Το στρατηγικό περιβάλλον της μεσογειακής περιοχής διαμορφώνεται κατ’ αρχήν από τις πολιτικές, τα συμφέροντα, τις δράσεις και τις συνεργασίες ή τις αντιπαραθέσεις των κρατών που την περιβάλλουν. Ουσιαστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης (E.E.) στη βόρεια ακτή και του αραβικού κόσμου στη νότια. Επιπλέον, το περιβάλλον αυτό επηρεάζεται από τις πολιτικές, τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι παρούσες στη μεσογειακή περιοχή.

Ευρισκόμενη στο κέντρο ενός σχετικά ασταθούς περιφερειακού πλαισίου, η Μεσόγειος διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη μορφή του γεωστρατηγικού περιβάλλοντος ολόκληρης της Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και ευρύτερα. Το περιβάλλον αυτό επηρεάζεται από τις πολιτικές, τις φιλοδοξίες και τα συμφέροντα των μεγάλων παγκόσμιων παικτών που είναι παρόντες ή παρεμβαίνουν στην περιοχή. Επίσης, δεδομένου ότι η Μεσόγειος ενώνει έναν μεγάλο αριθμό χωρών, μέσα από τρία σημαντικά στρατηγικά σημεία πρόσβασης –Γιβραλτάρ, Βόσπορος-Δαρδανέλλια και Σουέζ–, παρέχει στους τρομοκράτες και στους διακινητές ανθρώπων, ναρκωτικών και όπλων εύκολη πρόσβαση στις μεγάλες και δύσκολα ελεγχόμενες ακτές της.

Για τον Μπροντέλ, τα πτωχά και επισφαλή εδάφη κατά μήκος της Μεσογείου, που τα έπληττε η ξηρασία, σε συνδυασμό με ένα αβέβαιο κλίμα, ώθησαν την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή κατάκτηση.

Ίσως κανένα άλλο μέρος του κόσμου δεν εξηγεί με καλύτερο τρόπο τα συμπτώματα αστάθειας που προέκυψαν μετά την περίοδο του διπολισμού από ό,τι η Μεσόγειος, με τα προβλήματα ασφάλειας να καθίστανται όλο και περισσότερο εμφανή. Οι αναλυτές, στη μεταψυχροπολεμική εποχή, οδηγούνταν αβίαστα στη διαπίστωση ότι η Μεσόγειος συνιστά μια περιοχή στρατηγικής και κοινωνικο-οικονομικής αστάθειας, με ποικίλες μορφές πολιτικών θεσμών, βίαιες θρησκευτικές και πολιτιστικές συγκρούσεις, διαφορετικό τρόπο αντίληψης των θεμάτων της ασφάλειας και του διεθνούς συστήματος.

Είναι προφανές ότι πολλοί παράγοντες επιδρούν στη διαμόρφωση του μεσογειακού στρατηγικού περιβάλλοντος, όπως η μορφολογία του χώρου, οι κλιματολογικές συνθήκες, η γειτνίαση με άλλους κρατικούς δρώντες, οι πρώτες ύλες και οι ενεργειακές πηγές, οι οικονομικές συνθήκες, ο πληθυσμός και η δημογραφική κατάσταση, η τεχνολογία, η στρατιωτική ισχύς, προκειμένου να καταστεί δυνατή η κατανόηση της διεθνούς κατάστασης και η θέση των κρατών σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εν προκειμένω η προσέγγιση του στρατηγικού περιβάλλοντος της Μεσογείου από την άποψη της γεωπολιτικής ανάλυσης, με δεδομένο ότι τα ιστορικά στοιχεία της μεσογειακής γεωπολιτικής, θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τις σύγχρονες γεωπολιτικές προσεγγίσεις.

Ένα από τα πρόσωπα που ιδιαιτέρως ασχολήθηκε με τη Μεσόγειο και μας άφησε εξαιρετικές αναλύσεις και σκέψεις για τη μορφή της ανάπτυξης στην περιοχή αυτή στη διάρκεια της Ιστορίας, σε σχέση προς τη γεωγραφική διαμόρφωση, είναι ο Γάλλος ιστορικός Μπροντέλ (Fernand Braudel), ο οποίος το 1949 δημοσίευσε το έργο του The Mediterranean and the Mediterranean World in the Age of Philip II. Ο Μπροντέλ εξετάζει τη γεωγραφία σε συνδυασμό με τη δημογραφία και την ίδια τη φύση της στην Ιστορία. Στην αφήγησή του υποστηρίζει ότι σταθερές περιβαλλοντικές συνθήκες οδήγησαν σε μόνιμες ιστορικές τάσεις που προκαθόριζαν πολιτικά γεγονότα και περιφερειακούς πολέμους. Για τον Μπροντέλ, για παράδειγμα, τα πτωχά και επισφαλή εδάφη κατά μήκος της Μεσογείου, που τα έπληττε η ξηρασία, σε συνδυασμό με ένα αβέβαιο κλίμα, ώθησαν την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή κατάκτηση. Με άλλα λόγια, σημειώνει ο Ρόμπερτ Κάπλαν, στο πρόσφατο βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η Εκδίκηση της Γεωγραφίας, ενώ θεωρούμε ότι ελέγχουμε την κατάσταση, στην πραγματικότητα τα στοιχεία αυτά ελέγχουν τις τύχες μας. Για να κατανοήσουμε συνεπώς τις σημερινές προκλήσεις της αλλαγής του κλίματος, της αύξησης της θερμοκρασίας των θαλασσών της Αρκτικής, καθώς και της έλλειψης πόρων, όπως το πετρέλαιο και το νερό, θα πρέπει να επανεξετάσουμε την περιβαλλοντική ερμηνεία των γεγονότων που δίνει ο Μπροντέλ.

Τη θέση της Μεσογείου υπό την έννοια του γεωπολιτικού φαινομένου την αντιλαμβανόμαστε επίσης στις κλασικές γεωπολιτικές θεωρίες κάποιων διανοητών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Πολλά από όσα πρότειναν οι διανοητές εκείνοι ενδεχομένως να ακούγονται σήμερα από κάποιους ως ιμπεριαλιστικές αντιλήψεις. Ανεξαρτήτως του αν οι θεωρίες τους υιοθετήθηκαν με στρεβλό τρόπο, από το Γʹ Ράιχ ή άλλους γεωπολιτικούς δρώντες, οι θεμελιωτές αυτοί της γεωπολιτικής και της γεωστρατηγικής έβλεπαν πολύ πέρα από τις τυπικές και εδραιωμένες αντιλήψεις, δίνοντας κυρίως έμφαση στον διαρκή αγώνα για επιβίωση των κρατών στο άναρχο διεθνές περιβάλλον. Μας θυμίζουν κατά βάση τον πολιτικό ρεαλισμό του Θουκυδίδη και τις απόψεις του περί του «συμφέροντος» ως ρυθμιστή των σχέσεων μεταξύ των κρατών στο διεθνές σύστημα.

‘Όπως σημειώνει ο Ρόμπερτ Κάπλαν, ενώ θεωρούμε ότι ελέγχουμε την κατάσταση, στην πραγματικότητα τα στοιχεία αυτά ελέγχουν τις τύχες μας.

Ανάμεσά τους ο Χάλφορντ Μακίντερ (Halford Mackinder), Βρετανός ιστορικός, γεωγράφος και πολιτικός (1861-1947), θεωρούμενος και ως ιδρυτής της αγγλοσαξονικής Γεωπολιτικής – ιδίως από τις θέσεις του καθηγητού Γεωγραφίας στην Οξφόρδη και του διευθυντού του London School of Economics. Το 1904, ο Μακίντερ – διατύπωσε, ενώπιον των μελών της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας, το θεμελιώδες θεώρημά του περί της «Παγκόσμιας Νήσου» και της «Καρδιάς της Γης», επισημαίνοντας τη σημασία της Ευρασίας για την παγκόσμια κυριαρχία. Ο Μακίντερ διατύπωσε την άποψη ότι, εάν μία ηπειρωτική δύναμη, εκκινώντας από την (ηπειρωτική) «Καρδιά της Γης», κατορθώσει να καταστεί και ναυτική δύναμη –με άλλα λόγια, αν μία καλώς δομημένη πολιτική οντότητα ελέγχει την ηπειρωτική/ευρασιατική μάζα και ταυτοχρόνως συγκεντρώσει τόσο χερσαία όσο και ναυτική ισχύ–, τότε η δύναμη αυτή θα μπορούσε να δράσει ως «Γεωγραφικός Έστορας της Ιστορίας» (“Geographical Pivot of History”) – και η εποχή της ηγεμονίας των Ναυτικών Δυνάμεων θα έχει παρέλθει. Ανάλογες ήταν και οι απόψεις άλλων στρατηγικών αναλυτών της εποχής εκείνης, όπως του Αμερικανού Μάχαν (Alfred Thayer Mahan) και του Αμερικανο-Ολλανδού Σπάικμαν (Nicolas Spykman). Αμφότεροι, μαζί με τον Μακίντερ, στήριζαν τις γεωπολιτικές αντιλήψεις και θεωρίες τους στη διάκριση μεταξύ της χερσαίας και της θαλάσσιας ισχύος.

Αργότερα, το 1943, ο Μακίντερ διαμόρφωσε μια πρώτη γεωπολιτική σύλληψη της «ατλαντικής περιοχής» –που αποτέλεσε τη θεωρητική βάση της ίδρυσης της Ατλαντικής Συμμαχίας– όταν σε άρθρο του σκιαγράφησε την «ενιαία βορειοατλαντική περιοχή», η οποία περιλαμβάνει τρία στοιχεία: ένα προγεφύρωμα στη Γαλλία, ένα προκεχωρημένο αεροδρόμιο στη Βρετανία και εφεδρείες εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού, γεωργικά και βιομηχανικά εφόδια στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Υποστήριξε, επίσης, ότι οι ΗΠΑ και ο Καναδάς είναι «ατλαντικές χώρες» και, «επειδή επίκειται χερσαίος πόλεμος, τόσο το προγεφύρωμα, όσο και το προκεχωρημένο αεροδρόμιο είναι αναγκαία στην αμφίβια δύναμη».

Εξετάζοντας το μεσογειακό χώρο υπό την άποψη των γεωπολιτικών θεωριών των Μακίντερ και Σπάικμαν, παρατηρούμε ότι η Μεσόγειος περιλαμβάνεται στο «εσωτερικό ή παράκτιο τόξο» (“inner or marginal crescent”) που περιβάλλει την ευρασιατική περιοχή. Έτσι ο ρόλος της Μεσογείου εμφανίζεται διττός, σε σχέση προς την Ευρασία:

  • Πρώτον, για τη «Χερσαία Δύναμη» της Ευρασίας, η Μεσόγειος συνιστά περιοχή μέσω της οποίας μπορεί να επιτύχει την έξοδό της προς τις νότιες θάλασσες, ώστε να καταστεί ταυτοχρόνως και ναυτική δύναμη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη ναυτική ισχύ των θαλασσίων δυνάμεων.
  • Δεύτερον, η Μεσόγειος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του «αναχωματικού δακτυλίου», της ζώνης δηλαδή πέριξ της ευρασιατικής περιοχής. Ο έλεγχος της περιμέτρου (Rimland) κατά τον Σπάικμαν, δίδει τη δυνατότητα ελέγχου της Ευρασίας.

Μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε την περίμετρο αυτή στη στρατηγική αντίληψη του ΝΑΤΟ, σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, και την προσπάθεια αποκλεισμού, από τη Μεσόγειο, της γεωπολιτικής «Καρδιάς της Γης», η οποία στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ταυτιζόταν με τον σοβιετικό χώρο. Σημειώνεται ότι η μεσογειακή περιοχή αποτελούσε ανέκαθεν τη νοτιοανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας, στο πλαίσιο της «ανασχετικής περιμέτρου», η οποία ξεκινώντας από τη Νορβηγία, φτάνοντας στο Νότο και συνεχίζοντας προς ανατολάς, περιλαμβάνει τις παράκτιες περιοχές της Ευρώπης, της Μεσογείου και της Ασίας.

Ήδη από το 1943, ο Μακίντερ διαμόρφωσε μια πρώτη γεωπολιτική σύλληψη της «ατλαντικής περιοχής» –που αποτέλεσε τη θεωρητική βάση της ίδρυσης του ΝΑΤΟ– όταν σκιαγράφησε την «ενιαία βορειοατλαντική περιοχή», η οποία περιλαμβάνει τρία στοιχεία: ένα προγεφύρωμα στη Γαλλία, ένα προκεχωρημένο αεροδρόμιο στη Βρετανία και εφεδρείες εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού, γεωργικά και βιομηχανικά εφόδια στις ΗΠΑ και στον Καναδά.

Η προσπάθεια αυτή εμφανίζεται και σήμερα με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, ενσωματώνοντας, ειδικώς στη νότια περιοχή, χώρες, όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία επί του Ευξείνου Πόντου και επιδιώκοντας τον άμεσο γεωστρατηγικό και γεωοικονομικό προσεταιρισμό της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Στις περίπτωση των δύο πρώτων, η Ρωσία εξέφρασε τη δυσφορία της, ειδικώς σε ό,τι αφορούσε την εγκατάσταση επί του εδάφους τους στρατιωτικών δυνάμεων της Συμμαχίας. Στη δεύτερη περίπτωση όμως αντέδρασε έντονα, εξαναγκάζοντας το ΝΑΤΟ σε ματαίωση κάθε σχεδίου περαιτέρω διεύρυνσης. Ο ολιγοήμερος πόλεμος στη Γεωργία τον Αύγουστο του 2008 έδειξε ότι η Ρωσία δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει οποιαδήποτε προσπάθεια στρατηγικής περικύκλωσής της.

Ο Βʹ Παγκόσμιος Πόλεμος μετέβαλε τη γεωπολιτική εικόνα της Μεσογείου. Ενώ στο παρελθόν η υπεράσπιση της αποκαλούμενης «αυτοκρατορικής οδού» εθεωρείτο ως θέμα υψίστου ενδιαφέροντος για τη Μεγάλη Βρετανία, στη διάρκεια του Βʹ Παγκοσμίου Πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες προωθήθηκαν στην πρώτη γραμμή της μεσογειακής αμυντικής δομής, από την αφρικανική ακτή μέχρι την Ελλάδα και την Τουρκία. Αυτό τις έφερε εντός της Μεσογείου και άνοιξε το δρόμο για τη μεγάλη μετατόπιση ισχύος που είχε ως αποτέλεσμα τη μόνιμη παραμονή των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή αυτή. Αργότερα, η ίδρυση του ΝΑΤΟ, η αντιπαράθεση των δύο Συνασπισμών και η κάθοδος ρωσικών ναυτικών μονάδων στη Μεσόγειο δημιούργησε ένα εντελώς νέο περιβάλλον ανταγωνισμών, επιδίωξης απόκτησης ελέγχου έναντι μεσογειακών κρατών ή και κρατών του ευρύτερου περιβάλλοντος, επηρεασμού τοπικών καθεστώτων και γενικώς προσπάθεια απόκτησης επιρροής στη μεσογειακή περιοχή.

Οι πρόσφατες ανακατατάξεις, κυρίως στον Αραβικό Κόσμο, δημιούργησαν ένα εντελώς νέο γεωπολιτικό σκηνικό στην μεσογειακή περιοχή. Οι θρησκευτικές αντιπαραθέσεις, οι ενεργειακοί πόροι, τα δίκτυα αγωγών και οι ανταγωνισμοί ισχύος δημιουργούν εκρηκτικές καταστάσεις, με απρόβλεπτες εξελίξεις. Η Μεσόγειος παραμένει – και θα συνεχίσει να παραμένει στο μέλλον – μία από τις βασικές γεωπολιτικές περιοχές όπου αντιπαρατίθενται συμφέροντα και επιδιώξεις τόσο των περιφερειακών δυνάμεων όσο και των μεγάλων δυνάμεων που είναι παρούσες στην ευρύτερη μεσογειακή περιοχή. Θα μπορούσε, ωστόσο, η Μεσόγειος να καταστεί και πάλι, από στρατηγικής πλευράς, χώρος «συνένωσης» της νότιας Ευρώπης με τη Βόρεια Αφρική, όπως συνέβαινε στον αρχαίο κόσμο, αντί να συνεχίσει να αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πρώην αποικιακές δυνάμεις και τις πρώην αποικίες τους.

Από την άποψη του Δικαίου της Θάλασσας, η Μεσόγειος αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη περιφερειακή θάλασσα του πλανήτη, ευρισκόμενη στην πρώτη θέση κατάταξης των πλέον σημαντικών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, κλειστών περιφερειακών γεωπολιτικών συστημάτων, όπως για παράδειγμα το Αιγαίο, με την παρουσία πολλών και σημαντικών κρατών.

Από την αρχαία εποχή, εμφανίζεται η τεράστια σημασία της θάλασσας του Αιγαίου, η οποία συνεχίζει να υφίσταται και σήμερα. Οι Έλληνες, ευρισκόμενοι σε ένα δύσκολο έδαφος, αναγκάστηκαν να γίνουν εξαίρετοι ναυτικοί. Η ασφάλεια του Αιγαίου, ήταν επίσης μια κρίσιμη υπόθεση, έχοντας να αντιμετωπίσουν τις εισβολές των Περσών και να εξασφαλίσουν τις θαλάσσιες γραμμές συγκοινωνιών και την εξάλειψη της περσικής απειλής. Η Αθήνα, η ισχυρότερη από τις πόλεις κράτη ξεκίνησε μια προσπάθεια εγκαθιστώντας έλεγχο σε κύρια νησιά του Αιγαίου. Αυτή η -αυτοκρατορικής μορφής- επέκταση έληξε ουσιαστικά με την εκστρατεία της Σικελίας, η κατάληψη της οποίας από την Αθήνα θα είχε δημιουργήσει τη βάση ελέγχου ολόκληρης της ανατολικής μεσογείου, και την απόσπαση της Κύπρου από τον έλεγχο της Περσίας.

Οι θρησκευτικές αντιπαραθέσεις, οι ενεργειακοί πόροι, τα δίκτυα αγωγών και οι ανταγωνισμοί ισχύος δημιουργούν εκρηκτικές καταστάσεις,, οπότε η Μεσόγειος θα συνεχίσει να παραμένει μία από τις βασικές γεωπολιτικές περιοχές όπου αντιπαρατίθενται συμφέροντα και επιδιώξεις τόσο των περιφερειακών δυνάμεων όσο και των μεγάλων δυνάμεων.

Από το τότε κέντρο του κόσμου, όπου μια χούφτα ελληνικών πόλεων που βρίσκονταν στις ακτές του Αιγαίου πελάγους μπορούσαν να ξεκινήσουν αποικιακές εξορμήσεις προς όλη τη Μεσόγειο. Επιπλέον, η έντονη γεωγραφική διαμόρφωση του ελληνικού χώρου, παρείχε σε αυτές τις πόλεις κράτη έδαφος ευνοϊκό για την άμυνα που τους επέτρεπε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τους εχθρούς τους.

Στη φυσική γεωγραφία των μεσογειακών χωρών υπάρχει ένα σύνολο κοινών χαρακτηριστικών τα οποία, πέραν της σημασίας τους στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, την παραγωγή και την ανάπτυξη των πολιτισμών, δεν είναι άσχετα με τις συνθήκες διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Το μεσογειακό κλίμα, θερμό και ξηρό τα καλοκαίρια, με ήπιους βροχερούς χειμώνες, είναι το πιο διάσημο από τα χαρακτηριστικά αυτά. Το συμπληρώνουν η επίδραση του θαλάσσιου παράγοντα, η επαναλαμβανόμενη εδαφική μορφολογία και τα πετρώματα των ακτών, καθώς και η ιδιαίτερη φυσική χλωρίδα, που οφείλεται τόσο στο έδαφος όσο και στις κλιματολογικές συνθήκες.

Η Σαχάρα είναι η μεγαλύτερη έρημος της Γης και καλύπτει τα δύο τρίτα του εδάφους της Αφρικής. Οι θεαματικές αμμοθάλασσες του Μεγάλου Ανατολικού και Δυτικού Εργκ στην Αλγερία, πλησίον των συνόρων της με τη Λιβύη, είναι μία μόνο από τις ποικίλες γεωμορφές της Σαχάρας. Οι χαμάντα – βραχώδη οροπέδια στρωμένα με λίθους – και οι πεδιάδες στρωμένες με χαλίκια, γνωστές ως ρεγκ, είναι επίσης σημαντικές γεωμορφές. Οι άνεμοι της Σαχάρας μεταφέρουν εκατομμύρια τόνους σκόνης ετησίως προς τα βόρεια και τα ανατολικά. Στις περιοχές της ερήμου, υπάρχουν οάσεις οι οποίες δημιουργούνται από υπόγεια νερά, τα οποία κινούμενα στα διαπερατά στρώματα πετρωμάτων, περιορίζονται ανάμεσα σε δύο μη διαπερατά στρώματα και φτάνουν κοντά στην επιφάνεια μέσω ενός ρήγματος, όπου το νερό μπορεί να διαπηδήσει προς την επιφάνεια από τα κατακερματισμένα πετρώματα του ρήγματος. Παρά την επιφανειακή λειψυδρία της, η Σαχάρα έχει αρκετά υπόγεια υδροφόρα στρώματα.

Η περιοχή της Κυρηναϊκής στη Λιβύη αποτελεί ένα χαρακτηριστικό μεσογειακό τοπίο και παράλληλα μια περιοχή που δείχνει γεωγραφικά απομονωμένη από τις γειτονικές περιοχές: Επτακόσια χιλιόμετρα ερήμου τη χωρίζουν από το Δέλτα του Νείλου ανατολικά και μια επίσης μεγάλη απόσταση στα δυτικά τη χωρίζει από τη σχετικά  εύφορη περιοχή της Τριπολίτιδας. Στο νότο της εκτείνεται η Σαχάρα. Γράφουν οι P. Horden και N. Purcel για την Κυρηναϊκή: «Μοιάζει με ένα θραύσμα από κάποιο μεσογειακό αρχιπέλαγος που σφηνώθηκε δύσκολα στην αφρικανική ήπειρο». Ουσιαστικά πρόκειται για ένα σχετικά πράσινο οροπέδιο που εκτείνεται σε μήκος 400 χιλιομέτρων και πλάτος 150 χιλιομέτρων από βορρά προς νότο. Ευρισκόμενη, η Κυρηναϊκή, ακριβώς νότια της Πελοποννήσου και της Κρήτης και όντας το εγγύτερο προς την Ελλάδα σημείο της Αφρικής, αποτέλεσε κατά την αρχαιότητα ελληνική αποικία, με πλούσια αγροτική παραγωγή που τροφοδοτούσε το εμπόριο.