Η ραγδαία εναλλαγή στο ρυθμό των εξελίξεων, στην ευρύτερη περιοχή, είναι ενδεικτική της ταχύτητας με την οποία η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ αποτελεί πια απλά ένα ακόμη στιγμιότυπο σε μια αλυσίδα γεγονότων.

Πέρα από τον ανορθόδοξο τρόπο του Ντόναλντ Τραμπ,, η επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον, ανέδειξε τις πραγματικές ισορροπίες που επικρατούν στην περιοχή. Η Τουρκία αποτελεί χώρα-κλειδί για τις ισορροπίες σε μια περιοχή, η οποία εκτείνεται από το Αιγαίο έως τον Περσικό, και οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να την «παραχωρήσουν» σε κανέναν. Γνωρίζοντας αυτή την παραδοσιακά σημαντική γεωπολιτική θέση της Τουρκίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ελίσσεται κατά τρόπο που εξασφαλίζει κάθε φορά τα μέγιστα για την Άγκυρα, με πλέον ενδεικτικό παράδειγμα την σχέση συμφέροντος που έχει οικοδομήσει με τη Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν. Τα μέτωπα στην Βόρεια Συρία και, όπως προκύπτει ήδη, στη Λιβύη, υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας σχεδόν συμβιωτικής σχέσης ανάμεσα σε Άγκυρα και Μόσχα. Το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον δεν αντιδρά στις κινήσεις του συγκεκριμένου διδύμου, προδίδει, αν μη τι άλλο ανοχή και έγκριση, αν όχι συνεργασία, για τη δημιουργία ενός νέου τύπου περιφερειακής ισορροπίας.

Η, ανεπιτυχής ως αυτή τη στιγμή, απόπειρα διαμεσολάβησης ανάμεσα σε Φαγέζ αλ Σαράζ και Καλίφα Χαφτάρ, την επαύριο μιας εκεχειρίας που προτάθηκε από Ρωσία και Τουρκία είναι ενδεικτική. Η συνάντηση της Άγκελα Μέρκελ με τον Βλάντιμιρ Πούτιν για το Λιβυκό και ο ορισμός της 19ης Ιανουαρίου ως ημερομηνίας συνεδρίασης της Διάσκεψης του Βερολίνου είναι πρόσθετες ενδείξεις του ρόλου που η Ρωσία και, αυξανόμενα, η Τουρκία διαδραματίζουν ως διαμεσολαβητές στις συγκρούσεις της περιοχής. Σε κάθε περίπτωση, πουθενά δεν φαίνεται να προκύπτει η εικόνα μιας Τουρκίας απομονωμένης. Μάλλον συμβαίνει το αντίθετο, παρά την προβληματική συμπεριφορά της Τουρκίας η οποία διαχειρίζεται το Διεθνές Δίκαιο ως κατά το δοκούν κείμενο.

Πού βρίσκεται η Ελλάδα σε όλο αυτό το παίγνιο;

Δεδομένων όλων όσα συμβαίνουν, είναι σαφές ότι οι βασικές διπλωματικές σταθερές της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΝΑΤΟ, ΕΕ, στενή σχέση με ΗΠΑ) δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που εγείρονται. Όπως φάνηκε και κατά τα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης που οδήγησε στην πολυμερή επιτροπεία της χώρας, οι διακρατικές σχέσεις ορίζουν τις εξελίξεις και οι πολυμερείς οργανισμοί όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ έχουν περιορισμένο ρόλο. Στην παρούσα φάση, η Ελλάδα έχει πολύ καλή και άμεση συνεργασία με τις ΗΠΑ, έναντι, ωστόσο, ανταλλαγμάτων τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τα ειωθότα. Το αμερικανικό στρατιωτικό αποτύπωμα στην Ελλάδα και η χρήση της βάσης της Σούδας από τις Ένοπλες Δυνάμεις των ΗΠΑ αγγίζουν όρια που είχαν να φθάσουν για πολλές δεκαετίες. Ωστόσο, όπως φάνηκε και από όσα διαμείφθηκαν μεταξύ των κ. Τραμπ και Μητσοτάκη στο Οβάλ Γραφείο, κυρίως, όμως, όλα όσα ακολούθησαν, είτε μέσω διαρροών, είτε δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, η Αθήνα εξακολουθεί να υπολογίζει ότι ο μόνος παράγων καθοριστικής παρέμβασης σε περίπτωση εκτράχυνσης των σχέσεων με την Άγκυρα, είναι οι ΗΠΑ.

Σε επίπεδο Ευρώπης, είναι απολύτως σαφές ότι η Ελλάδα βρίσκει ανοιχτές πόρτες μόνον στο Παρίσι. Η Γαλλία έχει εμφανιστεί πλήρως υποστηρικτική προς την Αθήνα, με μια διπλωματική σχέση η οποία είναι μεν παλαιά, αλλά έχει ενισχυθεί σημαντικά ήδη από το 2012. Το Βερολίνο αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ελλάας, ενώ διαθέτει μικρή έως ελάχιστη επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο, με βασικό σκοπό τον κατευνασμό της Τουρκίας, έχοντας ως βασικό φόβο το προσφυγικό. Η Ρώμη έχει διαδραματίσει έναν ρόλο ιδιαίτερα υπονομευτικό για τα ελληνικά συμφέροντα τόσο στα περί την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως φάνηκε από την ουσιαστική αποχώρηση της ΕΝΙ ως αυτοτελούς παρουσίας στην Κυπριακή ΑΟΖ, όσο και στη Λιβύη, όπου στην πραγματικότητα συγκλίνει προς το δίδυμο Τουρκίας-Ρωσίας, με εμφανή στόχο την ανάκτηση μέρους της επιρροής της στην Βορειοαφρικανική χώρα.

Η Ελλάδα έχει με όλες τις παραπάνω χώρες λειτουργικές και επίσημες σχέσεις μέσα από την Ε.Ε. Αντιθέτως, έχει σοβαρό διπλωματικό έλλειμμα στο πεδίο των σχέσεων της με τη Ρωσία, η οποία αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα στην περιοχή. Σε αυτό τον τομέα, η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς ένας από τους πολύ σαφείς όρους συνεργασίας που έχει θέσει η Ουάσιγκτον προς την Αθήνα, αφορά τη Ρωσία. Είναι ενδεικτικό ότι η Ουάσιγκτον βλέπει με σκεπτικισμό ακόμα και τις επισκέψεις ρωσικών πλοίων σε ελληνικά λιμάνια.

Τα συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτή τη διαμορφωμένη, ως τώρα, κατάσταση είναι τα εξής:
Πρώτον, το υπονομευτικό για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, Μνημόνιο δικαιοδοσίας θαλάσσιων ζωνών ανάμεσα σε Άγκυρα και Τρίπολη δεν μπορεί να ανατραπεί υπό τις παρούσες συνθήκες.
Δεύτερον, η Τουρκία έχει κερδίσει μια θέση στο τραπέζι ως σχεδόν ισότιμος εταίρος για περιφερειακά θέματα, είτε με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, είτε με ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως η Γερμανία.
Τρίτον, η Ελλάδα, στον αντίποδα, αντιμετωπίζεται ως μια χώρα με περιορισμένη εμβέλεια, σίγουρα πολύ μικρότερη από εκείνη που διαθέτει η Τουρκία, η οποία εκλαμβάνεται ως μια «γέφυρα» ανάμεσα στη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική.

Όλα τα παραπάνω δεν θα είχαν καταστεί δυνατά, αν, πέρα από όλους τους υπόλοιπους σταθερούς παράγοντες ισχύος, δεν είχε πολλαπλασιάσει την δυνατότητα εξωτερικής παρέμβασής της. Η τριπλή στρατιωτική παρέμβαση στη βόρεια Συρία, η προβολή ισχύος (ναυτικής) στην Ανατολική Μεσόγειο, η παροχή βοήθειας στο καθεστώς Σαράζ, η επένδυση στις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις και στην πανίσχυρη ΜΙΤ (Μυστικές Υπηρεσίες), παρέχουν στην Άγκυρα ένα ισχυρό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής με καθοριστικό βάρος. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να αποθαρρυνθεί, ούτε, όμως και να αφεθεί στην διακριτική ευχέρεια των συμμάχων της. Ξεκινάει ένας μαραθώνιος. Έχουμε μείνει πίσω στα πρώτα μέτρα, ας προσπαθήσουμε να προλάβουμε τον τερματισμό.