Η -μετεκλογική- διπλωματία του Βερολίνου
Κομβικές, από κάθε άποψη, οι ομοσπονδιακές γερμανικές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου έρχονται να διαμορφώσουν ένα νέο τοπίο (πόσο διαφορετικό, μένει να φανεί) όχι μόνο εντός της Γερμανίας, αλλά και στη διεθνή σκηνή. Ό,τι συμβαίνει (πολιτικά) στο Βερολίνο, δεν περιορίζεται στο Βερολίνο! Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν μιλάμε για μια χώρα, όπως είναι η Γερμανία, που, ως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, ρίχνει βαριά τη σκιά της συνολικά πάνω από τον δυτικό κόσμο, διαμορφώνοντας (ή ακόμη και επιβάλλοντας) τάσεις.

Η εποχή Μέρκελ φτάνει, και επισήμως πια, στο τέλος της. Έπειτα από 16 χρόνια (τέσσερις συναπτές τετραετίες) στην Καγκελαρία, η 67χρονη πια Γερμανίδα πολιτικός αποχωρεί. Επί της ουσίας, βέβαια, έχει ήδη αποσυρθεί από το Δεκέμβριο του 2018, οπότε και παρέδωσε τα ηνία των κυβερνώντων Χριστιανοδημοκρατών (CDU) στην εκλεκτή της, Άνεγκρετ Κραμπ Καρενμπάουερ. Μεγάλη αποτυχία εκείνη η πρώτη αλλαγή φρουράς, εάν αναλογιστεί κανείς πως η Καρενμπάουερ δεν κατάφερε να κρατηθεί στην κομματική ηγεσία ούτε καν 25 μήνες, ενώ η Μέρκελ είχε κρατηθεί 18 χρόνια (2000-2018). Η Καρενμπάουερ, τελικώς, παρέδωσε τα κομματικά ηνία στον Άρμιν Λάσετ, τον Ιανουάριο του 2021.
Διεθνείς επιπτώσεις
Ωστόσο, κάθε τέλος είναι και μια νέα αρχή. Και από αυτήν, τη νέα μετεκλογική γερμανική «αρχή», πρόκειται στην προκειμένη περίπτωση να εξαρτηθούν πολλά σε διεθνές επίπεδο. Από τη στάση της Γερμανίας κρίνεται άλλωστε εκ των πραγμάτων σε ένα βαθμό και η στάση μεγάλου μέρους της Δύσης έναντι τρίτων χωρών, όπως είναι η Τουρκία, η Ρωσία και η Κίνα. Χώρες απέναντι στις οποίες οι Γερμανοί έχουν, κατά καιρούς, επιδείξει «φοβική» ή ακόμη και «υποχωρητική» διαλλακτικότητα (για γεωστρατηγική ασάφεια/geostrategic ambiguity μιλάει μερίδα αναλυτών) υπό το φόβο ότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα μπορούσαν να θιγούν μεγάλα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα ή -για παράδειγμα- τα «αισθήματα» των εκατομμυρίων Τούρκων της Γερμανίας.
Η στάση του Βερολίνου επηρεάζει και τις τάσεις εντός του ιδίου του δυτικού-διατλαντικού στρατοπέδου. Στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, οι «πλούσιοι» Γερμανοί επιμένουν, παρά το οικονομικό τους εκτόπισμα, να μην πιάνουν το στόχο του 2% του ΑΕΠ (στο 1,56% του γερμανικού ΑΕΠ ανήλθαν οι αμυντικές τους δαπάνες το 2020, έναντι 3,73% των Αμερικανών), κι αυτό προς μεγάλη απογοήτευση φυσικά της Ουάσιγκτον που δεν κρύβει την ενόχλησή της. Για την ιστορία, ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα που είχε μιλήσει για free-rider Ευρωπαίους, πριν από τον Τραμπ.

Δημοσκοπήσεις
Καθώς μπαίνουμε πια στην τελική ευθεία προς τις κάλπες της 26ης Σεπτεμβρίου, διερωτάται κανείς ποιο θα είναι το μέλλον της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Θα πρέπει να περιμένουμε αλλαγές πλεύσης μέσα στο 2022 ή μήπως όχι; Θα μπορούσαν οι Γερμανοί να αρχίσουν ξαφνικά να τρίζουν τα δόντια σε Τούρκους, Ρώσους, Κινέζους, όπως δεν έχουν κάνει στο παρελθόν; Ή να προσδεθούν πιο στενά στο άρμα των Ηνωμένων Πολιτειών, η σχέση τους με τις οποίες έχει περάσει από νερά, εάν όχι ταραχώδη και φουρτουνιασμένα, τότε οπωσδήποτε σκοτεινά.
Για να «οσμιστούμε» το μέλλον της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, θα πρέπει, βέβαια, προηγουμένως να έχουμε «οσμιστεί» και το αποτέλεσμα των επερχόμενων ομοσπονδιακών εκλογών η δημοσκοπική εικόνα του οποίου ωστόσο δεν φαίνεται να επιτρέπει ασφαλείς προβλέψεις.
«Πόσο αξιόπιστες είναι οι δημοσκοπήσεις;», διερωτάτο η Deutsche Welle (DW) στα τέλη Αυγούστου. Για να δικαιολογήσει, δε, το ερωτηματικό στον τίτλο της, θα έκανε αναδρομή και σε μια σειρά από δημοσκοπικές αποτυχίες των τελευταίων ετών: του Brexit (όπου οι δημοσκόποι προέβλεπαν remain, αλλά βγήκε leave), της προεδρικής εκλογής Τραμπ στις ΗΠΑ (όπου έβλεπαν νικήτρια την Χίλαρι και τελικώς επικράτησε ο Ντόναλντ) και, πιο πρόσφατα, των εκλογών του περασμένου Ιουνίου στο γερμανικό κρατίδιο Σαξονία-Ανχαλτ (όπου προέβλεπαν θρίλερ μεταξύ CDU και AfD, αλλά τελικώς επικράτησε μάλλον άνετα το CDU).

Ρευστή εικόνα
Αξιόπιστες ή όχι, οι δημοσκοπήσεις είναι αυτές που είναι. Ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση των επερχόμενων ομοσπονδιακών εκλογών, τα ευρήματα των σφυγμομετρήσεων αλλιώς ξεκίνησαν (με άλλες προβλέψεις) και αλλιώς καταλήγουν όσο πλησιάζουμε προς την κάλπη. Η Ένωση Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) ξεκίνησε, στις αρχές του 2021, με υψηλά ποσοστά (πέριξ του 35%) και μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο (πέριξ των 15 ποσοστιαίων μονάδων), αλλά στην πορεία άρχισε να πέφτει. Με αποτέλεσμα, έως τα τέλη Αυγούστου, να έχει υποχωρήσει κοντά στο 22% με 23%. Τις πταίει και οι Χριστιανοδημοκράτες βρέθηκαν να χάνουν μονάδες; Ο ηγέτης της παράταξης και υποψήφιος για την καγκελαρία, Άρμιν Λάσετ, θα απαντήσουν οι περισσότεροι, επειδή «δεν πείθει» και «κάνει λάθη». Λάθη, όπως το να γελάει μπροστά στις κάμερες τον περασμένο Ιούλιο, κατά τη διάρκεια επίσκεψης σε περιοχή της δυτικής Γερμανίας που είχε πληγεί από τις φονικές πλημμύρες!
Στον αντίποδα, οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) ξεκίνησαν μεν χαμηλά (με τις δημοσκοπήσεις να τους δίνουν κοντά στο 15% στις αρχές της χρονιάς), αλλά έως τα τέλη του καλοκαιριού είχαν ανακάμψει στο 22% με 23%, απειλώντας έτσι ακόμη και την πρωτιά των CDU/CSU. Τις «πταίει» και οι Σοσιαλδημοκράτες ανεβαίνουν; Ο νυν υπουργός Οικονομικών της χώρας και υποψήφιος του SPD για την καγκελαρία Όλαφ Σολτς που «τα πάει καλά», έρχεται η απάντηση. Υπάρχουν δε και κάποιοι εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι οι δημοσκοπικές απώλειες των Πρασίνων και οι κακές επιδόσεις του Άρμιν Λάσετ που, ως φαίνεται, λειτουργούν υπέρ του SPD.
Όσο για τους Πράσινους (Bündnis 90/Die Grünen) που προ μηνών παρουσιάζονταν ως φαβορί ακόμη και για τη νίκη (με υποψήφια καγκελάριο την 40χρονη Αναλένα Μπέρμποκ), βρέθηκαν στην πορεία να «ξεφουσκώνουν», υποχωρώντας κάτω από το 19% ενώ προηγουμένως είχαν αγγίξει το 25%.
GroKo
Πιο σταθερή δείχνει -αντιθέτως- η δημοσκοπική πορεία των υπολοίπων, με τους κεντροδεξιούς Ελεύθερους Δημοκράτες (Freie Demokraten – FDP) του Κρίστιαν Λίντνερ να κινούνται κοντά στο 12%, τους λαϊκιστές της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland – AfD) κοντά στο 11%, και την Αριστερά (Die Linke) πέριξ του 7%. Υπενθυμίζεται πως, στις προηγούμενες ομοσπονδιακές εκλογές του 2017, το δίδυμο CDU/CSU είχε λάβει 32,9%, το SPD 20,5%, το AfD 12,6%, το FDP 10,7%, η Αριστερά 9,2% και οι Πράσινοι 8,9%.
Υπενθυμίζεται, επίσης, πως Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές και Σοσιαλδημοκράτες συγκυβερνούν τη Γερμανία εδώ και δύο συναπτές τετραετίες, έχοντας συμπράξει στο πλαίσιο μεγάλων συνασπισμών (GroKo) από τον χειμώνα του 2013, ενώ είχε προηγηθεί και ο μεγάλος συνασπισμός της περιόδου 2005-2009. Το SPD έχει μάλιστα διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια και το τιμόνι του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών με επικεφαλής, κατά σειρά, τους κ.κ. Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και Χάικο Μάας.

Από την Τουρκία ως τον Nord Stream 2 και το 5G
Η γερμανική εξωτερική πολιτική των τελευταίων οχτώ ετών θα μπορούσε, λοιπόν, να λειτουργήσει και ως ανεμοδείκτης αναφορικά με όσα θα πρέπει να αναμένουμε στο μέλλον, εάν Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες επιστρέψουν σε τροχιά συγκυβέρνησης ως οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας έπειτα από τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου. Οι εκκρεμότητες είναι πολλές:
- Η Δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας της 18ης Μαρτίου του 2016.
- Η (σε πείσμα των αμερικανικών αντιδράσεων) περαιτέρω προώθηση του αγωγού Nord Stream 2 που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο απευθείας στη Γερμανία.
- Η προώθηση φιλόδοξων κλιματικών στόχων (δραστική μείωση των εκπομπών ρύπων έως το 2030) που θα βοηθήσουν, ώστε η Γερμανία να έχει επιτύχει κλιματική ουδετερότητα έως το 2045.
- Η επενδυτική συμφωνία Ε.Ε.-Κίνας (Comprehensive Agreement on Investment – CAI) που υπεγράφη κατά τη διάρκειας της Γερμανικής Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στα τέλη του 2020 μετά από πιέσεις του Βερολίνου.
- Η επιλογή των Γερμανών να μην μπλοκάρουν την κινεζική Huawei κρατώντας μια πιο ουδέτερη στάση στο μέτωπο των δικτύων 5G, προς μεγάλη απογοήτευση των Αμερικανών.
Όλα τα παραπάνω, είναι κινήσεις ενδεικτικές των γερμανικών διαθέσεων.
Και, κρίνοντας από όσα έχουν προηγηθεί τα τελευταία περίπου 10 δέκα χρόνια, οι γερμανικές διαθέσεις τείνουν να κινούνται οικονομοκεντρικά με το βλέμμα στραμμένο στα (λιγότερο ή περισσότερο στενά) συμφέροντα της γερμανικής οικονομικής ελίτ. Η ελίτ αυτή μεν την Ελλάδα για το ντιλ με τη Cosco στον Πειραιά (π.χ. η εφημερίδα FAZ το 2017), αλλά συνεχίζει να πουλά εκατομμύρια γερμανικά αυτοκίνητα κάθε χρόνο στην Κίνα («ένα στα τρία γερμανικά αυτοκίνητα πωλείται στην Κίνα» έγραφε η Deutsche Welle το φθινόπωρο του 2020). Η Κίνα ξεχωρίζει άλλωστε και ως ο, επί σειρά ετών, κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας.
Στράους και «Τουρκο-Άρμιν»
Θα μπορούσαν οι προαναφερθείσες τάσεις να αναθεωρηθούν εκ βάθρων, το προσεχές διάστημα, ανάλογα με το εκλογικό αποτέλεσμα της 26ης Σεπτεμβρίου; Σε γενικές γραμμές, μάλλον όχι. Η τουρκική πλευρά έχει ερείσματα παλαιόθεν σε όλες τις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας: στο SPD (παραδοσιακά), στο CDU (το προσωνύμιο «Τουρκο-Άρμιν» ακολουθεί, για παράδειγμα, τον Αρμίν Λάσετ από την εποχή που εκείνος ήταν αρμόδιος για την ενσωμάτωση των αλλοδαπών στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας), ακόμη και στους Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές (ήταν ο πάλαι ποτέ ηγέτης του CSU Φραντς Γιόζεφ Στράους που είχε ανοίξει την πόρτα για την πολιτική «είσοδο» των ακροδεξιών Γκρίζων Λύκων σε Βαυαρία και Φρανκφούρτη στο πλαίσιο τότε του αντικομμουνισμού).
Η ρωσική πλευρά έχει και εκείνη αξιοσημείωτα ερείσματα σε Σοσιαλδημοκράτες (βλέπε τη μετάβαση του πρώην καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ στις ρωσικές Gazprom και Rosneft) και Χριστιανοδημοκράτες, αλλά και σε μικρότερα κόμματα, όπως είναι το AfD και το Linke που επιλέγουν να προσεγγίζουν τη Ρωσία και την Κίνα μέσα από ένα πιο θετικό πρίσμα (και να κατευθύνουν, αντιθέτως, την κριτική τους ενάντια στο ΝΑΤΟ).

Ο ρόλος των Πρασίνων
Ποια είναι η πολιτική δύναμη που θα μπορούσε ενδεχομένως να μετατοπίσει κάποιες από τις παραπάνω τάσεις, επιφέροντας έστω μικρές αλλαγές πλεύσεις; Ίσως οι Πράσινοι που μπορεί μεν να μην πηγαίνουν στις δημοσκοπήσεις τόσο καλά όσο πήγαιναν προ μηνών, αλλά, σε κάθε περίπτωση, παραμένουν σημαντικά ανεβασμένοι. Υπενθυμίζεται άλλωστε πως στις εκλογές του 2017 είχαν εξασφαλίσει 8,9%, αλλά πλέον δεν πέφτουν κάτω από το 17% σε καμία δημοσκόπηση.
Οι Πράσινοι ξεχωρίζουν ως οι περισσότερο «ατλαντιστές» από τους λοιπούς «μεγάλους» της γερμανικής πολιτικής σκηνής, ενώ έχουν ασκήσει έντονη κριτική στην Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο καθεστώς Πούτιν (κατά της λειτουργίας του Nord Stream 2, υπέρ της συνέχισης των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Μόσχας), αλλά και στην Κίνα του Σι Τζινπίνγκ (ενάντια στις «επεκτατικές» διεθνείς βλέψεις του «αυταρχικού» Πεκίνου).
Πόσο θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μελλοντική κατεύθυνση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, μένει να φανεί. Σημειωτέον πως κριτική στην Κίνα ασκούν και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες του FDP που πλέον αμφισβητούν την αρχή της «μίας Κίνας».
Βεστερβέλε και Φίσερ
Σε κάθε περίπτωση, πολλά θα εξαρτηθούν από τη σύνθεση του επόμενου γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού. Θα είναι άραγε ένας μεγάλος συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών ή κάτι διαφορετικό; Για την ιστορία, αξίζει να σημειωθεί πως τόσο το FDP, όσο και οι Πράσινοι, έχουν συμμετάσχει στο παρελθόν σε ομοσπονδιακές κυβερνήσεις συνεργασίας: το FDP την περίοδο 2009-2013 μαζί με τα CDU/CSU (με υπουργό Εξωτερικών τότε τον προερχόμενο από το FDP Γκουίντο Βεστερβέλε) και οι Πράσινοι την περίοδο 1998-2005 μαζί με το SPD του Γκέρχαρντ Σρέντερ (με υπουργό Εξωτερικών τότε τον Πράσινο Γιόσκα Φίσερ ,ο οποίος είχε μάλιστα, το 1999, στηρίξει και τη γερμανική συμμετοχή στους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας προκαλώντας τότε την έντονη αντίδραση των Fundis, της αριστερής-ειρηνιστικής πτέρυγας των Πρασίνων).

Μετεκλογικά σενάρια – κινεζικές ανησυχίες
Εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, τότε το πιο πιθανό είναι πως θα απαιτείται η σύμπραξη όχι δύο, αλλά τριών κομμάτων προκειμένου να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση στη Γερμανία μετά το Σεπτέμβριο. Πράγμα που σημαίνει πως θα ακολουθήσουν πολύμηνες διαπραγματεύσεις (καλό… 2022), διαπραγματεύσεις που πρόκειται «φυσικά» να διεξαχθούν μέσα σε πελάγη εσωστρέφειας, λίγους μήνες πριν από τις γαλλικές προεδρικές εκλογές του Απριλίου 2022 και ενώ το προσφυγικό να χτυπάει εκ νέου την πόρτα της Ε.Ε. λόγω Αφγανιστάν.
Οι Κινέζοι πάντως, από την πλευρά τους, δείχνουν να ανησυχούν, όπως προκύπτει μέσα και από τα (αγγλόφωνα και ως εκ τούτου απευθυνόμενα στο διεθνή κοινό) άρθρα που έχουν δημοσιευτεί τις τελευταίες εβδομάδες στους Global Times. «Ο δυνητικός διάδοχος της Μέρκελ κλίνει προς τις ΗΠΑ, προσθέτει αβεβαιότητες στους δεσμούς Κίνας-Γερμανίας», σημειώνεται σε ένα από αυτά, ενώ Κινέζοι αναλυτές διερωτώνται σε κάποιο άλλο σημείο εάν όντως υπάρχει κίνδυνος να «χαλάσουν» οι σινογερμανικές μπίζνες στη μετά-Μέρκελ εποχή. Αν και οι ίδιοι σπεύδουν να αναγνωρίσουν πως η Γερμανία χαράσσει πολιτική όχι με κριτήριο τη Δύση, αλλά πάντοτε «με βάση τα δικά της (σ.σ. εθνικά) συμφέροντα».