Η γεωπολιτική αξία της Ελλάδος και οι ευαίσθητες ισορροπίες με τη Γαλλία και τη Γερμανία
Στη φωτογραφία η ρίζα του σύγχρονου προβλήματος είναι η προ εξαετίας (2015) παράδοση, με απόφαση της καγκελαρίου Αγκ. Μέρκελ, στον πρόεδρο της Τουρκίας Ρ.Τ. Ερντογάν του σημαντικού όπλου που ονομάζεται «Προσφυγικό-Μεταναστευτικό».
Μία συζήτηση με τον πρέσβη ε.τ., Αλέξανδρο Π. Μαλλιά
Αντί του καθιερωμένου κειμένου του, ο διπλωματικός αρθρογράφος της «Α&Δ», Αλέξανδρος Μαλλιάς, επέλεξε να απαντήσει σε τρία ερωτήματα της συντακτικής μας ομάδας για θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας.

«Α&Δ»: Πώς ερμηνεύετε σήμερα τη στάση και την πολιτική της Γερμανίας;
Αλέξανδρος Μαλλιάς: H εποχή της βαθιάς κρίσης των σχέσεων με τους φυσικούς μας εταίρους πέρασε ανεπιστρεπτί θέλουμε να ελπίζουμε. Χάρις στην πατριωτική στάση συγκεκριμένων κομμάτων και πολιτικών ηγετών η Ελλάδα, παρά το καταθλιπτικό «Ναι» του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015, παρέμεινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο χρόνος έχει, σε μεγάλο βαθμό, επουλώσει τις πληγές. Στην «πέτρινη δεκαετία» καταγράφηκε μία, άνευ προηγουμένου, κρίση εμπιστοσύνης με τους φυσικούς μας εταίρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κυρίως, με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και την ηγεσία της. Η οξύτητα λόγου προήλθε κυρίως από συγκεκριμένο χώρο που αυτο-προσδιορίστηκε ως πολιτικός αντισυστημισμός. Δεν περιορίστηκε όμως σε αυτό. Η ευθύνη σίγουρα δεν ήταν μόνο δική μας. Την ίδια εποχή, η Ελλάδα δέχτηκε μία, άνευ προηγουμένου, δυσφημιστική καταιγίδα από γερμανικά Μ.Μ.Ε. και πολιτικούς με περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς που συχνά είχαν αναφορές και σε ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά του ελληνικού λαού. Το βασικό όμως σφάλμα της Γερμανίας ήταν πολιτικό. Η ολοκληρωτική απουσία συνυπολογισμού της γεωπολιτικής και στρατηγικής θέσης της Ελλάδος -ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ- στη φλεγόμενη ήδη, από το 2011, ΝΑ Μεσόγειο ήταν το κρισιμότερο μειονέκτημα της γερμανικής πολιτικής κατά την διάρκεια του «ελληνικού ζητήματος». Η γερμανική πολιτική επέμεινε στο πλαίσιο της Ε.Ε. να απομονώσει την ελληνική κρίση χρέους, διπλών ελλειμμάτων, δημοσιονομικής αταξίας και χρηματοδοτικών και πιστωτικών αναγκών από τη συνεχιζόμενη πολύτιμη συνεισφορά και υπεραξία της Ελλάδος στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής. Αυτό ήταν το πλέον κρίσιμο σημείο της σοβαρής απόκλισης -σύγκρουσης- θέσεων της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ με τη διακυβέρνηση Ομπάμα-Μπάιντεν ως προς τον χειρισμό του «ελληνικού ζητήματος». Οι εξελίξεις στην ΝΑ Μεσόγειο και η σημαντική ενίσχυση της αξίας της Ελλάδος στην περιοχή δικαίωσαν την στρατηγική θεώρηση των ΗΠΑ.
«Α&Δ»: Πού οφείλεται όμως το σημερινό πρόβλημα;
Αλέξανδρος Μαλλιάς: Η ρίζα του σύγχρονου προβλήματος είναι η προ εξαετίας (2015) παράδοση, με απόφαση της καγκελαρίου Μέρκελ, στον πρόεδρο της Τουρκίας κ. Ερντογάν του σημαντικού όπλου που ονομάζεται «Προσφυγικό-Μεταναστευτικό». Της κοινής θέσης της Ε.Ε. και της δήλωσης Ε.Ε.-Τουρκίας προηγήθηκε η συμφωνία Βερολίνου-Άγκυρας. Από τη στιγμή εκείνη, ο πρόεδρος Ερντογάν αξιοποίησε το μεγάλο μοχλό πίεσης, που απέκτησε και τον χρησιμοποιεί συνεχώς, σε βάρος της Ε.Ε. και των πολιτικών ηγεσιών των κρατών-μελών. Στην πραγματικότητα, η Ε.Ε. παρέδωσε στην Τουρκία ένα άνευ προηγουμένου μοχλό πολιτικής πίεσης, η οποία πολλαπλασιάζεται συνεχώς λόγω της κορυφαίας προτεραιότητας στην εσωτερική πολιτική ατζέντα που έχει το ζήτημα της μετανάστευσης-προσφυγικού. Αυτό το «όπλο» συστηματικά ο κ. Ερντογάν προβάλλει απέναντι στο Βερολίνο. Με αρκετή επιτυχία, ομολογώ. Η Ε.Ε. όμως του έδωσε τη δυνατότητα, μαζί μάλιστα με σοβαρές οικονομικές παροχές!

Έρχομαι στα τωρινά. Αν δεν γνώριζα τον δυσκίνητο -λόγω σύγκρουσης συμφερόντων- τρόπο με τον οποίο κινείται η δική μας Ένωση, ειδικά απέναντι στην Τουρκία, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μου άφησε μία γλυκόπικρη γεύση. Γνωρίζω όμως ότι το εφικτό δεν ταυτίζεται με το επιθυμητό. Το ζήτημα πλέον δεν αφορά μόνο στην καθημερινή απειλή και επιθετική δραστηριότητα της Τουρκίας κατά της Κύπρου και της Ελλάδος. Αφορά στην αξιοπιστία και στο κύρος της Ευρώπης. Η Ευρώπη, υπό την ηγεμονία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, θα έπρεπε εδώ και καιρό κατά τρόπο αξιόπιστο να είχε ορθώσει πολιτικό λόγο που να στηρίζεται στις αξίες και στις αρχές. Στα στοιχεία εκείνα που θα έπρεπε μάλλον να αποτελούν το υπόβαθρο των πολιτικών μας. Δεν έλαβε υπόψη, στο βαθμό τουλάχιστον που θα περίμενε κανείς, το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ένωσης στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αυτή η Ευρώπη δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο που διεκδικεί .
Επιπλέον, εδώ και ένα χρόνο, οι αμφιλεγόμενες δημόσιες τοποθετήσεις κορυφαίων Γερμανών αξιωματούχων αποδυνάμωσαν την εμβέλεια και αξιοπιστία της περί «αλληλεγγύης κ.λπ.» θέσης της Ένωσης για Ελλάδα και Κύπρο απέναντι στις επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας. Η κυβέρνηση γνωρίζει καλύτερα τις μη δημόσια διατυπωμένες θέσεις. Διαβάζοντας όμως προσεκτικά την ικανοποίηση που προκαλούν στην Άγκυρα οι θέσεις της Γερμανίας, δικαιούμαι να υποθέσω ότι διαφοροποιούνται των κοινών θέσεων της Ε.Ε. τις οποίες, κατά κανόνα, σφοδρά επικρίνει ο πρόεδρος Ερντογάν.
Θυμίζω, επίσης, ότι στο ζήτημα της ΑΟΖ η γερμανική κυβέρνηση μερολήπτησε. Πώς; Φρόντισε εξαρχής να αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική και διπλωματική θέση της Ελλάδος έναντι της Τουρκίας και του τουρκολιβυκού Συμφώνου. Τον Ιανουάριο του 2020, απέκλεισε, άδικα και κυρίως άστοχα, την Ελλάδα από την κρίσιμη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη. Παρούσα, με καταλυτικό ρόλο, η Τουρκία. Υπάρχει και συνέχεια. Η Γερμανία αντέδρασε, με επίσημες μάλιστα δηλώσεις και με παραστάσεις, επειδή υπογράψαμε τη συμφωνία με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Διορθώσαμε εν μέρει τουλάχιστον τη σοβαρή ζημιά που προκάλεσε στα εθνικά μας συμφέροντα η Συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης.
Διαφορά με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχομε και στο ζήτημα της σταθερής εμπλοκής της Γαλλίας στην περιοχή μας και της αμυντικής «ομπρέλας ασφάλειας» που παρέχει στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Και όμως, η Γερμανία θα έπρεπε να αντιλαμβάνεται καλύτερα από άλλους την σημασία της «ασφάλειας». Επί Προέδρου Τραμπ, το χάσμα μεταξύ Ουάσιγκτον και Βερολίνου ήταν βαθύ και έμοιαζε αγεφύρωτο. Δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει τη Γερμανία, επειδή σε επίπεδο πανευρωπαϊκής ασφάλειας -έναντι της Ρωσίας- αισθάνθηκε αποδυναμωμένη και «αδειασμένη» από την Ουάσιγκτον. Η Γερμανία βεβαίως βρήκε τη λύση της ασφάλειας της στο περιθώριο των σχέσεων της με τις ΗΠΑ. Η ιστορική γαλλο-γερμανική Συνθήκη του Άαχεν (Aix La Chapelle) της 22ας Ιανουαρίου 2019 (πρόεδρος Μακρόν-καγκελάριος Μέρκελ), για πρώτη φορά, «άπλωσε» και στη Γερμανία την πυρηνική ομπρέλα αποτροπής και ασφάλειας που διέθετε αποκλειστικά η Γαλλία.

Η σταθερή θέση και ορθή ανάλυση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, από το 1974 και μετά, είναι ότι το ΝΑΤΟ δεν καλύπτει την Ελλάδα από τη σταθερή και μόνιμη απειλή που είναι η Τουρκία. Η Γαλλία όμως σε διμερές επίπεδο έδειξε εμπράκτως την αλληλεγγύη της έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου ακριβώς όπως έπραξε με τη Γερμανία. Καίτοι με διαφορετικά μέσα και έναντι άλλης απειλής. Και όμως, και αυτό, ενόχλησε το Βερολίνο, προκαλώντας μάλιστα τη δυσφορία του για την ανάμιξη της Γαλλίας.
Τέλος, ας διερωτηθεί η ηγεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για τους λόγους οι οποίοι δεν απέτρεψαν τον Πρόεδρο της Τουρκίας να προβεί σε άνευ προηγουμένου επιθετικές ενέργειες κατά της Κύπρου, της Ελλάδος και εν τέλει της ίδιας της Ευρώπης, των αξιών και συμφερόντων της στο εξάμηνο της Γερμανικής Προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Α&Δ»: Αναφερθήκατε στην Γαλλία και το ρόλο της. Πως εκτιμάτε ότι πρέπει να πορευτούμε εφεξής
Αλέξανδρος Μαλλιάς: Mε τις επικρατούσες σήμερα συνθήκες, στόχος της Ελλάδος ας είναι η υπογραφή διμερών συνθηκών αμυντικής συνεργασίας που να περιέχουν και τη ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής. Καίτοι γνωρίζω τις επιφυλάξεις, θεωρώ ότι πρωτίστως καλό θα ήταν να υπογράψουμε με τη Γαλλία. Είναι αντιληπτό ότι, στην πράξη, το Άρθρο 5 (αλληλεγγύη συμμάχων σε περίπτωση επίθεσης) του Καταστατικού Χάρτη του ΝΑΤΟ δεν μας καλύπτει σε σχέση με την Τουρκία. Επίσης, οι περί αλληλεγγύης ουσιαστικές ρήτρες, που περιλαμβάνονται στις συνθήκες της Ε.Ε. μένει να αποδειχθούν στην πράξη. Ας θυμηθούμε ότι στην αντιπαράταξη και αντιπαράθεση με την Τουρκία μεγαλύτερη κατανόηση και στήριξη στην πράξη είχαμε πρόσφατα από χώρες, όπως, για παράδειγμα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα παρά από ορισμένους φυσικούς μας εταίρους και συμμάχους. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να συνεχίσουμε.

Η ενίσχυση της συνεργασίας Ελλάδος-Γαλλίας στον αμυντικό τομέα είναι καταλυτικής σημασίας .Στηρίζεται σε κοινές αξίες και σε κοινά συμφέροντα. Επιτρέψτε μου να ανατρέξω στις ρίζες αυτής της συνεργασίας. Σε ένα άγνωστο περιστατικό του 1975. Από τις 17 ως 21 Σεπτεμβρίου 1975 είχε πραγματοποιηθεί επίσημη επίσκεψη του προέδρου της Γαλλίας Βαλερύ Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Σε εγκάρδιο κλίμα, έγιναν ουσιαστικές συνομιλίες με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και παρατέθηκε επίσημο δείπνο στο Προεδρικό Μέγαρο. Ελληνικός πολιτισμός και γαλλικός διαφωτισμός! Μοναδικού περιεχομένου η προσφώνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου. Η σημαντικότερη όλων, εν τούτοις, συζήτηση και συμφωνία Καραμανλή-Ζισκάρ έγινε εν πλω στο Αιγαίο, στις 20 Σεπτεμβρίου 1975. Τα ακριβή πρακτικά περιλαμβάνονται σε Σημείωμα που υπαγόρευσε ο ίδιος ο Καραμανλής και δημοσιεύεται στο ανεκτίμητης σημασίας δωδεκάτομο Αρχείο του[1].
Παρών στη συζήτηση μόνο ο πρέσβης Πέτρος Μολυβιάτης. Πρώτο θέμα η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ο Ζισκάρ παρατήρησε ότι «η Ελλάδα αργά η γρήγορα θα γινόταν το δέκατο μέλος». Στη συνέχεια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής -όπως το Σημείωμα αναφέρει- ρώτησε ευθέως τον Γάλλο Πρόεδρο, «εάν η Γαλλία θα μπορούσε και κατά τινά τρόπον να βοηθήση την Ελλάδα σε περίπτωση ενόπλου συρράξεως με την Τουρκίαν». Ο Πρόεδρος Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν απήντησεν ότι «δεν νομίζει ότι θα ήταν δυνατόν να βοηθήση στρατιωτικώς». Θα μπορούσε όμως «να κινητοποιήση όλην την Ευρώπην για την «επιβολήν κυρώσεων κατά της Τουρκίας».

«Του απήντησα» -συνεχίζει ο Κων. Καραμανλής – ότι «με τη νοοτροπίαν από την οποίαν διακατέχεται η Τουρκία δεν νομίζω ότι αυτό θα ήταν αρκετόν, τοσούτω μάλλον καθ΄όσον οι ενέργειαι αυταί θα εγένοντο κατόπιν εορτής. Του ετόνισα, εν συνεχεία, ότι εις μίαν τέτοιαν περίπτωσιν θα είχα ανάγκην ουσιαστικής βοηθείας την μορφήν της οποίας εναπόκειται εις αυτόν να προσδιορίση». Στο σημείο αυτό, έρχεται η κρίσιμη (στους πολλούς άγνωστη) δέσμευση-συμφωνία του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας. Την παραθέτω αυτούσια όπως αποτυπώνεται στο Σημείωμα του Κων. Καραμανλή: «O Γάλλος Πρόεδρος μου είπεν ότι θα ήταν δυνατόν, άμα τη ενάρξει των εχθροπραξιών, να ενισχύσει την ελληνικήν αεροπορίαν δια της αποστολής σημαντικού αριθμού καταδιωκτικών και μεταφορικών αεροπλάνων, χωρίς να προσδιορίση εάν πρόκειται περί πωλήσεως ή δανεισμού η εν λόγω προσφορά. Εντύπωσίς μου είναι ότι πρόκειται περί του δευτέρου». Καραμανλής και Ζισκάρ συμφώνησαν η συνεννόηση να κρατηθεί μυστική με ενημέρωση μόνο του Πρωθυπουργού Ζακ Σιράκ, των Υπουργών Άμυνας και των δύο Αρχηγών ΓΕΕΘΑ. Βάσει της συμφωνίας αυτής, μετά λίγες μέρες ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ επισκέφθηκε τη Γαλλία. Έχουν περάσει 45 χρόνια. Και όμως. Οι διάλογοι του εκλιπόντος Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας και του αείμνηστου Προέδρου Κωνσταντίνου Καραμανλή θα μπορούσαν να είναι πρόσφατοι. Με αναγκαίες διαφοροποιήσεις και προσαρμογές. Με άλλους πρωταγωνιστές. Συνεχιστές της εγκάρδιας συνεννόησης Γαλλίας και Ελλάδος. Πρόκειται για τον πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
«Α&Δ»: Έχετε επανειλημμένα διατυπώσει αμφιβολίες για την αξιοπιστία της αλβανικής κυβέρνησης σε σχέση με τη Συμφωνία για την Α.Ο.Ζ. Πού βρισκόμαστε σήμερα ;
Αλέξανδρος Μαλλιάς: Εδώ και καρό έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι καμία αλβανική κυβέρνηση δεν θα θελήσει να υπογράψει διμερή Συμφωνία με την Ελλάδα για την οριοθέτηση της Α.Ο.Ζ., η οποία θα ζημιώνει τις θέσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να υπολογίζουμε σε μία συμφωνία με την Αλβανία, την οποία θα επικαλούμαστε ως θετικό προηγούμενο στο Αιγαίο. Η εμπειρία με συγκεκριμένους πολιτικούς της Αλβανίας -και δη με τον κύριο Έντι Ράμα- μάς διδάσκει ότι σπάνια τηρούν τις δεσμεύσεις τους απέναντι στην Ελλάδα, αν υποθέσουμε βέβαια ότι υπάρχουν.
Εν τούτοις, οφείλω να παραδεχθώ ότι θετική εξέλιξη ήταν η αναγγελία της κατ’ αρχήν συμφωνίας με την Αλβανία -και μάλιστα με τον Πρωθυπουργό της- κατά την επίσκεψη, στις 20 Οκτωβρίου 2020, του κ. υπουργού Εξωτερικών στα Τίρανα, για την παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης στη Χάγη. Σηματοδότησε μία καμπή. Την χαιρετίζω. Επειδή όπως σας είπα δεν υπάρχει περιθώριο να συμφωνήσουμε στο περιεχόμενο διμερούς συμφωνίας, το ζητούμενο είναι η σύνταξη ενός κειμένου (συνυποσχετικού) για την από κοινού παραπομπή του ζητήματος της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ) στη Χάγη. Εν τούτοις, έχουν ήδη περάσει δύο μήνες, χωρίς να έχει ανακοινωθεί συμφωνία. Φοβούμαι ότι η Αλβανία του κ. Ράμα ακολουθεί -ακόμη και τώρα- μία προσχηματική τακτική με σκοπό να καθυστερήσει την διαδικασία στην οποία είχε συμφωνήσει. Είμαι βέβαιος ότι η Ελλάδα δεν θα παρασυρθεί στην διαιώνιση της διαπραγμάτευσης. Η διαδικασία διαβούλευσης δεν αποτελεί υποκατάστατο της Χάγης… Δυστυχώς, τα προβλήματα με την Αλβανία συνήθως προκύπτουν, όταν έλθει η ώρα της εφαρμογής των συμφωνιών.

[1] (*Τόμος 9 , σελίδα 32. Έκδοση : Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,2005).