Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας ζωηρά έρχονται, την εποχή αυτή, στο μυαλό μου. Παράλληλα με τα σοβαρά ερωτηματικά που αφορούν σήμερα στο ρόλο του ΝΑΤΟ και στην ατελή κάλυψη της εθνικής ασφάλειας της Ελλάδος. Η χαρακτηριστική πρόσφατη δήλωση του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας κ. Εμμανουέλ Μακρόν πως «το ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό» προκάλεσε την δημόσια αντίδραση αρκετών συμμάχων και, ειδικότερα, της Γερμανίας.

Στο σημερινό σημείωμα επέλεξα κατ’ αρχήν να αναφερθώ σε ένα πρόσφατο σχετικά -από ιστορικής πλευράς- επετειακό γεγονός. Λίγοι το γνωρίζουν και λιγότεροι το θυμούνται…

Στις 21 Νοεμβρίου 1990, ένα χρόνο μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, οι 35 ηγέτες των χωρών της Ευρώπης, των ΗΠΑ και του Καναδά έβαλαν την υπογραφή τους στη «Χάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη». Είναι ένα πολιτικά δεσμευτικό κείμενο. Πριν από 29-30 χρόνια αυτάρεσκα το ονομάσαμε «ιστορικό». Το υπέγραφαν προσωπικότητες που άξια φέρουν τον τίτλο του ηγέτη, όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Χέλμουτ Κολ, ο Τζωρτζ Μπους (ο πρεσβύτερος) και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ήταν επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στην οποία μετείχε και ο υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς. Ο λόγος του Πρωθυπουργού ήταν συναρπαστικός. Ένα από τα καλύτερα κείμενα που έχω ακούσει. Ήμουν εκεί, έχοντας εν τω μεταξύ διαπραγματευτεί το κείμενο της Χάρτας στην προπαρασκευαστική Συνάντηση της Βιέννης.

«Χαιρετίζουμε το τέλος της περιόδου των συγκρούσεων και της διαίρεσης στην Ευρώπη». Με τον πρωτοσέλιδο αυτό τίτλο η έγκυρη γαλλική εφημερίδα Le Monde της 22ας Νοεμβρίου 1990 προέβαλλε την υπογραφή της «Χάρτας των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη».

Θεωρούσαμε ότι το κείμενο επικύρωνε το τέλος των πολέμων, των συγκρούσεων και της διαίρεσης της γηραιάς ηπείρου και το σεβασμό και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών. Με άλλα λόγια, την «απελευθέρωση της Ευρώπης από το βάρος τού παρελθόντος της», από το βάρος της ιστορίας της. Κοινός παρονομαστής ήταν η προσήλωση στην ελευθερία, στη δημοκρατία, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στο σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων, στη δέσμευση για τήρηση των αρχών της καλής γειτονίας, στο σεβασμό του απαραβίαστου των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών και στην κυρίαρχη ισότητα των κρατών.

Οι διακηρύξεις και οι δηλώσεις στηρίχτηκαν συνειδητά μάλλον -και όχι από άγνοια- στις ευχές και τις επιθυμίες μας και λιγότερο στις προβλέψεις και τα δεδομένα. Θυμίζω ότι η κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, το Νοέμβριο του 1989, οδήγησε στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Συνθήκης της Βαρσοβίας. Προκάλεσε σε όλους ευφορία. Οι ΗΠΑ πέτυχαν αυτό που μόνο ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν θεωρούσε εφικτό. Να κερδίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο! Αντελήφθη ότι ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ δεν ήταν μόνο ένας έξυπνος εκσυγχρονιστής κομμουνιστής, συνιστώντας (όπως εκτιμούσαν και συμβούλευαν οι διακεκριμένοι Σοβιετολόγοι της Ουάσιγκτον) μεγαλύτερο κίνδυνο για την Δύση και τις ΗΠΑ. Κυρίως δε οι Ρίτσαρντ Νίξον και Χένρι Κίσσιντζερ, οι οποίοι μάλιστα έντονα αρθρογραφούσαν κατά της απόφασης του προέδρου Ρέιγκαν να εμπιστευτεί τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και να υπογράψει μία σημαντική Συμφωνία για τον Περιορισμό των Πυρηνικών όπλων (INF). Η ιστορία δεν έχει ακόμη καταγράψει πλήρως την οιονεί αυτονόμηση του προέδρου Ρέιγκαν από το σύστημα εθνικής ασφάλειας της Ουάσιγκτον: ειδικά ως προς την αξιολόγηση της ειλικρίνειας των προθέσεων και τη συνέπεια των δεσμεύσεων του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Ο Ρέιγκαν, σε μεγάλο βαθμό, πήρε μόνος του τις σωστές αποφάσεις, παρακάμπτοντας και συχνά αγνοώντας την συγχορδία των προειδοποιήσεων και αντιθέτων με το ένστικτό του εκτιμήσεων.

Η ιστορία οφείλει να πιστώσει το τέλος τού Ψυχρού Πολέμου και την εφεξής απόλυτη πλανητική κυριαρχία των ΗΠΑ στη διορατικότητα και στο προσωπικό ένστικτο του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν. Τις αναίμακτες επιπτώσεις της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, η ιστορία έχει πιστώσει στον εκλιπόντα πρόεδρο Τζωρτζ Μπους και στη συνετή πολιτική του Καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ.

Η Χάρτα των Παρισίων για την Νέα Ευρώπη υπογράφτηκε ένα χρόνο αργότερα. Αμέσως μετά ήρθε η νέα ρήξη. Σε λίγους μήνες ξέσπασε ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία. Τι πήγε στραβά; Γιατί διαψεύστηκαν οι προσδοκίες μας; Υποτιμήσαμε τα Βαλκάνια. Ναι, υποτιμήσαμε την ιστορία, τη γεωγραφία, τον αλυτρωτισμό, το θρησκευτικό και εθνικιστικό φανατισμό. Υποτιμήσαμε τον κυνισμό ορισμένων βαλκανικής κοπής «ηγετών».

Η έγκαιρη προειδοποίηση υπήρχε. Δεν ήταν εξίσου γνωστή σε όλους. Τον Οκτώβριο του 1990 –ταυτόχρονα δηλαδή με την Διάσκεψη των Παρισίων– η Ουάσιγκτον είχε προβλέψει τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Διαβάζω από την τελευταία έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών (Νational Ιntelligence Estimate 15-90) της 18ης Οκτωβρίου 1990: «Yugoslavia will cease to function as a federal state within one year, and will probably dissolve within two» (Η Γιουγκοσλαβία θα πάψει να λειτουργεί ως ένα ομοσπονδιακό κράτος μέσα σε ένα έτος, και, κατά πάσα πιθανότητα, θα διαλυθεί μέσα σε δύο χρόνια) .

Στις 21 Νοεμβρίου 1990, ένα χρόνο μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, οι 35 ηγέτες των χωρών της Ευρώπης, των ΗΠΑ και του Καναδά έβαλαν την υπογραφή τους στη «Χάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη». Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ήταν επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στην οποία μετείχε και ο υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς.

Στις 22 Νοεμβρίου 1990, η γαλλική εφημερίδα Libération, χαιρέτιζε και αυτή το τέλος του ψυχρού πολέμου. Στις εσωτερικές της σελίδες έγραφε: «η Βοσνία και Ερζεγοβίνη ψηφίζει διηρημένη αναζητώντας την ισορροπία μεταξύ τριών αντιπάλων κοινοτήτων, τους Σέρβους, τους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους». Προέβλεψε άθελά της με ακρίβεια την σύγκρουση μεταξύ Σέρβων και Κροατών, καθώς και το σχηματισμό Κροατο-Μουσουλμανικής Συμμαχίας. Προέβλεψε, επίσης, τη δυσλειτουργική δομή της πολύπαθης Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Μερικούς μήνες μόνο πριν από την αιματηρή αρχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και πέντε χρόνια ακριβώς πριν από τη Συμφωνία του Ντέιτον.

Η Χάρτα των Παρισίων υπογράφτηκε. Εν τούτοις, το «άχθος της ιστορίας» στην Ευρώπη αποδείχτηκε βαρύτερο των πολιτικών διακηρύξεων και των υπογραφών καταξιωμένων ηγετών. Η σύγκρουση έγινε εδώ, στα Βαλκάνια. Δεν αρκεί να τα μετονομάζεις σε Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη, ελπίζοντας ότι έτσι θα παράγουν «λιγότερη» ιστορία. Πολύ κοντά στα σύνορά μας, τα βόρεια σύνορα της Ελλάδος, ξαναζήσαμε τον όλεθρο του πολέμου. Διάλυση κρατών, δημιουργία νέων και αλλαγές συνόρων, στρατιωτικές επιχειρήσεις, εθνικές και θρησκευτικές συγκρούσεις, γενοκτονία, εθνοκαθάρσεις, μαζικοί τάφοι, καταστροφή σπιτιών, χωριών και βομβαρδισμοί ιστορικών πόλεων.

Να μην έχουμε αμφιβολίες. Η Χάρτα του ΟΗΕ, η Τελική Πράξη του Ελσίνκι και η Χάρτα των Παρισίων εφαρμόστηκαν στα Βαλκάνια αποσπασματικά και επιλεκτικά. Για το λόγο αυτό σωστό είναι να σημειώσουμε ότι πράγματι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Κυρίως, όμως, εκδικείται.

Η πανίσχυρη -ενωμένη πλέον- Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Δεκέμβρη του 1991 λίγες μόνο μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, επέβαλε τη δική της πολιτική. Επέβαλε τελεσιγραφικά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη δική της πολιτική απόφαση: την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Σλοβενίας και Κροατίας. Τότε, η Ελλάδα επικεντρώθηκε στις δικές της προτεραιότητες με στόχο την μη αναγνώριση μίας γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Θυμίζω ότι είχε κηρύξει την ανεξαρτησία της, το Σεπτέμβριο του 1991, δέκα μήνες μετά την υπογραφή της Χάρτας των Παρισίων.

Τελικά, διερωτώμαι: μήπως κάπου έχουμε κάνει και εμείς, η Ευρωπαϊκή Ένωση εννοώ, λάθος, το οποίο σήμερα βρίσκουμε μπροστά μας; Πολύ σωστά, ασφαλώς, καταδικάζουμε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την προσάρτηση της Κριμαίας. Διακηρύσσουμε ότι δεν θα δεχθούμε «μεταβολή συνόρων στην Ευρώπη». Μήπως όμως θα έπρεπε να θυμηθούμε τι έγινε εδώ στα Βαλκάνια; Ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα για την αποτυχία να «προβλέψουμε» τις συγκρούσεις; Μήπως, άθελά μας, τελικά τις ενισχύσαμε;

Έρχομαι στο σήμερα. Παρατηρούμε, δυστυχώς, την παντελή απουσία κοινής εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις μεταλλάξεις, εξεγέρσεις και ανατροπές στον χώρο της Μέσης Ανατολής και Μεσογείου. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα η αναποτελεσματική πολιτική μας απέναντι στην Τουρκία, στη Συρία, στη Λιβύη και στην απομακρυσμένη -περισσότερο από ποτέ- λύση του Παλαιστινιακού. Σήμερα, όπως και χθες, η εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφωνείται στο χαμηλότερο κοινό παρονομαστή. Άρα, ακολουθεί και υποτάσσεται στην πολιτική, στη δύναμη, στις δυνατότητες και στα συμφέροντα συγκεκριμένων κρατών-μελών. Σε ολόκληρο τον πλανήτη, η πολιτική αρχών και το διεθνές δίκαιο σταθερά απουσιάζουν από τις αποφάσεις. Η Ελλάδα εξακολουθεί να το επικαλείται.

Το σήμερα δημιουργήθηκε χθες, ενώ προσδιορίζει με ακρίβεια το αύριο. Το 2008, με τις ευλογίες μας -δηλαδή των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης- έγινε η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου. Λίγους μήνες αργότερα, η Ρωσία εκμεταλλεύθηκε την απερίσκεπτη πρόκληση του προέδρου της Γεωργίας. Η εποχή της αναγκαστικής, λόγω αδυναμίας, ρωσικής απάθειας είχε λήξει. Η ανεξαρτητοποίηση της Αμπχαζίας και της Οσετίας –που αναγνωρίζονται μόνο από την Ρωσία- ακολούθησε, κατά την προσχηματική ερμηνεία της Μόσχας, το προηγούμενο του Κοσσόβου.

Δεν υπάρχει θεωρία συνωμοσίας. Υπάρχουν μόνο συμφέροντα. Επίσης, λάθος ή σωστές αποφάσεις πολιτικών ηγεσιών. Είναι αυτά άραγε μόνο παρελθόν; Σήμερα προετοιμάζεται νέα αλλαγή συνόρων, σε πρώτη φάση μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, που θα φέρει παράλληλα και αναπόφευκτα, σε δεύτερη φάση, την ουσιαστική κατάργηση των συνόρων μεταξύ Κοσόβου και Αλβανίας.

Παράλληλα, η Γαλλία και η Γερμανία, οι πυλώνες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έχουν ριζικά διαφορετική άποψη σε σχέση με τις προτεραιότητες της Ένωσης. Το «πάγωμα» της διεύρυνσης στα Βαλκάνια είναι τμήμα και τίμημα της διαφωνίας αυτής. Η εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. δεν είναι κοινή. Υποστηρίζω ότι πρέπει να είναι κοινή και ενιαία. Αντιλέγουν, κατά κανόνα, ότι η διαμόρφωση της αναγκαίας συναίνεσης, με 28 ή 27 εφεξής μέλη, είναι ουτοπία. Αν ναι, ας παραδεχθούμε με ειλικρίνεια ότι ουτοπία είναι η προσδοκία να γίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση παγκόσμια πολιτική δύναμη ανάλογη της οικονομικής της ισχύος.

Οι ΗΠΑ πέτυχαν αυτό που μόνο ο Ρόναλντ Ρέιγκαν θεωρούσε εφικτό -να κερδίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο- καθώς ο τότε Πρόεδρος αντελήφθη έγκαιρα ότι ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ δεν ήταν μόνο ένας έξυπνος εκσυγχρονιστής κομμουνιστής, συνιστώντας (όπως εκτιμούσαν και συμβούλευαν οι διακεκριμένοι Σοβιετολόγοι της Ουάσιγκτον) μεγαλύτερο κίνδυνο για την Δύση και τις ΗΠΑ.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχει διαδεχθεί η ψυχρή -σήμερα- ειρήνη. Η καθαρότερη αποτύπωση της σύμπτωσης και σύγκρουσης συμφερόντων, των μεταλλασσόμενων φιλιών και συμμαχιών και της παντελούς απουσίας του Διεθνούς Δικαίου βρίσκεται στο έδαφος επιχειρήσεων της Συρίας.

Τέσσερεις παρατηρήσεις:

  • Πρώτον: ως γενική αρχή ισχύει το δίκαιο της ισχύος. Πολιτικής και στρατιωτικής. Όχι η δύναμη του δικαίου. Στην Ελλάδα, διαχρονικά, αναζητούμε τον «από μηχανής θεό». Τον ονομάζουμε Διεθνές Δίκαιο.

Η -σύμμαχος της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ- Τουρκία τόσο στη Συρία, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο (Κύπρος), προκρίνει σταθερά το δίκαιο της ισχύος. Οι σημαντικές γραπτές συμφωνίες που υπέγραψε στις 16 και 22 Οκτωβρίου 2019, αντιστοίχως, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διαδοχικά με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Μάϊκ Πενς και τον πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαντιμίρ Πούτιν συνιστούν την απόλυτη δικαίωση της αποτελεσματικότητας της τουρκικής στρατιωτικής ισχύος.

Το 2008, με τις ευλογίες των ΗΠΑ και της Ε.Ε., έγινε η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου και σήμερα προετοιμάζεται νέα αλλαγή συνόρων, σε πρώτη φάση μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, που θα φέρει παράλληλα και αναπόφευκτα, σε δεύτερη φάση, την ουσιαστική κατάργηση των συνόρων μεταξύ Κοσόβου και Αλβανίας…

Οι διμερείς αυτές συμφωνίες (στην πραγματικότητα πρόκειται για τριμερή συνεννόηση) αφορούν σε κυρίαρχα εδάφη τρίτης χώρας, της Συρίας. Υπογράφονται από δύο Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας: τη Ρωσική Ομοσπονδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αναγνωρίζουν και οι δύο το δικαίωμα εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας στην Συρία… Η αμερικανο-τουρκική μάλιστα Συμφωνία δεσμεύει και το ΝΑΤΟ. Ουδείς Σύμμαχος των ΗΠΑ είχε, εκ των προτέρων, ενημερωθεί. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν δημόσια επέκρινε την Τουρκία για την επέμβαση στη Συρία, κυρίως δε, για το χάος που επικρατεί με τους Τζιχαντιστές μετά την τουρκική εισβολή. Το ίδιο εν τούτοις ισχύει και με την απόφαση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να δώσει το πράσινο φως για την τουρκική στρατιωτική εισβολή και να εγκαταλείψει τους Κούρδους, συμμάχους της Δύσης στον αγώνα κατά των Τζιχαντιστών. Όπως αναφέραμε, και οι ΗΠΑ με τη Συμφωνία της 16ης Οκτωβρίου δεσμεύουν τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, άρα και την Ελλάδα, στο πλευρό της Τουρκίας! Χωρίς ουδείς να έχει, εκ των προτέρων, τη δυνατότητα όχι να διατυπώσει γνώμη, αλλά ούτε καν ενημερωθεί.

  • Δεύτερον: βασικό χαρακτηριστικό της πρόσφατης δεκαετίας είναι η αναποτελεσματικότητα των διεθνών οργανισμών και πολυμερών συμφωνιών. Επίσης, η αποδυνάμωση του παγκοσμίου συστήματος συλλογικής ασφάλειας που ενσαρκώνει ο ΟΗΕ.
  • Τρίτον: το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, επί δεκαετίες σταθεροί πυλώνες του εθνικού μας αυτοπροσδιορισμού και της εθνικής μας ασφάλειας, βρίσκονται σε μία παρατεταμένη κρίση ταυτότητας, έλλειψης αυτοπεποίθησης και καθαρότητας στόχων. Κυρίως όμως κλονισμού της αντίληψης του κοινού συμφέροντος.
η Γαλλία και η Γερμανία, οι πυλώνες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έχουν ριζικά διαφορετική άποψη σε σχέση με τις προτεραιότητες της Ένωσης και το «πάγωμα» της διεύρυνσης στα Βαλκάνια είναι τμήμα και τίμημα της διαφωνίας αυτής, όπως φαίνεται και δημόσια πλέον μέσω των δηλώσεων του προέδρου Εμ. Μακρόν και της καγκελαρίου Α. Μέρκελ.

Ο πρόεδρος της Γαλλίας χαρακτήρισε το ΝΑΤΟ ως «κλινικά νεκρό». Προκάλεσε την αντίδραση των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Η αντίληψη του προέδρου Τραμπ ως προς τη «χρησιμότητα και το σημερινό ρόλο του ΝΑΤΟ» αντανακλά την πεποίθηση όχι βέβαια του κατεστημένου της Ουάσιγκτον, αλλά της πλειοψηφίας των Αμερικανών πολιτών. Ακόμη και αυτών που δεν ψηφίζουν τον κ. Ντόναλντ Τραμπ. Δημοσιοποιήθηκε βέβαια πολύ άκομψα, κατά τρόπο ωμό, ενόχλησε και προβληματίζει την Ευρώπη. Ανταποκρίνεται εν τούτοις στην πραγματικότητα. Το απλουστευμένο δόγμα ασφαλείας του προέδρου Τραμπ συνίσταται στην επικράτηση από θέσεως ισχύος, χωρίς κατ’ ανάγκην χρήση στρατιωτικής βίας. Προτάσσει την επίδειξη απειλής και ισχύος. Το απρόβλεπτο, το χάος και η ωμότητα του λόγου είναι επιλογή του. Είναι στρατηγική. Δεν είναι σύμπτωμα. Ο πρόεδρος Τραμπ επιδιώκει να επιβάλλεται από θέσεως ισχύος. Ο ασθενέστερος (φίλος, σύμμαχος ή αντίπαλος) ανθίσταται όσο του επιτρέπουν η δύναμη ή η αδυναμία του.

Οι σημαντικές γραπτές συμφωνίες που υπέγραψε στις 16 και 22 Οκτωβρίου 2019, αντιστοίχως, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, διαδοχικά, με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Μάϊκ Πενς και τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν συνιστούν την απόλυτη δικαίωση της αποτελεσματικότητας της στρατιωτικής ισχύος της Άγκυρας.

Αποτελεί υπεραπλούστευση της πραγματικότητας να πιστεύει κανείς ότι το ΝΑΤΟ, σήμερα, εκπληρώνει το ρόλο του στον 21ο αιώνα, διότι εξασφαλίζει -αν υποθέσουμε ότι όντως εξασφαλίζει- τα ανατολικά σύνορα της Συμμαχίας. Κυρίως τις Βαλτικές χώρες και την Πολωνία, αναχαιτίζοντας και αποτρέποντας τις νέες φιλοδοξίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Όμως το «κουτί των αμφισβητήσεων» για τη χρησιμότητά του, με τη σημερινή τουλάχιστον δομή του, δεν το άνοιξε η λεγόμενη «παλιά Ευρώπη». Το άνοιξε, χωρίς καν να προσπαθεί να το κλείσει, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ. Η ασφάλεια που παρέχει σήμερα το ΝΑΤΟ, χωρίς την αυτόματη, ολιστική και εγκάρδια εμπλοκή των ΗΠΑ δεν νοείται και δεν υπάρχει. ΝΑΤΟ ίσον ΗΠΑ. Για την Ελλάδα, δεν υπάρχουν περιθώρια για παρανοήσεις και για διλήμματα. Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, το ΝΑΤΟ ήταν η μόνη επιλογή μας . Ήταν μία σωστή και σωτήρια επιλογή των πολιτικών ηγετών μας, όπως και τόσες άλλες: η Ελλάδα να γίνει μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και, αργότερα, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

  • Τέταρτον: έχουμε επανέλθει στην εποχή της κατίσχυσης των διμερών σχέσεων έναντι της πολυμερούς διπλωματίας. Η αντιπαράθεση της πολυμερούς διπλωματίας, με τη μονομέρεια των ισχυρών, κορυφώνεται και στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών.

Παρατηρούμε, επίσης:

  • τη αβεβαιότητα και τη βαθιά κρίση εμπιστοσύνης που επικρατεί σήμερα στις διατλαντικές σχέσεις.
  • τον ισχυροποιημένο ρόλο της Ρωσικής Ομοσπονδίας και την επιστροφή της στην παγκόσμια κεντρική σκηνή μέσω της συνέπειας και της αξιοπιστίας της πολιτικής της στη Μέση Ανατολή.
  • την άνοδο, προς την κορυφή, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας με το όχημα της «ήπιας δύναμης». Απειλή πλέον για την παντοδυναμία των ΗΠΑ. Το ερώτημα είναι «αν η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη» και, κυρίως, πότε θα εκδηλωθεί.

Η Ελλάδα, παρά την οικονομική καταστροφή στη διάρκεια της οποίας έχασε άνω του 25% του εθνικού της εισοδήματος, είναι μεταξύ των τεσσάρων-πέντε μελών του ΝΑΤΟ που διατήρησαν τις αμυντικές τους δαπάνες στο επιθυμητό -για την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ- επίπεδο του 2% του ΑΕΠ. Σε αντίθεση με άλλες χώρες τις οποίες, δικαίως, δημόσια επικρίνει ο Πρόεδρος Τραμπ, η Ελλάδα «πληρώνει» για το ανύπαρκτο και αναποτελεσματικό σε σχέση με την τουρκική απειλή «δίκτυ ασφαλείας» που μας παρέχει το ΝΑΤΟ. Πληρώνουμε, για να έχουμε την ασφάλειά μας. Έστω και αν το ΝΑΤΟ δεν μας την παρέχει έναντι της Τουρκίας. Δεν καταναλώνουμε από την ασφάλεια άλλων. Σήμερα, στις δύο πλευρές του Ατλαντικού αιωρείται η αίσθηση περί κλονισμού της αντίληψης του ενιαίου και κοινού συμφέροντος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ανάλογα, βέβαια, συμπτώματα εμφανίζονται στον κοινό μας ευρωπαϊκό χώρο με την έλλειψη ενιαίας και κοινής εξωτερικής πολιτικής. Το Άρθρο 5 της Χάρτας του ΝΑΤΟ (επίθεση ή απειλή κατά ενός σηματοδοτεί την αλληλεγγύη όλων) δεν ισχύει στη βασική απειλή κατά της Ελλάδος, την Τουρκία. Το ΝΑΤΟ μας λέγει, εδώ και 45-46 χρόνια, ότι δεν μπορεί ή επιθυμεί να καλύψει το μόνο πραγματικό πρόβλημα εθνικής ασφάλειας.

Η διπλωματική γλώσσα είναι, αναγκαία όταν προσέρχεσαι σε κρίσιμες διεθνείς συναντήσεις. Δεν είναι όμως πάντοτε συνθήκη ικανή, για να κινήσει το ενδιαφέρον των Συμμάχων σου, όταν αντιμετωπίζεις προκλήσεις που άπτονται των ζωτικών υπαρξιακών εθνικών σου συμφερόντων.

Οι θέσεις (talking points) που πρότεινα, ενόψει της συζήτησης στη Συνάντηση Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο στις 3-4 Δεκεμβρίου 2019, εξακολουθούν να ισχύουν στο σύνολό τους. Ειδικά δε, κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον και στη χρήσιμη συνάντησή του, στις 7 Ιανουαρίου 2019, με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ:

  1. Η Ελλάδα είναι μεταξύ των 5-6 χωρών που ακόμα και στη διάρκεια της δεκαετούς οδυνηρής οικονομικής κρίσης τήρησε τις υποχρεώσεις της απέναντι στη Συμμαχία, καταβάλλοντας για τις αμυντικές δαπάνες πάνω από το επιθυμητό στόχο 2% του ΑΕΠ της.
  2. Το Άρθρο 5 της Συμμαχίας (όλοι για έναν και καθένας για όλους) ισχύει γενικώς. Πλην όμως, θεωρητικά και μόνο, ισχύει για την Ελλάδα. Χρειαζόμαστε πράξεις και όχι κενά ουσίας λόγια. Όταν ένας σύμμαχος στο ΝΑΤΟ (Τουρκία) αμφισβητεί την εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος, το ΝΑΤΟ και τα κράτη-μέλη του δεν δικαιούνται να υποδύονται τον Πόντιο Πιλάτο. Ενώ το ΝΑΤΟ υποτίθεται ότι μας παρέχει ομπρέλα ασφάλειας, στην πράξη ελλειμματική και ελλιπή προστασία εξασφαλίζει στην Ελλάδα.
  3. Η αξιοπιστία, το κύρος και η υποθετική συμμαχική αλληλεγγύη κλονίζονται σε σχέση με το Άρθρο 5 . Δικαιούμεθα να συμπεράνουμε ότι δεν αποτελεί αυτόματη διαδικασία και ότι η εφαρμογή του είναι επιλεκτική. Αυτό θα το θυμάται εφεξής και η Ελλάδα. Είμαστε η μόνη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, η οποία επίσημα απειλείται με πόλεμο (casus belli) από μέλος της Συμμαχίας (Τουρκία). Όταν η Συμμαχία και τα μέλη της θέτουν τον θύτη και το θύμα στην ίδια μοίρα, τότε συνειδητά -και όχι ασυνείδητα- υποστηρίζουν το θύτη και αδικούν το θύμα.
Φόρτωση τορπίλης Mark 48 στο USS Olympia (υποβρύχιο κλάσης Λος Άντζελες) στη βάση της Σούδας στις 10 Ιουλίου 2019.

Επειδή συχνά μου θέτουν το ερώτημα, αν τούτο σημαίνει ότι θα πρέπει να φύγουμε από την Συμμαχία απαντώ τα εξής: οσάκις η Ελλάδα βρέθηκε εκτός Συμμαχιών, το τίμημα που καταβάλαμε ήταν δυσανάλογα μεγάλο. Άρα η μόνη επιλογή είναι εντός του ΝΑΤΟ. Με παρουσία και συμμετοχή στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό δραστηριοτήτων. Ταυτόχρονα όμως προβολή της θέσης ότι δεν μπορούμε να είμαστε στην κατηγορία Α+ των συμμάχων που κατ’ αναλογία το χρηματοδοτούν και απελπιστικά μόνοι στη κατηγορία C. Δεν μας καλύπτει, δηλαδή, από τη μόνη και βασική κατά της κυριαρχίας μας και της εδαφικής ακεραιότητας απειλή που προέρχεται από κράτος-μέλος της Συμμαχίας.

Δεν είμαστε αφελείς να πιστεύουμε ότι σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ δύο συμμάχων τα μέλη του ΝΑΤΟ θα συμπαραταχθούν μαζί μας. Έχουμε όμως κάθε δικαίωμα να απαιτούμε από τη Συμμαχία «να αποτρέψει, να προλάβει μια στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ δύο Συμμάχων».

Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο ζήτημα. Οι εκτός του γνωστού μας αμερικανικού συστήματος εθνικής ασφάλειας προσωπικές αποφάσεις του προέδρου Τραμπ, που αφορούν στο παγκόσμιο συλλογικό (ΟΗΕ) και περιφερειακό σύστημα ασφάλειας και συνεργασίας ( ΝΑΤΟ), εντείνουν την αβεβαιότητα. Η πολιτική των ΗΠΑ καθορίζεται και αλλάζει με μηνύματα και κατά το «αλάθητο» ένστικτο του προέδρου Τραμπ. Η Αθήνα, οι Βρυξέλλες και το ΝΑΤΟ τις πληροφορούνται μέσω tweet την ίδια στιγμή με τον υπουργό Εξωτερικών Μάϊκ Πομπέο, τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, τους πρέσβεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη κ.λπ. Αλλάζουν, αμβλύνουν και ανατρέπουν συχνά το μέτρο σταθερότητας των διαβεβαιώσεων, θέσεων και διαθέσεων που μας μεταφέρουν οι θεσμικοί Αμερικανοί συνομιλητές μας στην Αθήνα και στην Ουάσιγκτον.

Το τελικό «προϊόν» του Στρατηγικού Διαλόγου Αθηνών και Ουάσιγκτον θα έπρεπε να είναι μία νέα ελληνοαμερικανική Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας. Το περιεχόμενο να δικαιολογεί όμως τον τίτλο. Ο όρος «στρατηγική» στην Ελλάδα χρησιμοποιείται άσκοπα. Απουσιάζει τόσο ώστε να μην σημαίνει τίποτα περισσότερο από το αυτονόητο. Έχουμε συνειδητοποιήσει πλέον ότι σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας της Τουρκίας θα είμαστε μόνοι. Χρειαζόμαστε ένα συμπληρωματικό πλαίσιο εγγυήσεων εθνικής ασφάλειας (security guarantees) σε διμερές επίπεδο. Το είχαμε ήδη, από το 1976, επιδιώξει στη βάση συνεννοήσεων αμοιβαίως επωφελών με σειρά χωρών, πρωτίστως με τις ΗΠΑ. Αν δεν την επιδιώξουμε, η διαδικασία θα μείνει στην δική μας ιστορία ως μία «χαμένη ευκαιρία».. Η Σούδα είναι αναντικατάστατη. Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδος ενισχύεται. Αφέλεια όμως θα ήταν να πιστέψει κανείς ότι οι ΗΠΑ ή ο πρόεδρος Τραμπ θα προστρέξουν εις βοήθειά μας σε περίπτωση εκδήλωσης τουρκικής επιθετικής ενέργειας. Αποτελεί ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι τώρα θα γίνει.

Εκείνο όμως που έχουμε δικαίωμα -κυρίως όμως υποχρέωση να προβάλλουμε- είναι ότι περιμένουμε από την Ουάσιγκτον να κάνει, όπως έχει τη δυνατότητα, όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες προκειμένου να μην επιτρέψει και να αποτρέψει μία στρατιωτική ενέργεια κατά της Ελλάδος από όπου και αν προέρχεται(erga omnes). Διμερούς χαρακτήρα διαβεβαίωση που βαίνει πέραν του -αναποτελεσματικού για την ασφάλεια της Ελλάδος- Άρθρου 5 της Χάρτας του ΝΑΤΟ. Προσβλέπουμε στην αποτρεπτική, προληπτική στάση των ΗΠΑ. Ας επαναλάβει η Ουάσιγκτον την γραπτή της προς τούτο εγγύηση που μας είχε δώσει ήδη τον Απρίλιο του 1976.

Ταυτόχρονα με την κύρωση, στη Βουλή των Ελλήνων, της ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας, που υπεγράφη τον Οκτώβριο από τους υπουργούς Εξωτερικών Ν. Δένδια και Μ. Πομπέο, ας γνωστοποιήσουμε επίσημα στην Ουάσιγκτον ότι «εάν η Τουρκία προβεί σε στρατιωτική ενέργεια κατά της Ελλάδος, η Αθήνα θα υποχρεωθεί να αναστείλει τη λειτουργία όλων των διευκολύνσεων για όσο διάστημα κρίνει επιβεβλημένο (sine die).

Η συντεταγμένη ελληνική πολιτεία θα πρέπει να έχει ήδη βγάλει τα δικά της συμπεράσματα από τον τρόπο και τα κίνητρα που ώθησαν τον πρόεδρο Τραμπ να ανατρέψει υπέρ της Τουρκίας (και αναμφίβολα υπέρ της Ρωσίας) την ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων και επιδιώξεων στη Συρία, εγκαταλείποντας τους πιστούς του συμμάχους (τους Κούρδους) στο πεδίο της μάχης.

Επιπλέον, ανεξαρτήτως της πάγιας από όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις εγγενούς προσπάθειας εξωραϊσμού της κατάστασης, γεγονός παραμένει ότι ουδείς σύμμαχος των ΗΠΑ στην Ευρώπη μπορεί να είναι βέβαιος για τις πραγματικές διαθέσεις της Ουάσιγκτον. Η διαπίστωση αυτή -καίτοι δεν μπορεί δημόσια να ομολογηθεί- αναμφίβολα έχει κρίσιμη σημασία για την Ελλάδα. Δεν είναι θέμα αυτοπεποίθησης, ψυχραιμίας ή νηφαλιότητας. Είναι συμπέρασμα που προκύπτει από την καταγραφή και ανάλυση των προσωπικών κινήσεων και αποφάσεων του προέδρου. Ντόναλντ Τραμπ.

Ασφαλώς, η Ελλάδα έχει διπλωματικά χαρτιά στη διάθεσή της. Έχω κατά νου ένα. Ταυτόχρονα με την υποβολή για συζήτηση και κύρωση, στη Βουλή των Ελλήνων, της πρόσφατης ετήσιας διάρκειας ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας ας γνωστοποιήσουμε επίσημα στην Ουάσιγκτον ότι: «εάν η – σύμμαχος στο ΝΑΤΟ- Τουρκία προβεί σε οποιασδήποτε μορφής και έκτασης στρατιωτική ενέργεια κατά της Ελλάδος, η Αθήνα θα υποχρεωθεί να αναστείλει άμεσα τη λειτουργία όλων των διευκολύνσεων για όσο διάστημα κρίνει επιβεβλημένο (sine die). Οι τουρκικές επιθετικές δραστηριότητες στο Αιγαίο θέτουν σε κίνδυνο το συμφέρον εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ».

“Business as usual will not be an option for Athens”. Θα ήμουν ευτυχής, αν τη θέση αυτή σταθερά διαμηνύσουμε προς την Ουάσιγκτον. Σε κάθε ευκαιρία και σε κάθε επίπεδο.

Αν εμείς δεν θέσουμε το ζωτικό πρόβλημα ασφάλειάς μας στο ανώτερο δυνατό κοινό παρονομαστή των συμφερόντων μας, γιατί περιμένουμε από τους άλλους να ανησυχούν; Αν όχι τώρα, πότε ;