Η ώρα των αποφάσεων στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας
Του Βασιλείου Τσιάμη*
Σε παλαιότερο άρθρο μου, είχα αναλύσει τους αντικειμενικούς σκοπούς της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ε.Ε., καθώς και την απόσταση που μας χωρίζει στο να γίνει πραγματικά Κοινή. Αυτό είναι ένα θέμα που συζητείται έντονα, πάλι, τώρα που ο εξ ανατολών γείτονάς μας, για ακόμη μία φορά, προκαλεί με τη συμπεριφορά του τόσο την Ελλάδα όσο και την Κύπρο. Πολλοί ρωτάνε: πού είναι η Ευρώπη; Γιατί η Ένωση δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση κατά της Τουρκίας, στηρίζοντας δύο από τα μέλη της και, σε τελική ανάλυση, τα ίδια τα εξωτερικά της σύνορα;

Η απάντηση βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι η Ε.Ε. δεν έχει πλήρως ενοποιημένη και κοινή στάση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Κοινή πολιτική σημαίνει κοινά συμφέροντα, καθώς και κοινές επιδιώξεις. Αυτό όμως, προς το παρόν, δεν αποτελεί γεγονός για την Ένωση. Διμερείς στοχεύσεις κρατών-μελών, που μπορεί να έχουν σχέση με υπάρχουσες ή επιδιωκόμενες εμπορικές συμφωνίες ή οικονομικές σχέσεις, με εθνικές δημογραφικές πραγματικότητες που επηρεάζουν εκλογικές πλειοψηφίες, ακόμη και με επιδιώξεις άσκησης εξωτερικής πολιτικής και προβολής ισχύος, παίζουν σημαντικό ρόλο σε επίπεδο Ε.Ε. Για να διαμορφωθούν πολιτικές πλειοψηφίες εντός της Ε.Ε. ή ακόμη και ομοφωνίες, όπου απαιτείται, προκειμένου η Ένωση να μπορέσει να εμφανιστεί με μία ενιαία και αποτελεσματική φωνή σε θέματα που αφορούν την άσκηση εξωτερικής πολιτικής και σε τελική ανάλυση ενίοτε την ίδια την ασφάλεια της Ε.Ε.

Προφανώς, τα θέματα οικονομίας, εξωτερικής πολιτικής και άμυνας άπτονται άμεσα και ευθέως της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών και αυτά τα θέματα παραμένουν ακόμα στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων. Αυτό βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, με την αποδοχή όλων. Δεν είναι θέμα Μεγάλων-Μικρών, Δυνατών-Αδυνάτων ή Βορρά-Νότου. Απλά δεν έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες και δεν έχουν αναπτυχθεί τα κατάλληλα εχέγγυα προκειμένου η Ε.Ε. να προχωρήσει μπροστά σε αυτό το θέμα, ήτοι τα Κράτη-Μέλη να εκχωρήσουν σε ένα υπερεθνικό όργανο την αρμοδιότητα αποφάσεων για θέματα τέτοιας φύσεως. Για εκείνους, που διαμαρτύρονται για τη χλιαρή αντίδραση της Ε.Ε., για φανταστείτε η Ελλάδα να μην είχε τον πλήρη έλεγχο των αποφάσεων για την εθνική της κυριαρχία σήμερα; Θα μπορούσε να ενεργοποιήσει στρατηγικές και περιφερειακές συμμαχίες, για να αντιμετωπίσει τις απειλές; Θα μπορούσε κυρίαρχα να ενεργοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της; Ασφαλώς όχι. Οι αποφάσεις θα ήταν στα χέρια της Ένωσης. Και, αν για τον οποιοδήποτε λόγο, η Ένωση προωθούσε π.χ. λύσεις συνολικού διαλόγου μεταξύ Ε.Ε.-Τουρκίας και το θύμα προκειμένου η Ένωση να διασφαλίσει τα ευρύτερα συμφέροντα της θα ήταν «τοπικά» συμφέροντα, όπως κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, ποια θα ήταν τότε η αντίδραση όσων διαμαρτύρονται σήμερα; Προφανώς, κάποιοι θα μιλούσαν για μειοδοσίες.

Είναι προφανές ότι η Ένωση αντιδρά αργά. Επίσης, ότι δεν είναι έτοιμη. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα πρέπει να επιδιώκει να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή υποστήριξη των θέσεών της από τα όργανα της Ε.Ε., αλλά σε καμία περίπτωση να μη βιάζεται για εκχώρηση ρόλων στην Ε.Ε., χωρίς να έχουν αναπτυχθεί οι κατάλληλες πολιτικές εξασφαλίσεις. Αυτό πρέπει να το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη εκείνοι που σήμερα διαμαρτύρονται.
Ωστόσο η Ένωση, αν και -όπως είπαμε- αντιδρά αργά ακριβώς λόγω των διαφορετικών δυναμικών που αναπτύσσονται μεταξύ των Κρατών-Μελών, εν τούτοις διαθέτει διπλωματικά, πολιτικά και οικονομικά «όπλα» τα οποία χρησιμοποιεί ενίοτε και εφόσον ωριμάσουν οι συνθήκες. Ανάλογα με τις συνθήκες και την ενδιαφερόμενη χώρα η Ε.Ε. υιοθετεί κοινές δηλώσεις, προειδοποιεί ή παίρνει περιοριστικά μέτρα, υπόσχεται ή αναιρεί οικονομική βοήθεια, αλλά αναλαμβάνει και μία σειρά άλλων δράσεων. Αν αυτά είναι αρκετά; Ασφαλώς όχι, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αποτελούν μία κοινή στάση που είναι σαφώς καλύτερη από το τίποτα. Ας δούμε ποια είναι η στάση του ΝΑΤΟ σήμερα σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά της Τουρκίας, ενός συμμάχου εναντίον άλλου συμμάχου και ας συγκρίνουμε.
Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι με τη Συνθήκη της Λισαβώνας το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης ενισχύθηκε με τη λεγόμενη «Ρήτρα Αμοιβαίας Άμυνας» [άρθρο 42 παράγραφος 7 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕ.Ε.)], η οποία ενισχύει την αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.. Η ρήτρα αυτή προβλέπει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία μία από τις χώρες της Ε.Ε. δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός της, οι άλλες χώρες της Ε.Ε. οφείλουν να της παράσχουν βοήθεια και να τη συνδράμουν με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους. Παρά το γεγονός ότι, όπως καθορίζεται ρητά στη συνθήκη, αυτή η υποχρέωση αμοιβαίας άμυνας δεσμεύει όλες τις χώρες της Ε.Ε., στη συνέχεια εισάγει το πλαίσιο ότι η επέμβαση αυτή θα είναι σύμφωνη με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ότι δεν πρέπει να επηρεάζει την ουδετερότητα ορισμένων χωρών της Ε.Ε. και ότι πρέπει να είναι συνεπής με δεσμεύσεις χωρών της Ε.Ε. που είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι, ενώ θεωρητικά το πλαίσιο για παροχή άμεσης αλληλεγγύης προς κράτος-μέλος που υφίσταται απειλή υπάρχει (και μάλιστα σε διακυβερνητικό επίπεδο, δηλαδή όχι απαραίτητα με απαίτηση ομοφωνίας της Ε.Ε. ή με την εμπλοκή των Οργάνων της), η απόφαση επαφίεται στην διάθεση των κρατών-μελών να πράξουν αυτοβούλως. Και όντως υπάρχουν δικλείδες που εξασφαλίζουν σε εκείνα τα κράτη-μέλη, που επιθυμούν τη μη-ανάμιξη, να το κάνουν.
Σημειώνεται ότι η διάταξη αυτή συμπλήρωσε την «Ρήτρα Αλληλεγγύης» [άρθρο 222 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ε.Ε. (ΣΛΕ.Ε.)] που προβλέπει την υποχρέωση των χωρών της Ε.Ε. να ενεργούν από κοινού εάν μια χώρα της Ε.Ε. δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή. Αυτή είναι μία παλαιότερη πρόβλεψη που προϋπήρχε της Συνθήκης της Λισαβώνας, περισσότερο στοχευμένη στην τρομοκρατία και στις φυσικές καταστροφές, αν και δειλά αναφέρει και τα «ανθρωπογενή αίτια». Εδώ, με την αναφορά για ενέργεια «από κοινού», προϋποθέτει δράση σε επίπεδο Ε.Ε. και όχι όπως στην περίπτωση της «Ρήτρας Αμοιβαίας Άμυνας», όπου η προβλεπόμενη δράση είναι διακυβερνητική.

Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τις δύο προβλέψεις της Συνθήκης με ένα παράδειγμα για την κάθε μία.
Το Μάρτιο του 2004, 10 βόμβες εξερράγησαν σε 4 τραίνα στην περιοχή της Μαδρίτης, όπου σκοτώθηκαν 198 και τραυματίστηκαν σχεδόν 2000 άνθρωποι. Η Ισπανία ζήτησε την ενεργοποίηση, από την Ε.Ε., της ρήτρας αλληλεγγύης και όντως η Ε.Ε., με τη Δήλωση του Συμβουλίου της 25 Μαρτίου 2004, ανακοίνωσε κοινές δράσεις. Αφορούσαν την παροχή βοήθειας στα θύματα και στην κυβέρνηση της Ισπανίας, νομικές δράσεις της Ε.Ε. προς υιοθέτηση αυστηρότερων κανόνων για θέματα τρομοκρατίας, συλλογή και ανταλλαγή πληροφοριών κ.α. Εδώ έχουμε μία επίκληση της ρήτρας αλληλεγγύης προς την Ε.Ε., που οδήγησε σε κοινές αποφάσεις και κοινές δράσεις μέσα από τα Όργανά της.
Το Νοέμβριο του 2015, μετά τις γνώστες τρομοκρατικές επιθέσεις στην καρδιά του Παρισιού, η Γαλλία ζήτησε την ενεργοποίηση της «Ρήτρας Αμοιβαίας Άμυνας» (για πρώτη φορά από τότε που υιοθετήθηκε). Εδώ το γαλλικό αίτημα απευθύνθηκε στα κράτη-μέλη και αφορούσε στην υποστήριξη της Γαλλίας σε επιχειρήσεις που διεξάγει στο Ιράκ και τη Συρία, προκείμενου να εξοικονομήσει δυνάμεις, τις οποίες να χρησιμοποιήσει για την εσωτερική της ασφάλεια. Γεγονός που όντως επετεύχθη με βάση ξεχωριστές αποφάσεις που πήραν κάποια κράτη-μέλη (εδώ θα ήταν χρήσιμη μία επιπλέον ανάλυση, γιατί η Γαλλία έκανε επίκληση της «Ρήτρα Αμοιβαίας Άμυνας» της Ε.Ε. και όχι του «Άρθρου 5» του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, αλλά αυτό δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου). Σε αυτή την περίπτωση, η δράση και η παροχή υποστήριξης ήταν διακυβερνητική χωρίς εμπλοκή των Οργάνων της Ε.Ε.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι, αν και μη ακόμα «ολοκληρωμένη» στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, η Ε.Ε. διαθέτει πολιτικά και νομικά πλαίσια για να δράσει, προστατεύοντας τα συμφέροντα της Ένωσης και των μελών της. Το ζήτημα είναι κατά πόσο είναι επαρκή και εφαρμόζονται έγκαιρα, ώστε να επιτυγχάνουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Εδώ, λοιπόν, υπεισέρχεται η έλλειψη Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας.
Σε κάθε κρίση όμως στη γειτονιά της Ε.Ε., αυτή η έλλειψη κοινής πολιτικής είναι όλο και πιο εμφανής. Στη Λιβύη, στην Αίγυπτο, στην Ουκρανία, στη Συρία, στο Λίβανο, τώρα στη Λευκορωσία και, ασφαλώς, στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα μηνύματα είναι συνεχή. Δεν αργεί η ώρα που κάποια επόμενη κρίση θα προκαλέσει ευθέως αυτή καθαυτή την συνοχή της Ένωσης και φοβάμαι ότι αυτή θα βρει τους ηγέτες των κρατών-μελών κάπου συσκεπτόμενους, προσπαθώντας να βρουν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Ας είναι η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο (που, σε τελική ανάλυση, δεν αφορά μόνο τη «γειτονιά» της Ένωσης αλλά αμφισβητούνται ευθέως κυριαρχικά δικαιώματα κρατών-μελών της) η ευκαιρία που θα αφυπνίσει την Ε.Ε., ώστε να προχωρήσει πλέον με πιο αποφασιστικά βήματα στη διαμόρφωση μιας κοινής πολιτικής και θα εγκαθιστούσε την Ε.Ε. ως παράγοντα ασφάλειας, αλλά και άσκησης αποφασιστικής και κοινής εξωτερικής πολιτικής στη διεθνή σκακιέρα και πάντως σίγουρα στη «γειτονιά» της.
* Εκτελεστικός Διευθυντής Ernst & Young Έρευνας, Ανάπτυξης και Καινοτομίας – Επικεφαλής Τομέα Ασφάλειας και Άμυνας – Πρώην ανώτερο στέλεχος Ε.Ε. για θέματα Ασφάλειας και Άμυνας (Οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο αυτό είναι προσωπικές).