Οπως το 2020 έτσι και το βράδυ της Τρίτης, η ροή των εκλογικών αποτελεσμάτων στις ΗΠΑ ξεκίνησε με τον χάρτη της Αμερικής να βάφεται κόκκινος, στα χρώματα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Σε αντίθεση ωστόσο με όσα είχαν συμβεί προ τετραετίας, αυτήν τη φορά η Ρεπουμπλικανική προέλαση δεν ανεκόπη από ένα Δημοκρατικό «blue shift» ανάκαμψης και ανατροπής. 

Αντιθέτως, η Κάμαλα Χάρις υπέστη ήττα μεγαλύτερη από εκείνη που είχε υποστεί η Χίλαρι Κλίντον το 2016. Για την ιστορία, η Χίλαρι είχε μεν λάβει περισσότερες ψήφους από τον Τραμπ σε εθνικό επίπεδο αλλά είχε μείνει πίσω στους εκλέκτορες. Στον αντίποδα, η Κάμαλα ηττήθηκε… γενικώς. 

Παρά τις πρωτοφανείς για τα αμερικανικά δεδομένα νομικές του περιπέτειες, ο 78χρονος Τραμπ, ο πρώτος στα χρονικά πρόεδρος των ΗΠΑ στον οποίο απαγγέλθηκαν κακουργηματικού χαρακτήρα κατηγορίες, επιστρέφει πια «θριαμβευτικά» στον Λευκό Οίκο ως ο πρώτος Ρεπουμπλικανός προεδρικός υποψήφιος που εξασφαλίζει τη λαϊκή ψήφο (την πλειονότητα δηλαδή των ψήφων σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ) έπειτα από 20 χρόνια. Ο τελευταίος που είχε επιτύχει κάτι ανάλογο, ήταν ο υιός Μπους το 2004, ενάντια στον Κέρι. 

Τις «πταίει», όμως, για το εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ; Φταίνε, άραγε, οι Δημοκρατικοί που δεν έπεισαν (στα μέτωπα της οικονομίας και του μεταναστευτικού); Οι Ρεπουμπλικανοί που έπεισαν (στα ίδια μέτωπα, της οικονομίας και του μεταναστευτικού); Ο ίδιος ο Τραμπ, ο οποίος ξεπερνά πια ως cult φαινόμενο τα όρια της απλής (ανα)λογικής;

Το «ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό» της απόπειρας δολοφονίας που απέτυχε τον περασμένο Ιούλιο στην Πενσιλβάνια; Ή μήπως άλλοι «εξωγενείς» παράγοντες, όπως για παράδειγμα: ο Ελον Μασκ ο οποίος έχει πια μετατρέψει το X σε προσωπικό του blog, το ευεπίφορο σε συνωμοσίες περιβάλλον των social media, οι woke υπερβολές των Δημοκρατικών «ελίτ» που γεννούν αντιδράσεις, και ο κόσμος των crypto (κρυπτονομισμάτων) στον οποίο έκανε ανοίγματα η πλευρά Τραμπ; 

Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η Κάμαλα Χάρις αποδείχθηκε μια λύση ανάγκης η οποία δεν έπεισε, ούτε ως υποψήφια πρόεδρος (το καλύτερο επιχείρημα όσων την στήριζαν ήταν το πόσο «κακός» ήταν ο αντίπαλός της) αλλά ούτε, για να μην ξεχνιόμαστε, και ως απερχόμενη πια αντιπρόεδρος. Όσο για τον απερχόμενο πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, εκείνος δεν ανέκαμψε ποτέ από το καταστροφικό ντιμπέιτ της 27ης Ιουνίου.

Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Μπάιντεν δεν θα έπρεπε καν να είχε θέσει ξανά υποψηφιότητα για την προεδρία, και άλλοι ότι θα έπρεπε να είχε αποσυρθεί νωρίτερα. Όλα αυτά βέβαια τα «θα έπρεπε» έχουν μικρή σημασία πια. 

Με βάση τα μέχρι τώρα στοιχεία (Τετάρτη απόγευμα ώρα Ελλάδας), ο Τραμπ παίρνει όλες (και τις επτά) αμφίρροπες Πολιτείες… και οι αντίπαλοί του διερωτώνται εάν θα κινδυνέψουν τα επόμενα χρόνια να βρεθούν στο στόχαστρο εκδικητικών προεδρικών «αντιποίνων». 

Η νίκη των Ρεπουμπλικανών όμως δεν σταματά εκεί, αφού αυτοί ανακτούν παράλληλα τον έλεγχο της Γερουσίας (που ήταν στα χέρια των Δημοκρατικών) και μάλλον διατηρούν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Στις 5 Νοεμβρίου οι Αμερικανοί ψήφισαν όχι μόνο για πρόεδρο αλλά και για βουλευτές (όλους, και τους 435) και γερουσιαστές (34 από τους 100). 

Με άλλα λόγια, για τα επόμενα τουλάχιστον δύο χρόνια, έως και τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026, τα δύο σώματα του Κογκρέσου (Βουλή και Γερουσία) και ο Λευκός Οίκος θα βρίσκονται σε Ρεπουμπλικανικά χέρια. Εάν προσθέσει δε κανείς στα προαναφερθέντα και το Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο επίσης έχουν την πλειοψηφία οι Συντηρητικοί δικαστές (κάποιοι από τους οποίους είχαν μάλιστα διοριστεί από τον ίδιο τον Τραμπ κατά την πρώτη τετραετία του στην προεδρία), τότε μιλάμε πια για ένα σκηνικό «απόλυτης» Ρεπουμπλικανικής κυριαρχίας. 

Θα μπορούσε, άραγε, ο Τραμπ να καταστεί «ανεξέλεγκτος» μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο τα επόμενα χρόνια; Και τι θα μπορούσε να «σημαίνει» ένας ανεξέλεγκτος Τραμπ για τους πολιτικούς του αντιπάλους αλλά και για το ίδιο το ομοσπονδιακό κράτος των ΗΠΑ το οποίο κάποιοι Ρεπουμπλικανοί ή όψιμοι Ρεπουμπλικανοί (βλ. Ελον Μασκ) αντιμετωπίζουν ως υπερβολικά μεγάλο και θέλουν να μικρύνουν. 

Σε κάθε περίπτωση, οι Δημοκρατικοί απέτυχαν και τώρα θα πρέπει να ανασυνταχθούν και να αναθεωρήσουν τη στρατηγική τους με ορίζοντα τις επόμενες ενδιάμεσες κάλπες (midterms) του 2026 για το Κογκρέσο.

Η δημόσια στήριξη που παρείχαν πολλές διασημότητες (Τέιλορ Σουίφτ, Μπιγιόνσε κ.ά.) στην υποψηφιότητα της Χάρις προφανώς δεν ήταν αρκετή ώστε να φέρει τη νίκη. Η γυναικεία ψήφος, όπως και η ψήφος των μειονοτήτων ή των αστών πτυχιούχων, επίσης δεν ήταν αρκετή, διότι ως φαίνεται υπάρχει παράλληλα και μια άλλη Αμερική…

Οσο για την παγκόσμια κοινότητα, εκείνη παρακολουθεί πια με συγκρατημένη ανησυχία τον Τραμπ να επιστρέφει στον Λευκό Οίκο. 

Το «ίδιον» με τον επανεκλεγέντα στην προεδρία των ΗΠΑ Ρεπουμπλικανό είναι ότι εκείνος προκαλεί πια ανησυχία σε όλους, «εχθρούς» και «φίλους». Οι Ουκρανοί ανησυχούν μήπως τους «αδειάσει» και οι Ιρανοί μήπως τους «πιέσει» υπερβολικά ή «αφήσει» άλλους (βλ. Νετανιάχου) να τους «πιέσουν».

Με βάση το προφίλ του, ο Τραμπ δείχνει ικανός για όλα. Θα μπορούσε να συγκρουστεί με την Κίνα (εμπορικά είναι δεδομένο ότι θα συγκρουστεί), αλλά και να «προδώσει» στρατιωτικά την Ταϊβάν ή να αγκαλιάσει τον Κιμ Γιονγκ Ουν (με τον οποίο άλλοτε ήταν στα «μαχαίρια»).

Εάν εκείνος έχει όντως μια τάση στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τις διεθνείς εξελίξεις, αυτή είναι κυρίως συναλλακτικού χαρακτήρα (transactional) και προσωποκεντρική. Όταν άλλοι μιλούν για αξίες και διεθνές δίκαιο, ο Τραμπ μιλά για μπίζνες και προσωπικές σχέσεις. Τι αντίκρισμα μπορεί να έχει, όμως, αυτό στην πορεία των διεθνών σχέσεων το προσεχές διάστημα;

Υπάρχουν ηγέτες που πανηγυρίζουν στην είδηση της εκλογής Τραμπ, όπως οι κ.κ. Ορμπαν και Νετανιάχου, και άλλοι που «εφοδιάζονται» με προσδοκίες όπως ο Ρ.Τ. Ερντογάν. Στο μέτωπο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, η προηγούμενη τετραετία Τραμπ στην προεδρία δεν ήταν κακή. Όσο για το μέλλον… το μόνο βέβαιο είναι ότι εκείνο θα είναι πολυπαραγοντικό…