Η εξέλιξη της προωθημένης πολιτικής της Ελλάδας στη Μέση Ανατολή
Του Φώτη Τεγόπουλου*
Δίχως αμφιβολία, η Ελλάς συγκαταλέγεται στις χώρες που, εκ της θέσεώς της, οφείλει να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στα γεωπολιτικά δρώμενα, εκμεταλλευόμενη φυσικά τη συμμετοχή της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς (Ε.Ε. & ΝΑΤΟ), αναπτύσσοντας παράλληλα διμερείς και πολυμερείς συνεργασίες με χώρες ευνοϊκά διακείμενες προς τις θέσεις της. Η χώρα βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι. Υπό την έννοια πως μπορεί και πρέπει να αναπτύξει ηγετικό ρόλο σε μια σειρά περιοχών, όπως τα Βαλκάνια, η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική. Οι παίκτες, που εμπλέκονται είτε άμεσα είτε έμμεσα στις διαδικασίες που αφορούν αυτές τις περιοχές του πλανήτη, είναι πάρα πολλοί με την ανάπτυξη των συναφών μπλοκ να είναι εμφανής. Ειδικότερα, η Μέση Ανατολή μπορεί να πει κάποιος πως είναι η περιοχή με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και ανταγωνισμό, καθώς οι μεγάλες δυνάμεις -και μέσω των αντιπροσώπων τους- επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τα συμφέροντα και την επιρροή τους.

Σε ότι αφορά την Ελλάδα ειδικότερα, έγιναν δύο αξιόλογες απόπειρες για την ανάπτυξη και την οικοδόμηση σε στέρεες βάσεις με τις χώρες του αραβικού κόσμου, σε διαφορετικές χρονικές και γεωπολιτικές περιόδους: η πρώτη εξ’ αυτών παρατηρείται στη δεκαετία του 1980, με απαρχές ήδη από την προηγούμενη και η δεύτερη από το 2010 κι έπειτα, με την εμβάθυνση να ξεκινά κυρίως από το 2015-16 μέχρι και τις μέρες μας. Η ειδοποιός διαφορά των δύο αυτών προσπαθειών είναι πως στη δεύτερη το Ισραήλ είναι ζωτικής σημασίας εταίρος της χώρας μας, αλλά και των περισσοτέρων συμμετεχουσών αραβικών χωρών. Εν αντιθέσει με την πρώτη, όπου δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί επίσημα από την Ελλάδα, κάτι που έλαβε χώρα το 1990.
Η χώρα μας επεδίωξε τη σύσφιξη των σχέσεών της με τον αραβικό κόσμο, με στόχο να εξασφαλίσει την υποστήριξή του για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος. Όπως γίνεται αντιληπτό, η στόχευση για την εξισορρόπηση της Τουρκίας ήταν δεδομένη, λόγω και της αδιαλλαξίας της αναφορικά με μια δίκαιη επίλυση του ζητήματος, κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου. Επιπρόσθετα, δεν θα πρέπει να λησμονεί κάποιος και τις ανησυχίες από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων αναφορικά με τις μειονότητες που διαβιούσαν και διαβιούν στις χώρες του αραβικού κόσμου. Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι η ενίσχυση των διμερών σχέσεων και η οικοδόμηση μιας αμοιβαίας επωφελούς συνεργασίας, ανάμεσα στα μέρη, θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα ως προς την αντιμετώπιση των ελληνικών πληθυσμών από τα αραβικά κράτη.

Κοινός παρονομαστής της πρώτης αξιόλογης προσπάθειας σύσφιξης των δεσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και τον αραβικό κόσμο ήταν η αρνητική στάση έναντι του Ισραήλ. Η τελευταία εκδηλώθηκε έντονα από τον Ανδρέα Παπανδρέου κατά την πρώτη, κυρίως, περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1985), όταν οι σχέσεις με την Παλαιστίνη και άλλα «ριζοσπαστικά καθεστώτα» εκείνη την περίοδο ήταν εξαιρετικά καλές, εμπεριέχοντας την παρόρμηση από την ιδεολογία του «τρίτου κόσμου» και περιλαμβάνοντας μια πολύ αρνητική στάση και έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Ενδεικτικές του κλίματος, που επικρατούσε την εποχή εκείνη, ήταν οι διαδηλώσεις υπέρ των Παλαιστινίων και οι συναντήσεις με ηγέτες κρατών της Μέσης Ανατολής που «υπέφεραν από το δυτικό ιμπεριαλισμό», όπως ο πρόεδρος της Συρίας Hafez al – Assad. Εν κατακλείδι, η χώρα μας κρατούσε σαφείς αποστάσεις από το Ισραήλ, επιθυμώντας να προσεταιριστεί τα αραβικά κράτη που βρίσκονται γύρω του για λόγους γεωπολιτικούς, εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων και ιδεολογικούς.
Παράλληλα, η εξάρτηση της Ελλάδος, σε αξιόλογο βαθμό, από τις χώρες πετρελαιοπαραγωγούς της Μ. Ανατολής έπαιξε και αυτή το δικό της ρόλο, καθώς η ομαλότητα και η σύμπνοια στις διμερείς σχέσεις συνεπάγεται κατά κανόνα ομαλή και απρόσκοπτη τροφοδοσία της χώρας.
Την ίδια στιγμή, Τουρκία και Ισραήλ άρχιζαν να βελτιώνουν τις σχέσεις τους , με αποκορύφωμα τη δεκαετία του 1990, όταν υπέγραψαν 20 συμφωνίες στον αμυντικό τομέα, παρά τα όποια σκαμπανεβάσματα (λόγω των αραβοϊσραηλινών πολέμων) και τις μεταπτώσεις που προέρχονταν από την τουρκική κυρίως πλευρά, διατηρώντας ως το 2009-10 αυτές τις πολύ καλές σχέσεις, οι οποίες είχαν το χαρακτήρα «στρατηγικής συμμαχίας» και έχαιραν της υποστήριξης των ΗΠΑ λόγω της σημασίας τους για την σταθερότητα και την ασφάλεια της περιοχής. Επίσης, η ύπαρξη κοινών απειλών (βλ. Συρία) ήταν καθοριστική ως προς την περεταίρω εμβάθυνση των διμερών σχέσεων.

Το 2010 ήταν μια χρονιά σταθμός για την προσέγγιση Ελλάδας-Ισραήλ, καθώς οι τότε ηγέτες των δύο κρατών, Γιώργος Παπανδρέου και Βενιαμίν Νετανιάχου, βάζουν την υπογραφή τους στην ενίσχυση και την πλήρη εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. Ο παράγοντας-κλειδί, για την πλήρη και ουσιαστική αποκατάστασή τους, ήταν η ρήξη της Τουρκίας με το Ισραήλ με αφορμή την αντιπαράθεση Πέρες-Ερντογάν το 2009 στο Νταβός της Ελβετίας και, φυσικά, την επίθεση εναντίον του σκάφους «Mavi Marmara», το 2010 που οδήγησε τις δυο πλευρές σε «πάγωμα» οιασδήποτε αξιοσημείωτης προσπάθειας ομαλοποίησης του κλίματος. Να σημειωθεί, επίσης, πως από το 2013 οι δύο χώρες δεν διαθέτουν πρεσβευτές στο έδαφός τους. Δείγμα του «βαρομετρικού χαμηλού» το οποίο επηρεάζει τις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις.
Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι κατά τεκμήριο τρεις φιλελεύθερες δημοκρατίες της περιοχής (Ελλάδα, Κύπρος και Ισραήλ), συσφίγγοντας, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, τους δεσμούς τους και αναπτύσσοντας ένα ισχυρό πλέγμα συνεργασιών και με άλλες χώρες της περιοχής, όπως ο Λίβανος και η Ιορδανία. Κορυφαία στιγμή αποτελεί φυσικά ο αγωγός EastMed, η διακυβερνητική συμφωνία του οποίου υπεγράφη στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2020. Είναι ένα έργο που, παρά τα τεχνικά και οικονομικά του εμπόδια, μπορεί ακόμη να προχωρήσει για γεωπολιτικούς λόγους. Ωστόσο τα όποια βήματα πρέπει να γίνουν το συντομότερο δυνατό, ώστε να υλοποιηθεί πριν από τη σταδιακή απεξάρτηση των οικονομιών της Ε.Ε. από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που αποτελεί στόχο της (κλιματική ουδετερότητα ως το 2050 σύμφωνα με την «Πράσινη Συμφωνία») και προτού οι τιμές καταστούν μη ανταγωνιστικές.
Η σύγκλιση απόψεων σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής (ενέργεια, τουρισμός, μεταφορές και πλέον πανδημίας), από κοινού με την ανάσχεση της τουρκικής απειλής, διαδραμάτισαν το δικό τους ρόλο. Σε συνδυασμό, φυσικά, με την αμέριστη υποστήριξη των ΗΠΑ που, μέσω αυτών των συνεργασιών, προσβλέπουν σε ένα περιβάλλον ειρηνικό και αρμονικό, αναφορικά με την ειρήνη στη Μέση Ανατολή και τη μείωση της εξάρτησης της Ε.Ε. από τη Ρωσία στον ενεργειακό τομέα.

Αναμφίβολα όμως, οι εξελίξεις μετά το μνημόνιο Τουρκίας -Λιβύης του Νοεμβρίου του 2019 μπορούν να χαρακτηριστούν ως καταιγιστικές, με την Ελλάδα να ισχυροποιεί ακόμα περισσότερο τη θέση της στη Μέση Ανατολή, μέσα από μια σειρά ενεργειών, συναντήσεων και συμφωνιών. Ξεκινώντας, η υπογραφή της συμφωνίας μερικής οριοθέτησης με την Αίγυπτο το 2020 είναι ζωτικής σημασίας για την εξουδετέρωση του παρανόμου μνημονίου για τις θαλάσσιες ζώνες και την ουσιαστική έναρξη άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και θέτει το πλαίσιο για την επίλυση συναφών ζητημάτων, όπου υφίστανται και με τις άλλες χώρες της περιοχής (βλ. Λιβύη). Επιπρόσθετα, η υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας με τα ΗΑΕ, τον περασμένο Νοέμβριο, συμβάλλει αποφασιστικά στην αμυντική θωράκιση της χώρας, ομού βεβαίως μετά των προσπαθειών της χώρας για την ανασύσταση της αμυντικής της βιομηχανίας και την ανάπτυξη των εξοπλιστικών της προγραμμάτων.
Στη λογική αυτή εντάσσεται και η μεταφορά της συστοιχίας των ελληνικών Patriot στη Σαουδική Αραβία και η ελληνική συνδρομή στην πολυεθνική άμυνα της χώρας, όπως εκφράστηκε και από την επίσκεψη των Υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας στις 20 Απριλίου. Μέσα στο 2020 και το 2021 έλαβαν χώρα πολυάριθμες συναντήσεις αξιωματούχων της Ελλάδας και των αραβικών χωρών, οι σχέσεις απέκτησαν βάθος και οι προοπτικές χαρακτηρίζονται ως εξαιρετικές.
Αναφορικά με την ελληνική παρουσία στη Λιβύη, η τελευταία απέκτησε σάρκα και οστά μετά τις επισκέψεις των κυρίων Μητσοτάκη και Δένδια στην Τρίπολη και τη Βεγγάζη, μαζί με την επαναλειτουργία της πρεσβευτικής και προξενικής μας αρχής για πρώτη φορά μετά το 2014. Θετικό είναι πως συνομιλίες διεξήχθησαν και επί ελληνικού εδάφους, όπως αυτές αντανακλώνται από την επίσκεψη του επικεφαλής του μεταβατικού Προεδρικού Συμβουλίου της χώρας Μ. Μένφι. Ο στόχος, διττός: η «αδρανοποίηση» του μνημονίου για τις θαλάσσιες ζώνες και η επαναφορά της Ελλάδας στο προσκήνιο σε ότι αφορά την πορεία της Λιβύης, κυρίως, μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2021, οπότε και λήγει η θητεία της μεταβατικής κυβέρνησης.

Μείζονος σημασίας ήταν και η παρουσία του κ. Ν. Δένδια στις 14 Απριλίου στην Άγκυρα, απ’ όπου έστειλε ένα κρυστάλλινο και ξεκάθαρο μήνυμα αναφορικά με τις ελληνικές θέσεις τόσο στην Τουρκία (κοινή απειλή για τις χώρες που συνεργάζονται με την Ελλάδα), όσο και στις αραβικές χώρες, αλλά και εκείνες που επιθυμούν να μεσολαβήσουν για την εξομάλυνση στα ελληνοτουρκικά. Η σταθερότητα και η συνέπεια λόγων και έργων είναι αποφασιστικής σημασίας για τη συνέχιση αυτού του πλέγματος συνεργασίας που αναπτύσσεται από τη Γαλλία ως την Ινδία, με τις συμμετέχουσες χώρες να διαμορφώνουν ενιαία γραμμή και θέση.
Την ίδια στιγμή, τα ανοιχτά μέτωπα της Τουρκίας, με χώρες όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, φέρνουν ακόμη πιο κοντά την Ελλάδα με τα αραβικά κράτη στη βάση της εξισορρόπησης της γείτονος. Συγκεκριμένα, η υποστήριξη της Τουρκίας προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και η παρουσία μισθοφορικών στρατευμάτων στη Λιβύη δυσχεραίνουν κατά πολύ την προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων των δύο χωρών, ενώ η δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι το 2018 στο Σαουδαραβικό Προξενείο της Κωνσταντινούπολης και τα απόνερα αυτής συνιστά το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη επαναφορά των σχέσεων με το Βασίλειο στην κανονικότητα. Δεν θα πρέπει, φυσικά, να ξεχνάμε τον ανταγωνισμό με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σε πολλά επίπεδα, όπως στο Λιβυκό, αλλά και τις ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας σε περιφερειακό επίπεδο, μαζί βέβαια με τη ρήξη με το Ισραήλ, την τελευταία δεκαετία.
Συμπερασματικά, κοινός παρονομαστής και στις δύο απόπειρες προσεταιρισμού του αραβικού κόσμου ήταν η τουρκική εξισορρόπηση, με τη μεγάλη διαφοροποίηση να έγκειται στην ένταξη και του Ισραήλ στην πρώτη περίπτωση μέσα και από τις Συμφωνίες του Αβραάμ, που φέρουν τη σφραγίδα των ΗΠΑ. Στη δεύτερη, η σύμπνοια και η ενότητα των περισσοτέρων ελληνικών κομμάτων κάνει τη διαφορά, σε μια περίοδο γενικευμένης αστάθειας σε πολλά μέτωπα, γεγονός που λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος. Ας ελπίσουμε να είναι ανάλογη και η συνέχεια στο μέλλον. Ταυτόχρονα, η καθολική στήριξη των Αμερικανών στο νέο μοτίβο συνεργασίας, που διαμορφώνεται από το 2010 και μετά, είναι εμφανής. Εν αντιθέσει με την πρώτη προσπάθεια, στην οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε προσδώσει και αντιαμερικανικά χαρακτηριστικά. Διαφορά εντοπίζεται και στο χρονικό-γεωπολιτικό πλαίσιο, με την πρώτη απόπειρα να τοποθετείται ψυχροπολεμικά, ενώ η δεύτερη εκτυλίσσεται σ’ ένα πολυπολικό σύστημα γεμάτο αστάθεια και προκλήσεις. Η Ελλάς ανακαλύπτει ξανά τη γειτονιά της, χτίζει ισχυρές συμμαχίες και ενισχύει πολλαπλά τη θέση της. Διορθώνει τα λάθη του παρελθόντος και αναβαθμίζεται στα μάτια φίλων και εχθρών.

*MSc Political Science – European Politics & External Relations στο University of Amsterdam και απόφοιτος τμήματος ΔΕΣ Πανεπιστημίου Πειραιώς