Οι «κόντρες» μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (“Great Power Rivalry”) έχουν πια επιστρέψει δυναμικά στο προσκήνιο, με τον «διακρατικό στρατηγικό ανταγωνισμό» να παίρνει τη θέση που είχαν έως και πριν από λίγα χρόνια οι «διάσπαρτες» τρομοκρατικές απειλές στην κορυφή της ατζέντας όσων συνδιαμορφώνουν τις διεθνείς εξελίξεις.

«Αφού προηγουμένως αποκηρύχθηκε ως φαινόμενο προηγούμενων αιώνων, ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων επέτρεψε», υπογραμμίζουν – ήδη από το 2017 – οι Αμερικανοί μέσα από τις σελίδες της δικής τους «Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας».

Για το λόγου το αληθές, αρκεί πια μια ματιά ανά την υφήλιο, από την Ανατολική Μεσόγειο έως τη θάλασσα της Νότιας Κίνας και από τη Λευκορωσία έως τον Ινδικό Ωκεανό.

Αλλά και όλα εκείνα για τα οποία «μιλούσαν» οι Γάλλοι στη δική τους «Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας και Άμυνας» του 2017 είναι πλέον εδώ: η αστάθεια και η επίδειξη ισχύος (power politics), η απόπειρα δημιουργίας τετελεσμένων (fait accompli) και η στρατιωτική αποφασιστικότητα, η όξυνση του ανταγωνισμού για τον έλεγχο περιοχών στρατηγικής σημασίας, οι προκλήσεις ενάντια σε διεθνείς θεσμούς και διεθνείς νόρμες, οι υβριδικές απειλές και οι διφορούμενες προθέσεις, οι κίνδυνοι κλιμάκωσης της έντασης κ.ά.

Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από την πλευρά του, δεν το κρύβει πως βλέπει την Τουρκία ως νέα «παγκόσμια δύναμη» (“global power”), πράγμα που έχει άλλωστε δηλώσει πολλές φορές στο παρελθόν, έχοντας όμως περάσει εν τω μεταξύ από εκείνο το «η Τουρκία θα γίνει παγκόσμια δύναμη» των ετών 2017 και 2018… στο «η Τουρκία είναι ήδη παγκόσμια δύναμη» (1, 2, 3) εν έτει 2020.

Σε αυτό το πλαίσιο, το καθεστώς Ερντογάν επιχειρεί πια ανοιχτά, όχι μόνο λόγω αλλά και έργω, να ανατρέψει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, αμφισβητώντας τις Συνθήκες του Παρελθόντος (Λωζάνης, Παρισίων), εισβάλλοντας στρατιωτικά σε ξένες χώρες (Συρία, Λιβύη, Βόρειο Ιράκ), μιλώντας για αλλαγές συνόρων, απειλώντας ανοιχτά τα κυριαρχικά δικαιώματα γειτονικών κρατών (Ελλάδα, Κύπρος), εκβιάζοντας τη Δύση (ΕΕ, ΗΠΑ), απλώνοντας πειρατικά «καλώδια» επικυριαρχίας σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, και μετατρέποντας μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς σε τεμένη (βλέπε Αγία Σοφία).

«Ποιος μπορεί, όμως, να σταματήσει τον Ερντογάν;» Το ερώτημα είχε γίνει… πρωτοσέλιδο στη γαλλική Libération πίσω στις 17 Ιουλίου του 2017. Έκτοτε έχει, βέβαια, τεθεί ξανά και ξανά, αποκτώντας μάλιστα στην πορεία περισσότερο επείγουσα «αμεσότητα» υπό το βάρος των κλιμακούμενων τουρκικών προκλήσεων σε Λιβύη, Συρία, Έβρο, Ανατολική Μεσόγειο κ.ά.

Ποιος μπορεί, λοιπόν, να σταματήσει τον Ερντογάν; Ή πιο σωστά: Ποιος μπορεί και θέλει, μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης;

Οι εποχές που οι Αμερικανοί μπορούσαν να λειτουργήσουν ως «διαιτητής», σηκώνοντας το τηλέφωνο και «επιβάλλοντας» την αποκλιμάκωση στα ελληνοτουρκικά έχουν πια παρέλθει… λόγω προσώπων και καταστάσεων. Φρόντισε για αυτό ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόλαντ Τραμπ, που επιμένει να αποκαλεί τον Ερντογάν «φίλο» μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει (αμερικανικός απομονωτισμός, σινοαμερικανικός ανταγωνισμός, ανάδυση νέων πόλων επιρροής διεθνώς).

Οι αλλαγές αγγίζουν, βέβαια, και τους Ευρωπαίους οι οποίοι όμως δεν καταφέρνουν προς το παρόν – σε επίπεδο «27» – ούτε να επιβάλουν τις αποφάσεις τους στη διεθνή σκηνή, ούτε να διαδραματίσουν ρόλο ικανό να δρομολογήσει δραστικές εξελίξεις στα ανοιχτά μέτωπα της υφηλίου.

Αλλά και σε επίπεδο μεμονωμένων κρατών-μελών, οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται πολυδιασπασμένοι. Απέναντι στην πρόκληση που ακούει στο όνομα «Τουρκία του Ερντογάν» και όσα τη συνοδεύουν (προσφυγικό/μεταναστευτικό, θέματα περιφερειακής αλλά και εθνικής ασφαλείας, πολιτικό ισλάμ και εξτρεμισμός κ.ά.), οι περισσότερες από τις μεγάλες Ευρωπαϊκές χώρες δεν φαίνεται να θέλουν να αναλάβουν ρόλο πραγματικά «μεγάλων δυνάμεων».

Ούσα έξω από την ΕΕ πια, η Μεγάλη Βρετανία σαν να έχει απωλέσει κάθε ρόλο στη διεθνή σκηνή, χαμένη καθώς είναι η ίδια παράλληλα μέσα στον κυκεώνα του Brexit.

Οι Γερμανοί από την άλλη, κυνηγημένοι από ενοχικά σύνδρομα του παρελθόντος, επιμένουν να προσεγγίζουν τον έξω κόσμο μέσα από το πρίσμα ισολογισμών και οικονομικών στοιχείων, χωρίς όμως στην πράξη να θέλουν «να λερώσουν τα χέρια τους» σε ξένα μέτωπα.

Ενδεικτική της γερμανικής προσέγγισης και η πρόσφατη αρθρογραφία του Γιόσκα Φίσερ. Μέσω αυτής, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και αντικαγκελάριος αποκηρύσσει τους τρέχοντες ανταγωνισμούς ως «μηδενικού αθροίσματος» (zero-sum) και καλεί την Ευρώπη να θέσει στην κορυφή των προτεραιοτήτων της την… πολιτική για το κλίμα (climate-policy).

H Ισπανία από την πλευρά της, εκφράζεται πια μέσα από το πρόσωπο του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, Ζοζέπ Μπορέλ, και η Ιταλία μέσα από τις τοποθετήσεις παραγόντων όπως είναι η ειδική σύμβουλος του Μπορέλ, Νάταλι Τότσι. Όσο για τους Ανατολικοευρωπαίους, εκείνοι έχουν την τάση να σφυρίζουν αδιάφορα απέναντι στις κοινές ευρωπαϊκές προκλήσεις, είτε πρόκειται για το προσφυγικό είτε για τις «απειλές» της Τουρκίας του Ερντογάν με την οποία άλλωστε πολλοί εξ αυτών παλαιόθεν φλερτάρουν.

Εάν εξαιρέσει κανείς την Αυστρία (που όντως τοποθετείται πολύ πιο δυναμικά πλέον απέναντι σε σειρά θεμάτων), η μόνη Ευρωπαϊκή χώρα που απομένει διεκδικώντας ρόλο πραγματικά μεγάλης δύναμης μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει είναι η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν. Υπάρχει, μάλιστα, η εκτίμηση ότι η Γαλλία θα μπορούσε και να καλύψει για λογαριασμό της Δύσης μέρος του κενού που έχουν πια αφήσει πίσω τους στη διεθνή σκηνή οι άλλοτε παντοδύναμες Ηνωμένες Πολιτείες. Οι λόγοι, πολλοί:

  • Η Γαλλία είναι μία από τις λιγοστές χώρες διεθνώς η ναυτική δύναμη των οποίων είναι πραγματικά παγκόσμια, υπό την έννοια ότι απλώνεται (ή έχει τη δύναμη/δυνατότητα να απλωθεί) σε ολόκληρη την υφήλιο. Αλλά και ένα από τα λίγα κράτη που διαθέτουν στον στόλο τους αεροπλανοφόρα (το Charles de Gaulle εν προκειμένω)
  • Είναι μια χώρα που δεν φαίνεται να έχει κόμπλεξ με το αποικιοκρατικό παρελθόν της, υπό την έννοια ότι δεν αφήνει τις όποιες παρελθούσες ενοχές να σταθούν «ηθικό εμπόδιο» στη χάραξη μελλοντικών στρατηγικών
  • Είναι πυρηνική δύναμη και ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών
  • Αναπτύσσει πιο έντονη συνεργασία με χώρες όπως είναι Ινδία και η Αυστραλία
  • Διαθέτει εγχώρια αμυντική βιομηχανία (Airbus, Thales, Dassault, Safran, Naval Group), ενώ υπό την ομπρέλα της εντάσσονται και ενεργειακοί κολοσσοί (TOTAL) που έχουν μάλιστα αναπτύξει έντονη δραστηριότητα στην ευρύτερη ελληνική γειτονιά
  • Κομίζει τις δικές της προτάσεις για το μέλλον της «Ευρωπαϊκής Άμυνας» (ενδεικτική η γαλλικής έμπνευσης πρωτοβουλία European Intervention Initiative-EI2)
  • Είναι παράλληλα συμβαλλόμενο μέρος και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας – UNCLOS (σε αντίθεση με άλλες χώρες υποστηρικτές των ελληνικών θέσεων, όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, που δεν έχουν κυρώσει την εν λόγω Σύμβαση)
  • >Ενώ διαθέτει και τη δεύτερη μεγαλύτερη ΑΟΖ στον κόσμο έπειτα από τις ΗΠΑ (καθώς σε αυτήν υπολογίζονται και οι υπερπόντιες γαλλικές κτήσεις ανεξαρτήτως διοικητικής αυτονομίας: περιοχές όπως η Νέα Καληδονία, η Γαλλική Πολυνησία, η Μαρτινίκα, η Γουαδελούπη, η Μαγιότ κ.ά.)

Η Γαλλία φαίνεται όμως, μέσα σε όλα τα παραπάνω, να έχει και την αποφασιστικότητα «να παίξει μπάλα» ως μεγάλη δύναμη στη διεθνή σκηνή «μακριά από ταμπού και αφέλειες», ενάντια στις επεκτατικά αναθεωρητικές τάσεις και τα «νέο-οθωμανικά όνειρα» ισλαμιστών ηγετών που «δεν καταλαβαίνουν από λόγια» όπως είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η γαλλική ηγεσία δεν κοντράρεται με τον Ερντογάν μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και ευρύτερα: στη Μέση Ανατολή (στον Λίβανο για παράδειγμα, καθώς και στο Ιράκ το οποίο επισκέφθηκε προ ημερών ο Εμανουέλ Μακρόν), στην Αφρική (σε Αλγερία, Λιβύη, Νίγηρα, Μάλι κ.ά.) αλλά και… εντός των γαλλικών συνόρων στη σκιά καταγγελιών που θέλουν τουρκικούς φορείς και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα να προωθούν τη δράση εξτρεμιστών ισλαμιστών επί γαλλικού εδάφους.

Το ραντεβού στην Κορσική και τα Rafale 

Μέσα σε ένα τέτοιο ευρύτερο πλαίσιο, έρχεται πλέον να «κουμπώσει» και η σύσφιξη των ελληνογαλλικών δεσμών. Η συνάντηση που είχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην Κορσική με τον πρόεδρο Μακρόν στις 10 Σεπτεμβρίου αλλά και η Σύνοδος Κορυφής των επτά χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου MED-7 (Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Κύπρος, Πορτογαλία, Μάλτα) που ακολούθησε, έρχονται να επαναβεβαιώσουν τάσεις στο πλαίσιο των οποίων προωθείται πλέον και η στενότερη στρατηγική-αμυντική συνεργασία Ελλάδας-Γαλλίας, όπως άλλωστε – μεταξύ πολλών άλλων – και η αγορά γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών τύπου Rafale, μια αγορά η υπογραφή/επισημοποίηση της οποίας θα πρέπει πια να θεωρείται… απλώς ζήτημα χρόνου.