Η Ε.Ε. σχεδιάζει το μέλλον της
Του Βασίλη Τσιάμη*
Στη φωτογραφία Η απόφαση για μια βαθιά ενδοσκόπηση της Ε.Ε. προήλθε, κατά βάση, από το φόβο για την αναμενόμενη έκφραση της δυσαρέσκειας των Ευρωπαίων πολιτών μέσω της αξιοσημείωτης ενδυνάμωσης των λαϊκιστών και της ομάδας των Ευρωσκεπτικιστών του Ευρωκοινοβουλίου στις Ευρωεκλογές του 2019.
Η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης είναι πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που ανακοινώθηκε στα τέλη του 2019, με στόχο να εξετάσει το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο μέλλον της Ε.Ε., καθώς και ποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν τόσο στις πολιτικές της, όσο και, συνολικά, στη λειτουργία της. Συμπεριλαμβανομένων των τριών θεσμικών της οργάνων, ήτοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Η αλήθεια είναι ότι η απόφαση για μια βαθιά ενδοσκόπηση της Ε.Ε. προήλθε, κατά βάση, από το φόβο για την αναμενόμενη έκφραση της δυσαρέσκειας των Ευρωπαίων πολιτών μέσω της αξιοσημείωτης ενδυνάμωσης των λαϊκιστών και της ομάδας των Ευρωσκεπτικιστών του Ευρωκοινοβουλίου στις Ευρωεκλογές του 2019, Μία ενίσχυση, παρά ταύτα, που στην πράξη δεν επήλθε ποτέ.
Η συνεχής απαίτηση των Ευρωπαίων πολιτών για περισσότερο εκδημοκρατισμό και διαφάνεια της λειτουργίας της Ε.Ε. ως σύνολο, αλλά κυριότερα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και η ανάγκη οι πολιτικές της Ε.Ε. να επικεντρωθούν όχι μόνο στο αύριο αλλά και στις σημερινές απαιτήσεις των πολιτών της (κάτι που παρουσίαζε την Ε.Ε. ως αποσυνδεδεμένη από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών) διατήρησε τον προγραμματισμό. Έτσι, η απαίτηση των Ευρωπαίων πολιτών, για μια φιλόδοξη και πλήρως συμμετοχική διαδικασία με επίκεντρο τους πολίτες για το μέλλον της Ευρώπης, ικανή να ανταποκριθεί στις ευρωπαϊκές προκλήσεις, υιοθετήθηκε πλήρως από την Επιτροπή von der Layen.

Ο προγραμματισμός ήταν η όλη διαδικασία να ξεκινήσει το δεύτερο εξάμηνο του 2020 και να ολοκληρωθεί το πρώτο εξάμηνο του 2022. Όχι τυχαία, δηλαδή, να ξεκινήσει επί Γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου και να ολοκληρωθεί επί της αντίστοιχης Γαλλικής. Είναι προφανής η σημειολογία καθόσον το ισχυρό δίπολο Γερμανίας-Γαλλίας ήθελε να επισφραγίσει για άλλη μία φορά ποιος διοικεί και θα διοικεί την Ένωση. Στοιχείο που έχει γίνει πλέον πολύ έντονο μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασίλειου από την Ε.Ε..
Το ημερολόγιο που αρχικά είχε συμφωνηθεί ήταν:
- Ιούλιος 2020: Διάσκεψη έναρξης στις Βρυξέλλες.
- Δεύτερο εξάμηνο 2020: Έναρξη συναντήσεων εμπειρογνωμόνων σε επίπεδο Ε.Ε. καθώς και διαλόγων πολιτών από θεσμικά όργανα και κράτη μέλη της Ε.Ε.
- 2021: Συνέδρια θεματικών ενοτήτων.
- Πρώτο εξάμηνο 2022: Κλείσιμο Συνεδρίου.
Προφανώς η επίδραση του Covid-19 ήταν καταλυτική στο να καθυστερήσουν οι διαδικασίες, οι οποίες δεν έχουν καν ξεκινήσει, καθόσον οι προτεραιότητες διαφοροποιήθηκαν πλήρως. Μετά από αρκετούς μήνες προκαταρκτικών συζητήσεων, αλλά και καθυστερήσεων, η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται επιτέλους να ξεκινήσει μια ευρεία συζήτηση για το μέλλον της. Εδώ, οι συνήθεις «παιδικές ασθένειες» της Ε.Ε. και πάλι βρίσκονται στο προσκήνιο. Ποιος θα προεδρεύσει στην όλη διαδικασία, ποιος Οργανισμός θα έχει ποιον ρόλο και τελικά συζητάμε για τέτοιες κοσμογονικές αλλαγές μέχρι και αυτής τα αλλαγής των Συνθηκών ή η όποια φιλοδοξία για αλλαγές θα έχει όρια που θα καθορίσουν οι πολιτικές πραγματικότητες?
Σε ότι αφορά τον προεδρεύοντα, το Κοινοβούλιο πρότεινε τον Guy Verhofstadt, ένα γνωστό φεντεραλιστή που σχεδόν αμέσως προκάλεσε αντιδράσεις στο αν και κατά πόσον ο προγραμματιζόμενος διάλογος τελικά έχει προαποφασισμένα συμπεράσματα. Το όνομα του Michel Barnier έρχεται στο προσκήνιο από την πλευρά του Συμβουλίου και ίσως και της Επιτροπής. Πρόκειται για έναν πολιτικό που, ομολογουμένως, έκανε εξαιρετική δουλειά για το Brexit. Παρά ταύτα, το επιχείρημα που ακούγεται, αν τελικά θέλουμε να φτιάξουμε το όραμα της νέας Ευρώπης με παλιά υλικά, έστω και καλής ποιότητας, είναι αρκετά ισχυρό.
Σε ότι αφορά τον ρόλο του κάθε θεσμικού οργάνου, εδώ έχουμε τη γνωστή συζήτηση μεταξύ των τριών για το ποιος θα υπερισχύσει, πάντα μέσα στα πλαίσια του ρόλου τους όπως τους καθορίζουν οι Συνθήκες. Αλλά και για αυτή καθ’ αυτή την συζήτηση για πιθανή αλλαγή των Συνθηκών, είναι ήδη προφανές ότι η αναφορά έχει προσεχτικά αποσυρθεί από τον δημόσιο διάλογο.
Μετά το Brexit και τον ισχυρό «σεισμό» της διοίκησης Trump η οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απέρχεται, η Ευρώπη βρίσκεται και πάλι σε ένα σημείο καμπής. Η κρίση του Covid-19 ανέδειξε, για ακόμη μία φορά, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. και, ως τέτοια, άσκησε πίεση σε όλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.

Ωστόσο, οι δυσκολίες της πρόσφατης περιόδου αποκάλυψαν μια ισχυρή βούληση αλληλεγγύης, καινοτομίας και συμμετοχής μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών. Επίσης, ότι η Ε.Ε., μέσω των δράσεων της Επιτροπής και των αποφάσεων του Συμβουλίου, απέδειξε ότι ακόμα διαθέτει ισχυρά αντανακλαστικά. Και με τις δράσεις της για την υγεία, την εργασία και την προστασία όλων των πληγμένων κοινωνικών ομάδων ήρθε πιο κοντά στις ανάγκες των πολιτών που, για πρώτη φορά, ένιωσαν την αξία και το ρόλο της στην ίδια τους την δύσκολη καθημερινότητα. Το ανακοινωθέν σχέδιο ανάκαμψης επισφράγισε αυτή την εντύπωση.
Η κρίση όμως ανέδειξε και την ετοιμότητα των πολιτών για περισσότερο διάλογο, περισσότερη συμμετοχή και περισσότερη αλληλεγγύη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης, όπως περιγράφεται στις προτάσεις των τριών βασικών θεσμικών οργάνων της, φαίνεται να δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία για τη συμμετοχή των Ευρωπαίων πολιτών στις προγραμματιζόμενες διαδικασίες. Σε περίπτωση επιτυχίας, η Διάσκεψη θα μπορούσε να ανοίξει ένα νέο δημοκρατικό κεφάλαιο για την Ε.Ε., αλλά ο κίνδυνος απογοήτευσης ελλοχεύει πάντα.
Αυτό που διακυβεύεται είναι η ικανότητα, για τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, να δημιουργήσουν μια «ορμή» επανασύνδεσης μεταξύ των πολιτών και της Ε.Ε. και, επιπλέον, μεταξύ των προτεραιοτήτων των Ευρωπαίων και αυτών των θεσμικών της οργάνων για τα επόμενα χρόνια. Ίδωμεν!
* Associate Partner της Ernst & Young για θέματα Ευρωπαϊκών
Προγραμμάτων Χρηματοδότησης –Επικεφαλής Τομέα Ασφάλειας και Άμυνας – Πρώην ανώτερο στέλεχος της Ε.Ε. για
θέματα Ασφάλειας και Άμυνας