.Ε. όταν ακόμη υπήρχαν σημαντικές ευκαιρίες, και βέβαια για την σε βάθος προετοιμασία και προβολή διεκδικητικών θέσεων προς τη Γείτονα. Στην ουσία η ελληνική τακτική ήταν μια (βολικά εφησυχαστική) πάγια άρνηση οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης σε όλα τα σημεία τριβής που έθετε η Άγκυρα, με την ελπίδα ότι είτε οι μονομερείς αυτές διεκδικήσεις της με κάποιο μαγικό τρόπο θα εξαφανιστούν είτε ότι κάποιοι τρίτοι θα την αναγκάσουν να τις αποσύρει, κι έτσι να παραιτηθεί από αυτές. Τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη και ουδείς βέβαια οπαδός της σχολής αυτής φαίνεται έτοιμος να απολογηθεί για το ότι οι «βεβαιότητές» του για το «σίγουρα καλύτερο μέλλον» και τον «από μηχανής θεό» συνέβαλαν στην εθνική παραλυσία, σε αποδυνάμωση δικαιωμάτων και διολισθητικές υποχωρήσεις.
Η αναβολή για το μέλλον έχει όμως μόνο ένα νόημα: αν ετοιμάζεσαι να ανατρέψεις «με όραμα και πρόγραμμα» ένα αρνητικό ισοζύγιο ισχύος, όχι όταν εφησυχάζεις.
Β. Η παρακαταθήκη της περιόδου 2004-2009
Στο βιβλίο αυτό προσπάθησα να περιγράψω την ολοκληρωμένη στρατηγική που ακολουθήθηκε από τις κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή κατά την πενταετία 2004-2009 για την αντιμετώπιση της Τουρκίας, όπως προσωπικά (ως πολιτικός και πανεπιστημιακός) την αντιλήφθηκα. Αναπτύχθηκε ένα φιλόδοξο σχέδιο που στηρίχθηκε στην προσεκτική ανάλυση δεκαετιών δύσκολων ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στόχος του ήταν να εξισορροπηθεί η διεκδικητικότητα της Τουρκίας με τον εγκλωβισμό της στα «ήρεμα νερά» ενός προοδευτικού εξευρωπαϊσμού της συμπεριφοράς της, και ταυτόχρονα να εξουδετερώσει την προσπάθειά της να οδηγήσει διά της στρατιωτικής κλιμάκωσης τη χώρα μας σε κρίσεις και μια ανώφελη και για τις δύο πλευρές ανοιχτή σύγκρουση. Στόχος ήταν δηλαδή σαφώς η εξομάλυνση, όχι η όξυνση των διμερών σχέσεων. Αλλά όχι άκαιρα, με πρόχειρες διαδικασίες και χωρίς προϋποθέσεις. Όπως εξήγησε ο Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής στο κρίσιμο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2004, ο ελληνικός στόχος ήταν να «διαμορφωθεί ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της χώρας μας που να οδηγεί σε σταθερή πορεία εξομάλυνσης (…) χωρίς μια ασφυκτική προθεσμία, η οποία (…) λειτουργούσε, κατά την άποψή μας τουλάχιστον, αρνητικά» (Καθημερινή 18.12.2004). Για να προσθέσει σχετικά με τις αποφάσεις αυτές ότι πλέον «η Τουρκία δεσμεύεται να επιδιώξει σχέσεις καλής γειτονίας και να υιοθετήσει ειρηνικές διαδικασίες (συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης), όπως προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ» (ομιλία στη Βουλή, 22.12.2004).

Η στρατηγική αυτή που αποκάλεσα «διεκδικητική εξομάλυνση» επιδίωκε να αλλάξει τους συσχετισμούς μέσα από μια σειρά διπλωματικών και άλλων κινήσεων, την ανάπτυξη ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών και γενικότερα με πολύπλευρη προετοιμασία να κερδηθεί χρόνος για την αντιμετώπιση της Τουρκίας την κατάλληλη στιγμή. Εργαζόταν ώστε να διεκδικήσει κάθε νόμιμο δικαίωμα που παρέχει στην Ελλάδα το διεθνές δίκαιο και να επιτύχει το μάξιμουμ των επιδιώξεών της, πέρα από την κατάλληλη στιγμή, και στο κατάλληλο πλαίσιο που η ίδια θα επέλεγε. Και αυτό ήταν προοπτικά όταν από θέση ισχύος θα επέβαλε μαζί με τους εταίρους της στην Άγκυρα την αποδοχή της ΣΔΘ και τη ρύθμιση των όποιων εκκρεμοτήτων στο τραπέζι των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Ένας από τους βασικούς στόχους ήταν στο πλαίσιο της προετοιμασίας αυτής η υλοποίηση του Σχεδίου «Ελλάς επί Τέσσερα», με στόχο τη σύναψη συμφωνιών οριοθέτησης ΑΟΖ/θαλασσίων ζωνών με τις γειτονικές χώρες πλην Τουρκίας. Όταν το σχέδιο ολοκληρωνόταν, θα τετραπλασιαζόταν σχεδόν η έκταση του εθνικού χώρου, εμπλουτισμένου με νέα δικαιώματα και δικαιοδοσίες. Οι δυσκολίες με όλους σχεδόν τους γείτονες ήταν προβλέψιμες λόγω των απόψεών τους στα θέματα αυτά, αλλά και γενικότερα λόγω της τάσης πολλών κρατών να διεκδικούν, άλλοτε στη βάση του διεθνούς δικαίου, αλλά συχνά και έξω από αυτό, όσο το δυνατόν μεγαλύτερες θαλάσσιες εκτάσεις και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που ενδέχεται να περιλαμβάνουν. Οι συγκρούσεις συμφερόντων είναι εξ ορισμού σκληρές και απαιτούνται γι’ αυτό προσεκτικοί σχεδιασμοί αλλά και αποφασιστικοί χειρισμοί.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα έπρεπε να προετοιμαστεί σοβαρά και πολύπλευρα για τη μέρα όπου θα επιχειρείτο πραγματικά η εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. Η πρώτη προϋπόθεση ήταν να απεμπλακεί η χώρα μας από το σύνδρομο ότι δεν διεκδικεί τίποτα. Ό,τι επιτρέπει στην Ελλάδα το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και μέχρι σήμερα δεν απέκτησε, ό,τι επιτρέπεται και επί δεκαετίες μέχρι σήμερα δεν έχει απολαύσει τους καρπούς του, έχει κάθε συμφέρον και νόμιμο δικαίωμα να διεκδικήσει και με τη σωστή στρατηγική τελικά να κατοχυρώσει. Είναι εντυπωσιακή η αναντιστοιχία ανάμεσα στην ισχύουσα εθνική νομοθεσία (και την πραγματική κατάσταση ως προς τις θαλάσσιες ζώνες της χώρας), και τις δυνατότητες που το δίκαιο της θάλασσας παρέχει στην Ελλάδα. Ευθείες και αρχιπελαγικές γραμμές βάσης, κλείσιμο κόλπων, επέκταση της αιγιαλίτιδας μέχρι τα 12 ν.μ., συνορεύουσα και αρχαιολογική ζώνη, Αποκλειστική Ζώνη Αλιείας στα Δωδεκάνησα, και βέβαια υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ – όλα αυτά συνιστούν προοπτικά πολύ σημαντικά κέρδη για τη χώρα μας. Με την κατάλληλη θεσμοθέτηση βάσει των προνοιών της ΣΔΘ και τη δέουσα και στον κατάλληλο χρόνο εφαρμογή (μετά από πολύπλευρη προετοιμασία και «έξυπνες κινήσεις») τα δικαιώματα αυτά μπορούν να χαρίσουν πρακτικά στη χώρα μας μια τεράστια θαλάσσια έκταση, η οποία με τη σειρά της, αξιοποιούμενη οικονομικά, ενεργειακά, διπλωματικά και γεωστρατηγικά, αλλάζει ριζικά τα μέχρι σήμερα δεδομένα. Μια έκταση 505.000 τετρ. χλμ. στο Ιόνιο Πέλαγος, το Κρητικό/Λιβυκό, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο –τέσσερεις φορές μεγαλύτερη από την κατά ξηρά επικράτεια– δημιουργεί στην πράξη κι όχι μόνο συμβολικά την «Ελλάδα των Τεσσάρων Θαλασσών», προικισμένη με ένα τεράστιο εθνικό θαλάσσιο και υποθαλάσσιο πλούτο. Στον μεγάλο αυτόν στόχο προσπάθησε να ανταποκριθεί το Σχέδιο που βάφτισα «Ελλάς επί Τέσσερα» και είχα ήδη εκπονήσει με συνεργάτες από την εποχή της αντιπολίτευσης.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ρεαλιστικά ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις θα γίνονταν απαραίτητα και αυτόματα αποδεκτές από την άλλη πλευρά και άρα τμήμα μιας μελλοντικής συμφωνίας. Θα διασφάλιζαν όμως μια ασφαλώς καλύτερη θέση από τη σημερινή για τα γαλανόλευκα δικαιώματα στην τεράστια αυτή θαλάσσια ζώνη. Άλλωστε, όπως παρατηρεί ο J. M. Keynes, «είναι σοφό να ξεκινάς από μια ακραία θέση όταν επιδιώκεις μια επωφελή συμφωνία»… Έτσι, στην κατάλληλη συγκυρία της τουρκικής ενταξιακής διαδικασίας, η Αθήνα θα βρισκόταν σε σαφώς υπέρτερη θέση: η Τουρκία θα έπρεπε κατά το άνοιγμα του Κεφαλαίου 13 (αλιεία, άρα θαλάσσιες ζώνες) να αποδεχθεί ως υποχρεωτικά όχι μόνο τα προαπαιτούμενα/όρους της Ε.Ε. για την εξωτερική της συμπεριφορά, αλλά και την ίδια τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ως μέρος του κοινοτικού κεκτημένου. Τη συμμόρφωσή της αυτή θα κρίναμε η Ελλάδα, η Κύπρος και οι εταίροι μας στην Ε.Ε. στη βάση του δόγματος «μη συμμόρφωση, μη ένταξη». Το θεσμικό αυτό πλαίσιο (με βάση τη ΣΔΘ, την αναγκαστική ρυμούλκηση της Ε.Ε. σε συμπαράταξη και την υπέρτερη θέση του κριτή) ήταν επιπλέον και πολιτικά το πιο ελεγχόμενο φόρουμ επίλυσης αν συγκριθεί με την προσφυγή στο ΔΔΧ ή άλλα ανάλογα διεθνή όργανα, των οποίων η κρίση δεν θα ήταν απαραίτητα αμιγώς νομική, ούτε αναγκαστικά θα περιοριζόταν σε θέματα της δικής μας μόνο επιλογής. Αυτή ήταν κατά συνέπεια η λογικά καλύτερη δυνατή διαδικασία για την εξομάλυνση των σχέσεων που αργά ή γρήγορα θα αποφασιζόταν για να αντικαταστήσει τη συνεχή όξυνση.
Η εθνικά φιλόδοξη, ευρωπαϊκά υποστηριζόμενη, αλλά και ενεργητικά σώφρων αυτή στρατηγική «παντρεύει» τα πλεονεκτήματα της στήριξης στο διεθνές δίκαιο με τη διατήρηση του απόλυτου τελικού ελέγχου και της «ιδιοκτησίας» της διαδικασίας επίλυσης. Παράλληλα ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τα μειονεκτήματά τους. Υπερτερεί δηλαδή σε σχέση με τους καθόλου ευκαταφρόνητους και γενικά γνωστούς κινδύνους μιας αναγκαστικά χωρίς εγγυήσεις προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μέσα από συνυποσχετικό που πρέπει να συμφωνηθεί με την Τουρκία. Υπερτερεί επίσης της μεθόδευσης να συρθεί η Ελλάδα, εκούσα άκουσα και μετά από εκβιαστικές προκλήσεις και κρίσεις, σε μια ανεξέλεγκτη διμερή διαπραγμάτευση, με ανοιχτά όλα τα θέματα και με βάση τις σημερινές αποστεωμένες από το 1974 υπερσυντηρητικές θέσεις της.
Την περίοδο λοιπόν που η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή κατηγορήθηκε για διπλωματική «ακινησία» ξεδιπλώθηκαν σιγά-σιγά με συνετά και υπεύθυνα βήματα, χωρίς τυμπανοκρουσίες και παλληκαρισμούς, προσεκτικοί αλλά φιλόδοξοι σχεδιασμοί, ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, διμερείς επαφές με διάφορες χώρες, αλλά και μακρόπνοα εθνικά μέτρα για την επικράτηση στην «ειρηνική μάχη του Αιγαίου». Μεθοδικά αλλά διακριτικά προετοιμαζόταν έτσι με μια σειρά από δράσεις και πρωτοβουλίες η ανατροπή των συσχετισμών και η αύξηση της διαπραγματευτικής ισχύος της Ελλάδας.
Κρίσιμη είναι για την κατοχύρωση της ΑΟΖ η στήριξη στην αξιοποίηση της Αποκλειστικής Ζώνης Αλιείας (ΑΖΑ) που η ιταλοκρατία κληροδότησε στα Δωδεκάνησα και λειτουργεί σαν στρατηγική γέφυρα ανάμεσα στο Αιγαίο και τις διεκδικήσεις μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ΑΟΖ χρειάζεται εξάλλου πολλά τεχνικά μέσα για να αστυνομευθεί και σε αυτή την ανάγκη απαντούσε η πρόταση για Ευρωπαϊκή Ακτοφυλακή που πολλαπλασίαζε τις εθνικές δυνατότητες σε διαθέσιμους ανθρώπους, μέσα και τεχνολογίες. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετούσε και η δημιουργία ενός ειδικού πολιτικού οργάνου («Ομάδα της Ελιάς»), που θα συντόνιζε την προσπάθεια για μια ευρωπαϊκή ΑΟΖ στη Μεσόγειο. Πάνω απ’ όλα όμως η στρατηγική αποτροπής θα έπρεπε να στηρίζεται, πέρα από τις απαραίτητες συμμαχίες, σε εθνικά μέσα με βάση μια «έξυπνη» χρήση προηγμένων αλλά προσιτών εξοπλισμών και σύγχρονων διακλαδικών συνεργειών. Καίριας σημασίας ήταν τέλος και η ανάπτυξη των ανατολικότερων νησιών για την εθνική επικράτηση στην ειρηνική μάχη του Αιγαίου.
Σε όλα τα μέτωπα και επίπεδα σημειώθηκε, όπως αναλύθηκε, αισθητή πρόοδος και οι επιμέρους εθνικοί στόχοι προωθήθηκαν παράλληλα συγκλίνοντας σταδιακά στον τελικό στόχο. Στον ιστορικό του μέλλοντος ανήκει η αντικειμενική αποτίμηση της προσπάθειας που καταβλήθηκε. Το ίδιο και της πορείας των εθνικών σχεδιασμών από το σημείο εκείνο και μετά.

Γ. Η ανάγκη για μια νέα εθνική στρατηγική
Ορισμένες πτυχές του σχεδιασμού της περιόδου 2004-2009 άλλαξαν αναγκαστικά μέσα στον χρόνο που κύλησε έκτοτε, ενώ όσες ευκαιρίες παρουσιάστηκαν αλλά χάθηκαν, δεν μπορούν φυσικά να ξαναγυρίσουν πίσω. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας αποδείχθηκε τελικά στα χέρια του Ερντογάν περισσότερο ένα σχέδιο εσωτερικής στόχευσης για να περιορίσει τον στρατό στους στρατώνες και να εξοβελίσει τους αντιπάλους του Κεμαλιστές. Η ελκυστικότητα της Ε.Ε. δεν εξαφανίστηκε τελείως, ιδίως σε σχέση με την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, αλλά δεν λειτουργεί πλέον ως ισχυρό κίνητρο. Αντίθετα, με το προσφυγικό/μεταναστευτικό η Τουρκία απέκτησε έναν εξαιρετικά απειλητικό, αλλά και αποτελεσματικό μοχλό πίεσης πάνω σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, με επιπλέον απειλητικές εθνικές διαστάσεις για τα ανατολικά νησιά. Ούτε η σχέση μας με τη Ρωσία λειτουργεί πλέον σήμερα ενισχυτικά για την ελληνική διπλωματία και ασφάλεια. Χάθηκε η ιστορική ευκαιρία να καταστεί η Ελλάδα ο ενεργειακός κόμβος της περιοχής και τον ρόλο αυτόν ανέλαβε αντίστροφα η Τουρκία, αποκτώντας επιπλέον στρατηγικές στρόφιγγες πάνω στον ενεργειακό εφοδιασμό της Γηραιάς Ηπείρου. Αντίστροφα πάλι, η πρόσφατη βελτίωση και στρατηγική αναβάθμιση της σχέσης με τις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα θετική, αλλά οι εσωτερικές διαφορές απόψεων της Υπερδύναμης δεν μπορεί ρεαλιστικά να προκαλούν μεγάλες προσδοκίες πέρα από μια μάλλον γενική ενίσχυση της αποτροπής και την προσφιλή της στάση των ίσων αποστάσεων.
Απέναντι σε έναν ολοένα και πιο απειλητικό γείτονα που στοχεύει με κάθε μέσο να επιβάλει μία ριζική αναθεώρηση των καθεστώτων στην περιοχή, η Ελλάδα συνειδητοποιεί με ανησυχία ότι τελικά στη δύσκολη στιγμή δεν μπορεί να υπολογίζει σε πολλά από συμμάχους και εταίρους. Παρά τη σημαντική διπλωματική στήριξη από την Ε.Ε. και ιδίως διμερώς από ορισμένους εταίρους (Γαλλία), η Τουρκία εφαρμόζει καθημερινά στην πράξη, απτόητη από πολιτικές δηλώσεις καταδίκης, ένα σχέδιο για μια «νέα τάξη πραγμάτων» στις θάλασσές μας: να συγκυριαρχήσει στο Αιγαίο και να κυριαρχήσει απόλυτα σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Μέσα από την προκλητική εισβολή της στον χώρο και πλούτο της κυπριακής ΑΟΖ, στοχεύει σταδιακά, με τη βοήθεια και δικών μας λαθών και ιδεοληψιών, να «λύσει« το Κυπριακό, για να εκτουρκίσει πρώτα-πρώτα πλήρως με απειλές και εποίκους τα Κατεχόμενα. Κόπτεται συναφώς να τα «συνενώσει» με την ανεξάρτητη, ευρωπαϊκή και ενεργειακά πλούσια Κυπριακή Δημοκρατία και δόλια να καταστήσει έτσι το συνομοσπονδιακό μόρφωμα που ευαγγελίζεται πλήρως υποτακτικό στην Άγκυρα. Μεθοδεύει έτσι να αποκτήσει η ίδια ευθέως, αλλά και « νομότυπα» (μέσω της «λύσης» του Κυπριακού) όλη τη γεωστρατηγική δύναμη και τον πλούτο των θαλασσών που περιβάλλουν την Κύπρο, αναβαθμιζόμενη έτσι προοπτικά και σε θαλασσοκράτειρα (και όχι μόνο) της Κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου.
Απέναντι στην αυξανόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας και για να αποτρέψουμε ακόμη πιο δυσάρεστες εξελίξεις, η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως μια νέα στρατηγική – νηφάλια, πολύπλευρη, διακομματική και διεκδικητική. Χωρίς να παραγνωρίζονται ορισμένα θετικά των προσφυγών στο ΔΔΧ, η βιαστική παρουσίαση της Χάγης ως πανάκειας και μοναδικής διάστασης της «στρατηγικής» μας, κινδυνεύει να οδηγήσει σε εθνικά αδιέξοδα αν ληφθούν υπόψη πόσα σημαντικά δεδομένα άλλαξαν από το 1974.
Χρειαζόμαστε λοιπόν μια νέα πρόταση που να καθιστά τον νέο διάλογο που λογικά επίκειται αξιόπιστη διαδικασία και με διεθνή υποστήριξη και εγγυήσεις. Χρειάζεται να σκεφθούμε out of the box, με νέες ιδέες και προσεγγίσεις και να προσέλθουμε διεκδικώντας όλα τα δικαιώματά μας που στηρίζονται στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Όχι απλά με γενικές αναφορές και στη θεωρία, αλλά εκπονώντας επιτέλους τον δικό μας επίσημο χάρτη, που θα απεικονίζει με ακρίβεια τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις μας. Ο Χάρτης που δημοσιεύεται στο βιβλίο αυτό (που για τεχνικούς λόγους και μόνον δεν απεικονίζει και τα δικαιώματα από ευθείες γραμμές βάσης κ.ά.), αντιπαραβαλλόμενος (π.χ., από το ΔΔΧ) ή ακόμη και σε διμερή βάση) με τους εξωφρενικούς τουρκικούς χάρτες της (κάθε άλλο παρά) «γαλάζιας πατρίδας» (των οποίων προηγήθηκε χρονικά), υπερτερεί εντυπωσιακά λόγω της στήριξης από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Μόνο σε μια τέτοια βάση θα μπορούσε να αποδώσει ένας διάλογος με την Τουρκία, και όχι ξεκινώντας από τη σημερινή πραγματική κατάσταση».