Οι εκδηλώσεις για τη 200η επέτειο της Επανάστασης σφραγίστηκαν από το υψηλό φρόνημα των ενόπλων δυνάμεων και των πολιτών, αλλά και τις υπερβολές της κυβέρνησης περί άψογης διοργάνωσης και της αντιπολίτευσης περί παταγώδους αποτυχίας.

Μοναδικό σημείο, επί του οποίου φαίνεται να ομονοούν όλες οι πολιτικές πτέρυγες και τα μέσα ενημέρωσης, είναι η κατώτερη των περιστάσεων στάση της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατ. Σακελλαροπούλου. Ούτε μία πρωτοβουλία ή μία φράση αντάξιες της περίστασης, ώστε να εκτιμηθούν από το λαό, να αποσπάσουν διεθνές ειδησεογραφικό ενδιαφέρον ή -πόσο μάλλον- να μνημονεύονται στο μέλλον.

Ωστόσο η σημαντικότερη δυσάρεστη πτυχή είναι το διαφυγόν διπλωματικό και «επικοινωνιακό» κέρδος που θα ήταν μεγάλο για τη χώρα, αν οι εμπλεκόμενοι στους εορτασμούς (Προεδρία, κυβέρνηση, «Επιτροπή 2021» κ.λπ.) είχαν κινητοποιηθεί και συντονιστεί. Από τον Αύγουστο του 2019, όταν ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης ανέθεσε -εγκαίρως- αξιώματα και αρμοδιότητες, μέχρι λίγες μέρες πριν από την 25η Μαρτίου δεν υπήρξαν συναίνεση και καθορισμός προτεραιοτήτων για τον επιδιωκόμενο αριθμό ξένων προσκεκλημένων, τις προτιμώμενες ιδιότητές τους και τα μηνύματα που θα προβάλλονταν διεθνώς. Σχεδόν κάθε κίνηση ανέτρεπε την προηγούμενη και υπονόμευε την επόμενη. Η πανδημία αποτελούσε σοβαρό οργανωτικό πρόβλημα, αλλά όχι ανυπέρβλητο, όπως αποδείχθηκε με όσους επισήμους ήρθαν τελικά στην Αθήνα.

Η κακή αρχή έγινε με την πρόκληση προς τον Πάπα. Το Βατικανό δεν συνεισέφερε μεν τίποτα στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, αλλά το ταξίδι του Πάπα Φραγκίσκου στην Ελλάδα θα προσέλκυε το ενδιαφέρον εκατομμυρίων Καθολικών. Θα διευκόλυνε, επίσης, την αποδοχή των ελληνικών προσκλήσεων από πλήθος αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων και εκκλησιαστικούς ηγέτες. Η απάντηση του Βατικανού ήταν του τύπου «ξέρετε ο Πάπας επισκέπτεται χώρες όπου έχει να συζητήσει κάτι, αλλά ευχαρίστως να το εξετάσουμε». Ουδείς αρμόδιος ενδιαφέρθηκε να πιέσει περαιτέρω και να παρουσιάσει θέματα συζητήσεων στο Βατικανό. Η παρουσία του Πάπα θα ήρε εξάλλου τις -λόγω Τουρκίας- δυσχέρειες συμμετοχής του Οικουμενικού Πατριάρχη. Συγγενές το ερώτημα, γιατί δεν υπήρξε μέριμνα συμμετοχής των 8 Ορθόδοξων Πατριαρχείων.

Η ελληνική πλευρά δεν έπεισε τον Πάπα Φραγκίσκο, το Γάλλο πρόεδρο Εμ. Μακρόν και τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Αντ. Μπλίνκεν να έρθουν στην Αθήνα.

Παράλληλα, οι οργανωτές των εκδηλώσεων λησμόνησαν ότι η Ελλάδα αποτελεί μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. επί δεκαετίες. Τι πιο φυσικό από την αποστολή προσκλήσεων στους 29 συμμάχους και 26 εταίρους μας (αρκετοί συμμετέχουν και στους δύο οργανισμούς) με εκπροσώπηση, το λιγότερο, σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών ή Άμυνας;

Τους τελευταίους μήνες, δόθηκε έμφαση στις χώρες που συμμετείχαν στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, αλλά οι παλινωδίες ήταν διαδοχικές. Ενώ είναι πασίγνωστο ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις βρίσκονται σε χαμηλές θερμοκρασίες για πολλά χρόνια, τα λάθη στην πρόσκληση προς τον πρόεδρο Βλ. Πούτιν, καθώς και η απόρριψη της πρότασης για συνεργασία στο εμβόλιο Sputnik (που αποκάλυψε ο Μαν. Κοττάκης), επιβάρυναν το κλίμα. Η ρωσική εκπροσώπηση, σε επίπεδο πρωθυπουργού, έσωσε τα προσχήματα, αλλά το αντάλλαγμα θα φανεί με τις σκληρές απαιτήσεις της Μόσχας κατά τις εκεί επισκέψεις του κ. Μητσοτάκη και του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια.

Από την πλευρά τους, η Βρετανία και η Γαλλία τίμησαν την Ελλάδα. Παραμένει πάντως ασαφές αν η ακύρωση της παρουσίας του προέδρου Εμ. Μακρόν (με εκπροσώπησή του από την υπουργό Άμυνας) οφείλεται όντως στην πανδημία ή αποτελεί έκφραση δυσαρέσκειας. Όχι μόνον για τη μη αγορά των φρεγατών Belharra, αλλά και επειδή ο κ. Μητσοτάκης ισοπέδωσε την αξία των πολύμηνων συζητήσεων περί στρατηγικής συνεργασίας με ρήτρα αμυντικής συνδρομής (που ο ίδιος ζητούσε), δηλώνοντας ξαφνικά στη ΔΕΘ ότι αρκεί το σχετικό άρθρο 42.7 της Συνθήκης για την Ε.Ε.

Όμως «εκπληκτικά» είναι όσα συνέβησαν με τις ΗΠΑ. Πρόσκληση δεν απεστάλη στον Ντ. Τραμπ, ώστε να προγραμματιστεί σε περίπτωση επανεκλογής ή να μεταβιβαστεί στο διάδοχό του. Ούτε και κανείς βολιδοσκόπησε προεκλογικά τον Τζο Μπάιντεν, παρά τους δεσμούς του με την ελληνοαμερικανική κοινότητα. Λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία του, έλαβε πρόσκληση από την κυρία Σακελλαροπούλου, προκαλώντας μειδιάματα στην Ουάσιγκτον για την παχυλή άγνοια περί της πάγιας πρακτικής, ειδικά, στους πρώτους μήνες θητείας ενός νέου Προέδρου. Αξιωματούχος με προνομιακή σχέση με τον κ. Μητσοτάκη κατέβαλε προσπάθεια για αμερικανική εκπροσώπηση από τον υπουργό Εξωτερικών Αντ. Μπλίνκεν, αποκομίζοντας την εντύπωση ότι δεν θα ταξίδευε πουθενά λόγω της πανδημίας. Με τη διαφορά ότι ο κ. Μπλίνκεν τελικά βρισκόταν στις Βρυξέλλες από τις 22 ως τις 25 Μαρτίου, χωρίς η κυβέρνηση να καταφέρει να τον πείσει να πετάξει, για δύο-τρεις ώρες, μέχρι την Αθήνα.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατία» στις 31 Μαρτίου 2021