Στη φωτογραφία: Το προβάδισμα του Ντ. Τραμπ, στις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για την προεδρική αναμέτρηση του Νοεμβρίου, πυροδοτεί αντικρουόμενες προβλέψεις για την εξωτερική πολιτικών των ΗΠΑ.

Το καλοκαίρι του 2004, ο Τσακ Χέιγκελ, ως τότε γερουσιαστής του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, είχε δημοσιεύσει ένα μακροσκελές άρθρο για τη «Ρεπουμπλικανική εξωτερική πολιτική» στο περιοδικό Foreign Affairs.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επεκτείνουν τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου […], να συμβάλουν στην ενίσχυση των παγκοσμίων θεσμών και συμμαχιών, ξεκινώντας από τα Ηνωμένα Έθνη και το ΝΑΤΟ […], να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής […], να ενθαρρύνουν τη μεγαλύτερη περιφερειακή ενσωμάτωση της Κίνας», έγραφε ο μετέπειτα υπουργός Άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, στο πλαίσιο ενός κειμένου το οποίο διαβάζεται πια ως απομεινάρι μιας άλλης, παρελθούσης για το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, εποχής.

Είκοσι χρόνια μετά, η παράταξη του Ρέιγκαν, αλλά και του Τραμπ έχει πια απομακρυνθεί από όλες τις προαναφερθείσες αρχές εξωτερικής πολιτικής, αναζητώντας μια νέα γραμμή πλεύσης μεταξύ αντικρουόμενων εσωκομματικών προσεγγίσεων.

Εάν δεχθούμε όσα σημειώνει πλέον, εν έτει 2024, ο πολύπειρος Αμερικανός δημοσιογράφος Τζέραλντ Σάιμπ, τότε οι Ρεπουμπλικάνοι βρίσκονται πια σε μια κρίσιμη καμπή ως προς τη γραμμή που θα επιλέξουν να ακολουθήσουν στην εξωτερική τους πολιτική. Καλούνται να επιλέξουν μεταξύ εθνικισμού-/απομονωτισμού (nationalism/isolationism) και διεθνισμού (internationalism). Η τρέχουσα περίοδος είναι μάλιστα, σύμφωνα με τον Σάιμπ, «η πιο σημαντική για την εξωτερική πολιτική των Ρεπουμπλικάνων μετά το 1952, όταν ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ είχε επικρατήσει έναντι των απομονωτιστών εσωκομματικών του αντιπάλων, εξασφαλίζοντας το προεδρικό χρίσμα της παράταξης».

Η Νίκι Χέιλι ήταν μόνιμη αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ για διάστημα περίπου δύο ετών, την εποχή που πρόεδρος ήταν ο Ντ. Τραμπ, και πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ν’ αρχίσει να ασκεί δημοσίως κριτική στον πρώην Πρόεδρο.

Η μακρά παράδοση του απομονωτισμού

Ο απομονωτισμός, η ιδέα δηλαδή ότι θα ήταν καλύτερο για τις Ηνωμένες Πολιτείες εάν παρέμεναν «απομονωμένες» και μακριά από τις όποιες διεθνείς υποθέσεις και περιπέτειες, δεν αποτελεί καινοφανή τάση μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων. Κάθε άλλο.

Πολιτικοί του Ρεπουμπλικανικού κόμματος δεν ήθελαν η χώρα τους να μπει στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και γι’ αυτό, όταν ο Ρούζβελτ έφερε προς ψήφιση στο Κογκρέσο το 1941 το Lend-Lease Act που θα του επέτρεπε να αρχίσει να στέλνει στρατιωτική βοήθεια στην Ευρώπη ενάντια στις δυνάμεις του Χίτλερ, εκείνοι αντέδρασαν και το καταψήφισαν. Αλλά και λίγα χρόνια αργότερα, όταν η αμερικανική Γερουσία θα καλούνταν να τοποθετηθεί επί της ένταξης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ το 1949, Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές, όπως ο Ρόμπερτ Ταφτ, είχαν στηλώσει τα πόδια αρνούμενοι να την επικυρώσουν. Ο Ταφτ θα διεκδικούσε μάλιστα εν συνεχεία, το 1952, το προεδρικό χρίσμα της συντηρητικής παράταξης ενάντια στον Αϊζενχάουερ. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ιστορικός Ντέιβιντ Α. Νίκολς στο βιβλίο του υπό τον τίτλο «Eisenhower 1956: The President’s Year of Crisis – Suez and the Brink of War» («Αϊζενχάουερ 1956: Η χρονιά της κρίσης για τον πρόεδρο – Το Σουέζ και τα πρόθυρα του πολέμου», σε ελεύθερη ελληνική μετάφραση), η ανάγκη να ηττηθεί η απομονωτιστική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος», την οποία εξέφραζε τότε ο Ταφτ, ήταν μάλιστα ένας από τους βασικούς λόγους που είχαν κάνει τον -ήρωα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου- Ντουάιτ Αϊζενχάουερ «να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία».

Ο Τσακ Χέιγκελ υπογράμμιζε, πριν από 20 χρόνια, ότι οι ΗΠΑ πρέπει να επεκτείνουν τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και να συμβάλουν στην ενίσχυση των παγκοσμίων θεσμών και συμμαχιών, ξεκινώντας από τα Ηνωμένα Έθνη και το ΝΑΤΟ.

Αϊζενχάουερ – Νίξον – Ρέιγκαν

Με την νίκη του Αϊζενχάουερ και την άνοδό του στην προεδρία των ΗΠΑ (Ιανουάριος 1953 – Ιανουάριος 1961), το Ρεπουμπλικανικό κόμμα εισέρχεται πια σε μια «διεθνιστική» φάση την οποία θα κρατήσουν ζωντανή τις επόμενες δεκαετίες πολιτικοί, όπως ο Ρίτσαρντ Νίξον (που επιχείρησε το άνοιγμα των ΗΠΑ στην Κίνα του Μάο, ως μέσο ανάσχεσης της σοβιετικής ισχύος) και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν (που διακρίθηκε ως φίλος της ελεύθερης αγοράς και μέγας εχθρός των κομμουνιστών).

Η ψυχροπολεμική ιστορική συγκυρία όχι μόνο ευνοεί, αλλά και επιβάλλει μια τέτοιου τύπου εξωστρέφεια από την πλευρά της αμερικανικής ηγεσίας, καθώς το αντίπαλο κομμουνιστικό δέος της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας δεν αφήνει περιθώρια έκφρασης στον αμερικανικό απομονωτισμό τον οποίο καθιστά από ανεπίκαιρο έως και εθνικά επιζήμιο.

«Πρώτα η Αμερική»

Ωστόσο, στη μετά-Ρέιγκαν εποχή, τα δεδομένα αρχίζουν σταδιακά να αλλάζουν. «Όταν διαλύθηκαν οι κομμουνιστικές και σοβιετικές απειλές, μαζί τους διαλύθηκε και η κόλλα που κρατούσε ενωμένους τους Ρεπουμπλικάνους στα θέματα εθνικής ασφάλειας», γράφει ο Τζέραλντ Σάιμπ.

Τρεις δεκαετίες έπειτα από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, οι Ρεπουμπλικάνοι αναζητούν πια μια νέα πορεία πλεύσης στις διεθνείς υποθέσεις, με τις απομονωτιστικές τάσεις να έχουν όμως, εν τω μεταξύ, ενισχυθεί σημαντικά στο εσωτερικό της παράταξης. Όσα προηγήθηκαν τις περασμένες δύο δεκαετίες -με τους υψηλού κόστους πολέμους των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν, την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, τη συρρίκνωση της αμερικανικής βιομηχανικής βάσης και τη παγκοσμιοποίηση- λειτουργούν πια ως βάση επιχειρηματολογίας για την πλευρά των απομονωτιστών. Δικαιολογώντας συνθήματα, όπως, για παράδειγμα, το «Πρώτα η Αμερική» («America First»), οι ρίζες του οποίου πάνε πίσω όχι στον Τραμπ και τις προεδρικές εκλογές του 2016, αλλά στον …Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τραμπ ή Χέιλι;

Μόλις λίγους μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, τον ερχόμενο Νοέμβριο, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα δείχνει να βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, ενώ καλείται να επιλέξει ως υποψήφιο τον Ντόναλντ Τραμπ, που είναι και το φαβορί, ή τη Νίκι Χέιλι.

Σύμφωνα με όσα έγραφαν σε μακροσκελή ανάλυσή τους οι Financial Times στις 23 Ιανουαρίου, η Νίκι Χέιλι είναι «παραδοσιακό Ρεπουμπλικανό γεράκι στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής», ενώ αντιθέτως ο Τραμπ εκφράζει περισσότερο «απομονωτιστικές» τάσεις, καθώς επικρίνει την αμερικανική εμπλοκή σε πολέμους και συμμαχίες. «Ο Τραμπ απορρίπτει τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό, βλέπει με σκεπτικισμό τις παραδοσιακές συμμαχίες των ΗΠΑ, μεταξύ αυτών και το ΝΑΤΟ, και εκφράζει την προθυμία να συνάψει συμφωνίες με αυταρχικούς ηγέτες, όπως είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας και ο Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας», γράφουν οι FT. Πράγματι, από το βήμα ομιλίας του στο Νιού Χαμσάιρ στις 22 Ιανουαρίου 2024, ο Τραμπ υποστήριξε ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα δεν πρόκειται να αφήσει τις ΗΠΑ να επιστρέψουν στην εποχή κατά την οποία ξόδευαν «τρισεκατομμύρια επί τρισεκατομμυρίων σε ατελείωτους πολέμους παντού στον κόσμο, σε χώρες που δεν έχουν ακούσει ποτέ οι Αμερικανοί ψηφοφόροι». Δύο ημέρες νωρίτερα, και πάλι από την πολιτεία του Νιου Χαμσάιρ, ο 77χρονος Τραμπ είχε πλέξει το εγκώμιο του -οπαδού της «ανελεύθερης δημοκρατίας»- Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν, τον οποίο η δεξιά πτέρυγα του αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος προσεγγίζει άλλωστε εδώ και καιρό ως πρότυπο. «Είναι ωραίο να έχεις έναν ισχυρό άνδρα να διευθύνει τη χώρα σου», δήλωσε ο Τραμπ, χαρακτηρίζοντας τον Όρμπαν «σπουδαίο άνδρα» και «σπουδαίο ηγέτη».

Από την άλλη πλευρά, η 52χρονη Νίκι Χέιλι υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν την πολυτέλεια να αποδεσμευτούν από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς αυτό θα επέτρεπε στους μεγαλύτερους αντιπάλους τους, στην Κίνα και στη Ρωσία μεταξύ άλλων, να αρχίσουν να δρουν κατά τρόπο ανεξέλεγκτο στη διεθνή σκηνή. Στο ίδιο πλαίσιο, η Χέιλι προειδοποιεί ότι, εάν οι ΗΠΑ δεν συνεχίσουν να βοηθούν την Ουκρανία, τότε η Ρωσία μπορεί να εισβάλει εν συνεχεία στην Πολωνία και στις χώρες της Βαλτικής, αναγκάζοντας τότε τις Ηνωμένες Πολιτείες να παρέμβουν δεδομένων των υποχρεώσεων που εξακολουθούν να έχουν ως χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ.

Ο Ρίτσαρντ Νίξον (αριστερά) επιχείρησε το άνοιγμα των ΗΠΑ στην Κίνα του Μάο, ως μέσο ανάσχεσης της σοβιετικής ισχύος, ενώ ο Ρόναλντ Ρέιγκαν (δεξιά) διακρίθηκε ως φίλος της ελεύθερης αγοράς και μέγας εχθρός του κομμουνισμού.

Όμως, η Χείλι επιτίθεται στον Τραμπ και για άλλον έναν λόγο: επειδή εκείνος αρέσκεται να συναναστρέφεται «αυταρχικούς εχθρούς» των ΗΠΑ. «Δεν μπορείς να έχεις κάποιον (σ.σ. για ηγέτη), ο οποίος προσπαθεί να κάνει παρέα με δικτάτορες που θέλουν να μας σκοτώσουν», σημειώνει η Χέιλι, ανασύροντας με επικριτική διάθεση το bromance («ειδύλλιο») που είχαν αναπτύξει οι κ.κ. Τραμπ και Πούτιν την περίοδο 2016-2020. Ένα «ειδύλλιο» το οποίο είχε μάλιστα αποκτήσει σάρκα και οστά κατά τη συνάντηση των δύο ηγετών, στο Ελσίνκι, το καλοκαίρι του 2018. «Η Χέιλι στρέφεται στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής με σκοπό να επικρίνει τον Τραμπ. Έχει κατηγορήσει τον πρώην πρόεδρο ότι είχε ειδύλλιο με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και ότι έστελνε ‘ερωτικές επιστολές’ στον Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας μετά τον θάνατο του Αμερικάνου φοιτητή Ότο Γουόρμπιερ ο οποίος είχε φυλακιστεί από το καθεστώς του Κιμ», γράφει σχετικά η Washington Post.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σύζυγος της Χέιλι, Μάικλ Χέιλι, είναι μέλος της Εθνοφρουράς (Army National Guard) με την οποία έχει υπηρετήσει και σε αποστολές εκτός των αμερικανικών συνόρων. Γεγονός το οποίο επιχειρεί να «αξιοποιήσει» η ομάδα της 52χρονης υποψήφιας, προκειμένου να κάνει προεκλογικό άνοιγμα στις οικογένειες των βετεράνων και των εν ενεργεία στρατιωτών.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, το «στρατόπεδο» του Τραμπ αντεπιτίθεται, παρουσιάζοντας την Χέιλι ως «πολεμοκάπηλο». «Η Νίκι Χέιλι θα τους στείλει όλους, και τα παιδιά τους μαζί, να πεθάνουν σε κάθε πόλεμο γιατί πρέπει να ικανοποιήσει τους ανθρώπους της Boeing και της Lockheed Martin. Αυτή είναι ίσως περισσότερο πολεμοχαρής από κάθε άλλον εκεί έξω», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ, υιός του Τραμπ, σε προεκλογική εκδήλωση στις 22 Ιανουαρίου, στρέφοντας τα πυρά της κριτικής του όχι μόνο στην ίδια τη Χέιλι αλλά και σε κάποιες από τις μεγαλύτερες αμυντικές βιομηχανίες των ΗΠΑ. Το γεγονός αυτό προκαλεί, αν μη τι άλλο, εντύπωση.

Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, λοιπόν, οι αναλυτές των FT βλέπουν πίσω από τη «μάχη» Τραμπ-Χέιλι για το προεδρικό χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, να συγκρούονται δύο οράματα εξωτερικής πολιτικής που είναι ανταγωνιστικά το ένα προς το άλλο και σε μεγάλο βαθμό αντικρουόμενα.

Η άλλη άποψη

Υπάρχει, ωστόσο, και η άλλη άποψη. «Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, ο Τραμπ και η Χείλι δεν είναι τόσο διαφορετικοί όσο ισχυρίζονται», γράφει ο Ανταμ Τέιλορ στην Washington Post, υπογραμμίζοντας ότι αυτή δεν είμαι μια μάχη ανάμεσα σε ένα «γεράκι» και έναν απομονωτιστή.

Η Νίκι Χέιλι ήταν μόνιμη αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ για ένα διάστημα περίπου δύο ετών, την εποχή που πρόεδρος ήταν ο Ντ. Τραμπ. Τη θητεία της στα Ηνωμένα Έθνη την είχε περάσει, πλέκοντας το εγκώμιο της εξωτερικής πολιτικής της διοίκησης Τραμπ, όπως λέγεται, ενώ πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ν’ αρχίσει να ασκεί δημοσίως κριτική στον πρώην Πρόεδρο. Οι επικριτές της υπενθυμίζουν ότι η Χέιλι είχε εκφράσει στο παρελθόν «τραμπικές» θέσεις, όταν υποστήριζε για παράδειγμα ότι «ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει εξαγοραστεί από τους Κινέζους», όταν μιλούσε υπέρ της «αποχρηματοδότησης του ΟΗΕ» αλλά και όταν ζητούσε να κοπούν τα χρήματα που έστελναν οι ΗΠΑ στην Υπηρεσία Αρωγής του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες (UNRWA).

«Δεν πρόκειται να αλλάξουν πολλά»

«Μια νέα προεδρία Τραμπ δεν πρόκειται να αλλάξει πολλά στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ», σημειώνει, από την πλευρά του, ο Αμερικανός ακαδημαϊκός, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, Στίβεν Γουόλτ, αποδοκιμάζοντας μάλιστα ως «υπερβολικούς» όσους εκφράζουν τέτοιους φόβους. «Αν στραφούμε στην εξωτερική πολιτική, οι διαφορές δεν είναι τόσο έντονες. Πολλοί φοβούνται ότι μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα είχε δραματικές επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, αλλά εκτιμώ ότι οι διαφορές θα είναι λιγότερο σημαντικές από όσο αυτοί νομίζουν. Ο Τραμπ θα είναι αλλοπρόσαλλος, άστατος, άξεστος, και συγκρουσιακός -ιδιαίτερα απέναντι στους συμμάχους της Αμερικής στο ΝΑΤΟ- ακριβώς όπως ήταν δηλαδή και κατά την πρώτη του θητεία. Ωστόσο, από άλλες απόψεις, μια δεύτερη θητεία Τραμπ μπορεί να μην είναι και τόσο διαφορετική από ό,τι θα ήταν μια δεύτερη θητεία Μπάιντεν», κρίνει ο Γουόλτ. Σύμφωνα με τον καθηγητή του Χάρβαρντ, είτε νικήσει ο Τραμπ είτε ο Μπάιντεν, κάποια πράγματα θα είναι παρόμοια, εάν όχι ίδια: και οι δύο θα επιχειρήσουν να διαπραγματευτούν το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία μετά τον Ιανουάριο του 2025, και οι δύο θα συνεχίσουν να βλέπουν ανταγωνιστικά την Κίνα, και οι δύο θα συνεχίσουν να στηρίζουν το Ισραήλ, χωρίς πάντως να μπορούν να το ελέγξουν.

Ο πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπόρις Τζόνσον, παρουσιάζεται να έχει την ίδια άποψη, την οποία βασίζει σε διαφορετική επιχειρηματολογία. Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ με πρόεδρο τον Τραμπ δεν θα είναι πολύ διαφορετική από ό,τι υπό την προεδρία της Χέιλι ή του Μπάιντεν. Όχι επειδή δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των τριών αλλά επειδή, ειδικά στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, ο Τραμπ άλλα λέει και άλλα κάνει. Αυτό είναι το επιχείρημα του Τζόνσον. Σε άρθρο που δημοσίευσε στη Daily Mail στις 19 Ιανουαρίου, ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός δεν θυμάται την τετραετία της προεδρίας Τραμπ ως μια περίοδο απομονωτισμού. Αντιθέτως, υπενθυμίζει τα αμερικανικά πλήγματα στη Συρία, την εξόντωση του Ιρανού ανώτατου στρατιωτικού Κασέμ Σολεϊμάνι στο Ιράκ, αλλά και το ότι η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία ήταν μεγαλύτερη επί Τραμπ από ό,τι επί Ομπάμα.

«Ο Τραμπ διαφέρει από τους πολιτικούς αντιπάλους του όχι ως προς τον απομονωτισμό του, αλλά επειδή σπεύδει να αγκαλιάσει τον αυταρχισμό», γράφει ο Άνταμ Τέιλορ στην Washington Post.

Ο πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπόρις Τζόνσον (αριστερά), προβλέπει ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, με πρόεδρο τον Τραμπ, δεν θα είναι πολύ διαφορετική από ό,τι υπό την προεδρία της Χέιλι ή του Μπάιντεν. Όχι επειδή δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των τριών αλλά επειδή, ειδικά στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, ο Τραμπ «άλλα λέει και άλλα κάνει».

Ανησυχία στην Ευρώπη

Πάντως, στην Ευρώπη, πολλοί δεν κρύβουν πια τις ανησυχίες τους, οι οποίες μάλιστα εντείνονται, καθώς προσεγγίζουμε τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Ο Μάνφρεντ Βέμπερ, επικεφαλής της ομάδας του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωκοινοβούλιο, δήλωσε, μιλώντας στο Politico, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να προετοιμαστεί για έναν πόλεμο χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ. Προσθέτει ότι θα πρέπει να οικοδομήσει τη δική της ατομική ασπίδα-πυρηνική ομπρέλα, αναφερόμενος στα πυρηνικά όπλα που διατηρούν, επί του παρόντος, οι ΗΠΑ σε νατοϊκές αεροπορικές βάσεις στο Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία και την Τουρκία.

«Είναι έτοιμη η Ευρώπη να πολεμήσει μόνη της τον Πούτιν;», διερωτάται από την πλευρά του ο Ίβο Ντάαλντερ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, μέσω άρθρου που δημοσίευσε στο Politico. Ο Ντάαλντερ επισημαίνει πως ο Τραμπ έχει κατ’ επανάληψη, τα περασμένα χρόνια, αποκηρύξει το ΝΑΤΟ ως «νεκρό» και «ξεπερασμένο». «Δεν δίνω δεκάρα για το ΝΑΤΟ», φέρεται να είχε πει απευθυνόμενος στον Τζον Μπόλτον, όταν ο τελευταίος ήταν ακόμη σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου. «Εάν η Ευρώπη δεχθεί επίθεση, δεν θα έρθουμε να σας στηρίξουμε», φέρεται να είχε πει απευθυνόμενος στην πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προαναγγέλλοντας την αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. Μία αποχώρηση την οποία Αμερικανοί αξιωματούχοι λέγεται ότι είχαν αποτρέψει, την τελευταία στιγμή, το 2018. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, ο Τραμπ έχει πλέξει δημοσίως το εγκώμιο του Πούτιν τον οποίο έχει χαρακτηρίσει «ιδιοφυΐα», αλλά και της Χεζμπολά που είναι «πολύ έξυπνη», ενώ έχει παράλληλα διαμηνύσει ότι μπορεί να «τελειώσει» τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε «ένα 24ωρο». Τι θα γίνει, άραγε, εάν επιστρέψει ο Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ; Μπορεί, όντως, να επιχειρήσει να βγάλει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το ΝΑΤΟ; Κάτι τέτοιο μπορεί και να μη γίνει. Η εμπιστοσύνη των συμμάχων ωστόσο προς τις ΗΠΑ κατά πάσα πιθανότητα θα πληγεί. Ή, μάλλον, έχει αρχίσει ήδη να πλήττεται.