Η Ελλάδα Μετά Την Κύρωση Των «ΠΡΕΣΠΩΝ»: ερωτήματα για το παρελθόν, αγωνία για το μέλλον
Του Παναγιώτη Ηλ. Μίχου
Απόφοιτος του Εργαστηρίου Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και μέλος του Τομέα Ευρωατλαντικών Μελετών στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων – Φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
«Να συντελέσουμε στην προσπάθεια επίλυσης του ‘Μακεδονικού’ με όρους που εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον, απελευθερώνοντας πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο. Οι βόρειοι γείτονες, περιλαμβανομένου του Κοσόβου, το οποίο η Ελλάδα δεν έχει αναγνωρίσει ακόμα, τελούν υπό τη ‘σφαίρα επιρροής’ των Τούρκων. Τζαμιά, στρατιωτικοί εξοπλισμοί, νοσοκομεία και πολλά ακόμα προσφέρουν οι Τούρκοι στις παραπάνω χώρες, προσπαθώντας να προσεταιριστούν όλες τις μουσουλμανικές κοινότητες, πέραν των επισήμως αναγνωρισμένων τουρκικών».
Αυτή ήταν η θέση του γράφοντος για το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ στο πρώτο του άρθρο (που αφορούσε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις) στην «Α&Δ», τον περασμένο Ιούνιο. Όλα αυτά, προτού δημοσιευθεί η Συμφωνία των Πρεσπών.
Προϊόντος του χρόνου και με την κύρωση πλέον της Συμφωνίας της 17ης Ιουνίου 2018 από το ελληνικό κοινοβούλιο με 153 ψήφους, δηλαδή με περισσότερες από το ψυχολογικό και πολιτικό όριο των 151, δημιουργούνται νέα δεδομένα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Ούσα πλέον σε ισχύ, η Συμφωνία ανέτρεψε το διαχρονικό ελληνικό πλαίσιο στο ονοματολογικό ζήτημα της γειτονικής χώρας και πυροδότησε πολιτικές εξελίξεις.
Στα βόρεια σύνορά της Ελλάδας πλέον βρίσκεται μία χώρα που ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία. Με την υπογραφή της Ελλάδας. Οι κάτοικοι της χώρας αυτής, ανεξαρτήτως της εθνικότητάς τους, μια και είναι περισσότερες από μία, ονομάζονται «Μακεδόνες»∙ στα διαβατήριά τους, δίπλα στο «Μακεδόνες», θα υπάρχει η μακροσκελής εξήγηση «Πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Οι «Μακεδόνες», σύμφωνα με τη Συμφωνία των Πρεσπών, θα ομιλούν τη «μακεδονική» γλώσσα, η οποία έχει μια διευκρίνιση ότι ανήκει στη κατηγορία των νότιων σλαβικών γλωσσών. Όλα τα κράτη πλέον, μεταξύ αυτών προφανώς και η Ελλάδα, όταν αναφέρονται στη γλώσσα αυτή θα την αποκαλούν έτσι. Κανείς δε θα αναφέρει στη καθομιλουμένη ότι η γλώσσα που μιλάνε στη Βόρεια Μακεδονία ανήκει στις νοτιοσλαβικές. Θα την αποκαλούν με το επίσημο όνομά της.
Βασικά συστατικά μιας εθνικής ταυτότητας, εκτός των άλλων, είναι η γλώσσα και η εθνικότητα. Η Συμφωνία των Πρεσπών τα αναγνωρίζει αμφότερα. Ό,τι απέφευγαν διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις στις διαπραγματεύσεις και στις διατυπώσεις τους έναντι των γειτόνων, έλαβαν σάρκα και οστά με τη συμφωνία αυτή. Ένα πολιτικό έθνος γεννήθηκε στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, με τη συγκατάθεση της Ελλάδας. Και μάλιστα όχι οποιοδήποτε έθνος, αλλά ένα «μακεδονικό» έθνος. Το μέρος (Σλαβομακεδονία) μονοπωλεί το όλον (Ελληνική Μακεδονία, Σλαβομακεδονία, Βουλγαρική Μακεδονία).
Σε επίπεδο ακαδημαϊκών, πολιτικών και δημοσιογράφων, η Συμφωνία προκάλεσε έντονα συναισθήματα. Δημιουργήθηκαν «διαιρετικές τομές», συμπαθούντων σε αυτή και «αντιδραστικών», σε πατριώτες και «πρόθυμους υποστηρικτές της». Η πολιτική ηγεσία του τόπου, με τον τρόπο που χειρίστηκε το σοβαρό αυτό εθνικό θέμα, κατάφερε να διχάσει μια χώρα στην οποία δεν αργεί να ανάψει η σπίθα της πόλωσης και του φανατισμού. Το ερώτημα, βέβαια, είναι, εάν αυτή η σπίθα ήταν ποτέ σβηστή. Πάντως, σε επίπεδο πολιτών, δεν υπήρξε διχασμός. Πέρα και πάνω από χρώματα και κόμματα, ο ελληνικός λαός, η κοινή γνώμη, σύμφωνα με ποικίλες μετρήσεις, τάχθηκε κατά 70% -τουλάχιστον- εναντίον της σύμβασης αυτής.
Πέραν των επιμέρους της Συμφωνίας, γίνεται μεγάλη συζήτηση για τις διαδικασίες που ακολούθησε η ελληνική πλευρά έως και την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Κατά πόσο η συμφωνία ανταποκρίνεται στις εθνικές μας θέσεις, γιατί δεν επιδιώχθηκε -εκ μέρους της κυβέρνησης- κάποια στοιχειώδης συνεννόηση με τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, εάν η Συμφωνία υποστηρίζει και προωθεί τα εθνικά συμφέροντα, γιατί βιαστήκαμε να τη συνομολογήσουμε κ.λπ. Από τη στιγμή που οι γείτονες ήταν στη «δύσκολη» θέση και, ενώ δεδομένα στη μεταξύ μας διαπραγμάτευση ήμαστε πιο ισχυροί (οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά, διπλωματικά), γιατί δεν πήραμε κάτι παραπάνω; Πιεστήκαμε από τρίτες χώρες να κλείσουμε το θέμα; Αν ναι, πιεστήκαμε και για το περιεχόμενο της Συμφωνίας ή απλώς ειπώθηκε το «βρείτε τα και λύστε το θέμα»; Πιθανόν τα ερωτήματα να μοιάζουν απλοϊκά, ανεδαφικά ή και ρητορικά. Σημασία έχει το τώρα.
Η υφιστάμενη κατάσταση δεν αφήνει περιθώρια ελιγμών. Η Συμφωνία αποτελεί μέρος της διεθνούς έννομης τάξης και τυχόν παραβίασή της ενδέχεται να οδηγήσει την Ελλάδα σε νέα καταδίκη από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το 2011 καταδικαστήκαμε ύστερα από προσφυγή της πΓΔΜ για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995.
Μία ακόμα ιδιαιτερότητα της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι πως, πριν ακόμα η Ελλάδα την κυρώσει, οι γείτονες θα είναι ουσιαστικά μέλος του ΝΑΤΟ, ενώ και τυπικά θα γίνουν μέλος μόλις η ελληνική Βουλή εγκρίνει το πρωτόκολλο ένταξής τους. Πολλοί θεωρούν ότι η είσοδος της Βορείου Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, θα σημάνει μια θετική εξέλιξη για την ευρύτερη περιοχή και τη σταθερότητά της. Πεποίθηση του γράφοντος είναι ότι το εν λόγω επιχείρημα, εκτός από μη ρεαλιστικό, είναι και γενικόλογο. Αντίθετα, με την είσοδο των βορείων γειτόνων, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ένα ανθελληνικό τρίγωνο, μαζί με την Τουρκία και την Αλβανία. Μη λησμονούμε την πρώτη παράγραφο.
Εκ των προαναφερθέντων συνάγεται ότι το ζήτημα έπρεπε να αφεθεί να «μπαγιατέψει»; Προφανέστατα όχι. Η αδράνεια δεν συνάδει με τη διπλωματία και την ενεργητική και με πρωτοβουλίες εξωτερική πολιτική. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί εκ νέου το τετριμμένο, αλλά ορθό ότι η «όποια λύση, δεν είναι απαραίτητα καλή λύση». Η λύση θα έπρεπε να εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Επειδή όμως στην Ελλάδα δεν υπάρχει δημόσια, καταγεγραμμένη, επίσημη, εθνική στρατηγική με προσδιορισμένους εθνικούς στόχους και συμφέροντα, μπορεί να λεχθεί, ότι ως εθνικό συμφέρον λογίζεται ότι δεν ζημιώνει τη χώρα. Επί παραδείγματι, μια λύση που δεν θα δημιουργούσε προβλήματα στην Ελλάδα και δεν θα εξήγαγε αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή. Δυστυχώς, εν τοις πράγμασι, φαίνεται πως η Συμφωνία δεν περιλαμβάνεται σε αυτή τη κατηγορία. Κι αυτό αποδεικνύεται από τις διαδικασίες, αλλά και απ’ όσα ειπώθηκαν στη Βουλή (και εν γένει στο δημόσιο διάλογο της γειτονικής χώρας) μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι συνταγματικές τροποποιήσεις. Και ακόμα είναι η αρχή. Ευχή, βέβαια, το παρόν άρθρο να διαψευστεί συλλήβδην!
Εντύπωση προκάλεσε η συγκυρία της επίσκεψης της καγκελαρίου της Γερμανίας (ηγέτιδας δύναμης σε Ε.Ε. και Ευρωζώνη), κας. Αν. Μέρκελ, στην Ελλάδα μια μέρα πριν από την ολοκλήρωση των συνταγματικών διαδικασιών στη γειτονική χώρα και προτού περάσει η μπάλα στην ελληνική πλευρά. Μια κίνηση υψηλού συμβολισμού, καθώς η ίδια, κατά την παρουσία της στην Ελλάδα, ευχαρίστησε τον πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η επίσκεψη αυτή συντείνει σε μια σειρά θεωριών, παραφιλολογιών και συνωμοσιών.
Μήπως τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη πιέστηκαν από τρίτες δυνάμεις να επιλύσουν τάχιστα τη διαφωνία τους; Πιθανόν, τα πράγματα να είναι απλά. Η Δύση (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ε.Ε.) είχε, διακηρυγμένα και δημόσια, τονίσει τη θέση και τη πρόθεσή της: να λυθεί η διένεξη των δύο χωρών μετά την κυβερνητική αλλαγή στη Βόρεια Μακεδονία, ώστε αυτή να εισέλθει στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο και κάποια στιγμή -όταν πληροί τις προϋποθέσεις- στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Θεωρεί κανείς ότι οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ ή οποιασδήποτε άλλης μεγάλης δύναμης θα ασχολούντο με τα επιμέρους σημεία της Συμφωνίας; Επίσημα, δημόσια μα και σε ιδιωτικό επίπεδο, οι ΗΠΑ εξέφρασαν την πεποίθηση και ελπίδα τους για λύση της Συμφωνίας.
Από εκεί και έπειτα, οι αντιπρόσωποι των δύο χωρών, μαζί με τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ κ. Μάθιου Νίμιτς, διαπραγματεύονταν. Ίσως ηχήσει άσχημα, αλλά σε αυτή τη διαδικασία διαπραγμάτευσης (negotiation) χάσαμε. Αποδεικνύεται ότι οι διαπραγματευτές της γειτονικής χώρας, που δεν μετρά ούτε 30 χρόνια ανεξάρτητης ύπαρξης στο διεθνές στερέωμα, ήταν προσεκτικοί και διαβασμένοι. Μάρτυρας τούτων των διαπιστώσεων η Συμφωνία. Συνεπώς, η ευθύνη για το αποτέλεσμα δεν είναι «μακεδονική», αμερικανική ή οτιδήποτε. Είναι καθαρά δική μας. Με το να τη μετατοπίζουμε αλλού, δε λύνεται το πρόβλημα.
Κι αφού, το πάθημα μας γίνει μάθημα, οφείλουμε να ενστερνιστούμε κάποιους στοιχειώδεις κανόνες πολιτικής, κυρίως εξωτερικής, αλλά και εσωτερικής. Τα εθνικά θέματα (ή τα πολύ σοβαρά θέματα εσωτερικού ενδιαφέροντος) απαιτούν εθνική συναίνεση, σοβαρή διαχείριση, μακροχρόνια στρατηγική, συνέπεια και συνέχεια. Ουδέποτε προσωπικούς χειρισμούς, μυστική διπλωματία, ή προσπάθεια, μέσω αυτών, να πληγούν οι πολιτικοί αντίπαλοι στη χώρα. Τα εθνικά κράτη, και πόσο μάλλον αυτά που διαβιούν σε ευαίσθητες περιοχές με ιδιαίτερους γείτονες, εάν θέλουν τω όντι να μακροημερεύσουν, οφείλουν να είναι σοβαρά. Πρωτίστως για το λαό τους και εν συνεχεία για την εικόνα τους. Γιατί, με την εικόνα και τη στάση σου, χτίζεις την αξιοπιστία σου. Η οποία –στη ζωή αλλά και στη διεθνή πολιτική- είναι περιουσιακό στοιχείο.
Τι εικόνα δίδει μια χώρα, όταν σε μια διαπραγμάτευση, με ένα σαφώς πιο αδύναμο κράτος, πήρε ένα και έδωσε τέσσερα; Να αποφύγουμε την υπόθεση εργασίας, τοποθετώντας, στη θέση της Βορείου Μακεδονίας, την Τουρκία. Μήπως γι αυτό άραγε οι εξ Ανατολών γείτονες συνεχώς μας προσκαλούν, με ζέση, «να τα συζητήσουμε όλα»;
Η εξωτερική πολιτική, τα ζητήματα που αφορούν την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα, δηλαδή την εθνική ασφάλεια ενός έθνους, δεν πρέπει να προσφέρονται για την περάτωση προσωπικών επιδιώξεων και οφελών. Είναι ανάγκη να δημιουργηθεί το θεσμικό πλαίσιο που έχει προταθεί, πρόσφατα και μάλιστα τεκμηριωμένα από τον στρατηγό ε.α. Γιώργο Χατζηθεοφάνους μέσω του βιβλίου του «Εθνική Στρατηγική», ώστε η εξωτερική πολιτική να μη γίνεται γαϊτανάκι στα χέρια καμιάς κυβέρνησης και κανενός υπουργού. Οι κυβερνήσεις και τα πρόσωπα αλλάζουν. Το έθνος παραμένει. Και, για να παραμείνει ζωντανό, πρέπει να αποφευχθούν νέες Πρέσπες. Στην οικονομία, στο δημογραφικό, στην εξωτερική πολιτική∙ παντού! Διαφορετικά, το μέλλον μας προβλέπεται δυσοίωνο.