Του Δρος Ευάγγελου Βενέτη*

Στη φωτογραφία συχνά οι Κάσιοι και οι Ψαριανοί επιχειρούσαν και κατά της Αιγύπτου, όπως φανερώνει η αποτυχημένη απόπειρα του Κανάρη να πυρπολήσει τον στόλο του Μοχάμεντ Άλι στην Αλεξάνδρεια (1825).

Η μελέτη της Επανάστασης του 1821 έχει, δικαίως, επικεντρωθεί στις πολεμικές και πολιτικές εξελίξεις στο ελληνόφωνο νότιο άκρο της Χερσονήσου του Αίμου, δηλαδή τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο σε επίπεδο χερσαίων επιχειρήσεων, καθώς και στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου από ναυτικής άποψης. Αυτός άλλωστε ήταν ο κύριος χώρος εκδήλωσης κι επιτυχίας της Επανάστασης.

Ωστόσο το επαναστατικό κίνημα, αν και σε μικρότερη έκταση λόγω οθωμανικής υπεροπλίας εκεί, εκδηλώθηκε σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό φάσμα το οποίο περιελάμβανε τα βορειότερα εδάφη της Χερσονήσου, ελληνόφωνα και μη, τις δυτικές ακτές της Μ. Ασίας, την Κρήτη και την Κύπρο.

Η προσπάθεια των επαναστατικών σχεδίων να οργανώσουν τον ξεσηκωμό στην Κρήτη και την Κύπρο αποκτούσε ιδιαίτερο γεωπολιτικό ενδιαφέρον, καθώς διεύρυνε το μέτωπο των επιχειρήσεων σε βαθμό που οι ίδιοι οι επαναστάτες δεν ήταν σε θέση να διαχειριστούν σε επίπεδο επιχειρησιακό, λογιστικό, εφοδίων κλπ. Παρόλα αυτά, υπήρξαν προσπάθειες να οργανωθεί ένα δεύτερο μέτωπο στην Αν. Μεσόγειο με επίκεντρο την Κύπρο και τις απέναντι ακτές του Λιβάνου, της Συρίας και της Παλαιστίνης ανατολικά, της Καραμανίας βόρεια και της Αιγύπτου νότια. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην προσπάθεια διάνοιξης δεύτερου μετώπου στην Αν. Μεσόγειο σε συνδυασμό με το Αιγαίου είχαν δύο νησιά.

Η τιμωρητικού χαρακτήρα ολοκληρωτική καταστροφή των εύρωστων ναυτικά και πληθυσμιακά νησιών των Ψαρών και της Κάσου το θέρος του 1824 δεν αιφνιδίασε όσους γνώριζαν τα πολεμικά δεδομένα, κι ιδιαίτερα την οθωμανική διοίκηση. Λίγους μήνες από πριν την εκδήλωση της Επανάστασης και κατά τα πρώτα τρία χρόνια κατόπιν, τα ψαριανά σκάφη είχαν επιδοθεί σε συστηματικές επιδρομές στα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας ενώ τα σκάφη της Κάσου επέδραμαν συστηματικά, κυρίως, στην περιοχή μεταξύ Κύπρου και νότιας μικρασιατικής ακτής έως τη Συρία και το Λίβανο, χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσα σημεία αφύλακτα (από την οθωμανική διοίκηση) σημεία των κυπριακών ακτών. Με αυτόν τον τρόπο, οι επαναστάτες επεδίωξαν και πέτυχαν κατά τα πρώτα χρόνια να παρεμποδίσουν την οθωμανική ναυτική δραστηριότητα, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι στο κύριο μέτωπο στην Πελοπόννησο και τη Στερεά.

Σύμμαχος στα ασύμμετρου χαρακτήρα ελληνικά ναυτικά σχέδια ήταν η κατάσταση παρακμής στην οποία βρισκόταν η οθωμανική διοίκηση στην Αν. Μεσόγειο. Στην αποδυνάμωση της οθωμανικής διοίκησης στον αραβικό κόσμο είχε συμβάλει σημαντικά η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη μόλις 22 χρόνια πριν, μία εκστρατεία η οποία αν και βραχύβια, άφησε ανεξίτηλα το σημάδι της σε μακροχρόνια βάση στις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, και δη την Αίγυπτο.

Κοινωνικά δίκτυα εμπόρων, ιεραποστολών, διπλωματικών αποστολών και τραπεζιτών άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται από την Δύση στην Αν. Μεσόγειο, εισάγοντας στον αραβικό κόσμο την εθνογέννεση και την εκκοσμίκευση. Η επιρροή του λεγόμενου Διαφωτισμού στην οθωμανική αραβική ελίτ της Αιγύπτου, της Συρίας, του Λιβάνου και της Παλαιστίνης ενίσχυσε τον αραβικό εθνικισμό και τα αποσχιστικά κινήματα.

Υπό αυτό το πρίσμα ερμηνεύονται καλύτερα οι σχέσεις των Επαναστατών από την Ελλάδα με το Εμιράτο του Λιβάνου και η αποδυναμωμένη οθωμανική άμυνα στις ακτές της Καραμανίας, της Κύπρου και της Συρίας. Οι επιδρομές των Κασίων ανάγκαζαν τους οθωμανικούς πληθυσμούς να καταφεύγουν στην ενδοχώρα της Καραμανίας. Συχνά οι Κάσιοι και οι Ψαριανοί επιχειρούσαν και κατά της Αιγύπτου, όπως φανερώνει η αποτυχημένη απόπειρα του Κανάρη να πυρπολήσει τον στόλο του Μοχάμεντ Άλι στην Αλεξάνδρεια (1825). Η ναυτική επιχείρηση στην Βηρυτό των Χατζημιχάλη Νταλιάνη, Βάσσου Μαυροβουνιώτη και Νικόλαου Κριεζώτη με 2.000 άνδρες και 14 πλοία σε επαφή με τον Εμίρη Μπασίρ Β’ ανέδειξε τις αδυναμίες της οθωμανικής άμυνας. Αποτέλεσε δε προπομπό της εκστρατείας του Μοχάμεντ Άλι, πέντε χρόνια αργότερα, στην Παλαιστίνη, τον Λίβανο και τη Συρία, των οποίων, μεταξύ άλλων, η δεκαετής κατοχή από τον Μοχάμεντ Άλι θα ανάγκαζε τον Σουλτάνο στην Πόλη να προβεί στην παραχώρηση προς την Δύση των λεγόμενων Μεταρρυθμίσεων (Τανζιμάτ) που θα οδηγούσαν αργά και σταθερά στην πτώση του Οθωμανικού Σουλτανάτου ουσιαστικά το 1908.

Γι’ αυτούς τους λόγους οι άγνωστες πτυχές της επανάστασης του 1821 στην Αν. Μεσόγειο κι οι σχέσεις των Ελλήνων με τον αραβικό κόσμο καθιστούν την περαιτέρω έρευνά τους σημαντική.

*Ειδικός σε θέματα Ισλάμ και Μέσης Ανατολής