Σε συνέχεια του σημειώματός μας στο περασμένο τεύχος («Η στάση της ελλαδικής κοινωνίας έναντι Ισραηλινών και Παλαιστινίων»), θα αναφερθούν ορισμένες επιπλέον επισημάνσεις σχετικά με τη στάση της ελλαδικής κοινωνίας στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη, αλλά και ευρύτερα.

Ένα μέρος της ελλαδικής κοινωνίας είναι όντως δυσαρεστημένο για την ανθρωπιστική κατάσταση στη Γάζα και έχει κάθε δικαίωμα να εκφράσει τη δυσαρέσκεια του – όχι, φυσικά, στην ελλαδική κυβέρνηση, ωσάν η τελευταία να μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς την κατάσταση.

Αν οι διαμαρτυρόμενοι-ακτιβιστές για την ισραηλινή πολιτική (οι οποίοι εν πολλοίς ταυτίζονται με συγκεκριμένους ιδεολογικούς χώρους), ήθελαν την Ελλάδα να παρεμβαίνει ουσιαστικά στις διεθνείς υποθέσεις, τότε θα υποστήριζαν φανατικά πολιτικές στρατιωτικής ενίσχυσης της χώρας, ώστε ο λόγος της να έχει βαρύτητα. Αλλά όχι! Οι ιδεολογικές ψυχώσεις, οι κομματικές εμμονές δεν τους επιτρέπουν κάτι τέτοιο.

Αφενός, το ότι οι διαμαρτυρίες προκαλούν την αντίδραση του Ισραήλ είναι αδιάφορο και θα ήταν αφελής και αναποτελεσματική η (υποθετική) προσπάθεια φίμωσης επικριτικών φωνών προς ικανοποίηση του Τελ Αβίβ. Αφετέρου, απαιτείται σεβασμός στον αγώνα ενός αρχαίου έθνους να διατηρήσει τη μικρή εθνική εστία που απέκτησε το 1948 στη γενέθλια γη, μετά από 1.900 χρόνια, και η Αθήνα πρέπει να τονίζει πως η διαγραφή, από την Ιερουσαλήμ, κάθε προοπτικής κρατικής παλαιστινιακής υπόστασης δεν προοιωνίζεται θετικές εξελίξεις για την ευρύτερη περιοχή.

Εναντιώνονται στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, στην ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και στη σύνδεσή της με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, στις συμμαχίες με τρίτα κράτη, στις υποχρεώσεις της χώρας στο ΝΑΤΟ. Καταφέρονται με μένος εναντίον της ελλαδικής κυβέρνησης, θέλοντας να την καταστήσουν μέτοχο (;) στην ισραηλινή πολιτική, όποια και αν είναι αυτή.

Κανείς δεν θέτει, ούτε θα πρέπει να θέτει, προσκόμματα σε δημόσιες ομιλίες ή σε πορείες. Εφόσον ένα τμήμα της κοινωνίας αισθάνεται έτσι, ανεξάρτητα από τον βαθμό που ισχύουν όλα όσα αναφέρονται από επικριτές της ισραηλινής πολιτικής, πρέπει να εκφραστούν. Ταυτόχρονα, το αν η αντίθεση αυτή στην πολιτική προκαλεί τη δυσαρέσκεια του Κράτους του Ισραήλ είναι αδιάφορο.

Και, βέβαια, θα ήταν αφελής και αναποτελεσματική η (υποθετική) προσπάθεια φίμωσης επικριτικών για το Ισραήλ φωνών προς ικανοποίηση του Τελ Αβίβ. Κάτι τέτοιο θα καταδείκνυε παντελή έλλειψη αμοιβαιότητας και ισορροπίας στη συμμαχική μας σχέση και δεν θα περιποιούσε τιμή στην Αθήνα.

Ο ζήλος με τον οποίο διαφορετικά μέρη της κοινωνίας στήριξαν Κίεβο και Μόσχα δεν έχει συναντηθεί για αντίστοιχα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Σχετικό παράδειγμα τα επικριτικά δημοσιεύματα για την παρουσία του Θεόδωρου Κουρεντζή, ιδρυτή και καλλιτεχνικού διευθυντή της ορχήστρας «Ουτοπία», ο οποίος εδρεύει στη Ρωσία, για τη συναυλία του στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, στις 19 Ιουλίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου. Οι ίδιες επισημάνσεις ισχύουν και για τη συμπόρευση με τη Μόσχα, απόρροια μιας στείρας εναντίωσης στις δυτικές χώρες.

Όμως, υπάρχουν ορισμένες πτυχές των κινητοποιήσεων που πρέπει να επισημανθούν. Η παρεμπόδιση Ισραηλινών τουριστών να αποβιβαστούν σε ελληνικά νησιά πλήττει άμεσα τις τοπικές κοινωνίες, στερώντας εισόδημα από τις εκεί επιχειρήσεις. Τι θα γινόταν αν κάθε συλλογικότητα παρεμπόδιζε την έλευση συγκεκριμένων εθνικοτήτων στη χώρα;

Με την ίδια λογική, θα έπρεπε να παρεμποδιστούν και Κινέζοι επισκέπτες για όσα καταλογίζονται στο Πεκίνο σχετικά με τους Ουιγούρους, καθώς και Αμερικανοί και Αυστραλοί για τη μεταχείριση, διαχρονικά, Ινδιάνων και Αβορίγινων αντίστοιχα. Η δε αυτάρεσκη εγωπάθεια των ακτιβιστών αυτών, η ηθική υπεροχή -που νομίζουν ότι έχουν- καθιστούν κάθε προσπάθεια συνεννόησης αδύνατη.

Βάσει ποιου δικαιώματος οι διαδηλωτές αυτοί καταχρώνται το δημόσιο χώρο με σκοπό να επιβάλλουν τις απόψεις τους; Η εικόνα δε των αναρχικών της συλλογικότητας του Ρουβίκωνα να απειλεί, στους δρόμους της Αθήνας, Ισραηλινούς τουρίστες («Οι δρόμοι της Αθήνας ανήκουν στους αλληλέγγυους του Παλαιστινιακού λαού και όχι στους δολοφόνους που έρχονται εδώ να χαλαρώσουν» αναφέρθηκε σε ανάρτησή της ομάδα) καταδεικνύει τη φασίζουσα νοοτροπία τους, ταυτίζοντας κάθε Ισραηλινό με την πολιτική της κυβέρνησης τους.

Παράλληλα, έχει σημειωθεί αριθμός μεμονωμένων επεισοδίων που αφορούν Ισραηλινούς τουρίστες, όπως η περίπτωση του ιδιοκτήτη εστιατορίου στη Νάξο, ο οποίος έδιωξε ομάδα Ισραηλινών τουριστών. Σε διάφορες περιστάσεις, υπάρχουν πολλά παραδείγματα στήριξης στον παλαιστινιακό λαό.

Από γυναίκες σε πανηγύρι της Ηπείρου που χορεύουν φορώντας την παλαιστινιακή σημαία μέχρι την απαίτηση του κ. Αλ. Χαρίτση, επικεφαλής της Νέας Αριστεράς, ο οποίος προσπάθησε να προσέλθει στο Προεδρικό Μέγαρο συνοδεία ενός Παλαιστίνιου το παιδί του οποίου νοσηλεύεται στην Ελλάδα, δηλώνοντας σχετικά πως «οι Έλληνες ξέρουμε τι σημαίνει εισβολή, κατοχή, προσφυγιά» και πως «η Ελληνική Δημοκρατία του 2025 δεν έχει χώρο για τους κατατρεγμένους μιας γενοκτονίας».

Σε αντίθεση με το «μπλόκο» στα κρουαζιερόπλοια με Ισραηλινούς τουρίστες, όπως το εκείνο στη Ρόδο στις 28 Ιουλίου 2025, δεν υπάρχουν αντιδράσεις για τους δεκάδες χιλιάδες Τούρκους τουρίστες (φωτό) που επισκέπτονται την Ελλάδα, όχι από αγάπη γι’ αυτήν, αλλά έχοντας την αυτοπεποίθηση της ισχύος του κράτους τους.

Ποιοι χρηματοδοτούν τις κινητοποιήσεις αυτές; Ποιοι συντάσσουν τα κείμενα των φυλλαδίων; Ποιοι καταβάλλουν το κόστος των κινητοποιήσεων; Ποιος είναι ο αριθμός ξένων υπηκόων στις εκδηλώσεις αυτές και κατά πόσο οι στοχεύσεις των χωρών τους ή των χρηματοδοτών τους συμπορεύονται με τις αντίστοιχες ελληνικές; Αν και η αποδοκιμασία της ισραηλινής πολιτικής είναι δεδομένη για ένα τμήμα της κοινωνίας, εντούτοις η παρουσία αλλοδαπών στις ακτιβιστικές ενέργειες είναι σημαντική.

Διαχρονικά, εντοπίζεται μια προβληματική σχέση της ελληνικής Αριστεράς τόσο με σειρά εθνικών ζητημάτων, όσο και με τη στάση της χώρας διεθνώς. Η έννοια του εθνικού συμφέροντος, όπως αυτή φυσικά της εθνικής ταυτότητας, ερμηνεύονται μέσα από ασφυκτικά ιδεολογικά καλούπια που θέλουν να επιβληθούν της πραγματικότητας.

Επίσης, τα κατάλοιπα ενός στείρου αντιδυτικισμού και η ενστικτώδης στήριξη όσων θεωρούνται ότι βρίσκονται απέναντι συνεχίζει σε όχι αμελητέο βαθμό (όχι, αναγκαστικά, στην περίπτωση των Παλαιστινίων) να καθορίζει την οπτική του συγκεκριμένου χώρου.

Ωστόσο, η στάση της χώρας, όμως, απέναντι σε κάθε διεθνή διένεξη, θα πρέπει να καθορίζεται πρώτιστα από τη σωστή ανάγνωση και το εθνικό συμφέρον. Αυτό το τελευταίο βρίσκει καθολική εφαρμογή στην ιστορία των διακρατικών σχέσεων με την άλλοτε «μεγάλη σοβιετική πατρίδα» να το πρεσβεύει στην απόλυτη μορφή του!

Τα οφέλη από μια διευρυνόμενη ελληνοϊσραηλινή συνεργασία μπορεί να είναι σημαντικά για την Ελλάδα -ιδιαίτερα όσο διευρύνεται το χάσμα με την Άγκυρα- αλλά και για το Κράτος του Ισραήλ. Η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού της χώρας και η απόκτηση αυτοδύναμης ισχύος, φυσικά, διαμορφώνουν το πλαίσιο της διμερούς συνεργασίας.

Απόλυτη ταύτιση μεταξύ των δύο χωρών δεν μπορεί να υπάρξει λόγω διαφορετικών προτεραιοτήτων. Επί παραδείγματι η αντίθεση της Ιερουσαλήμ στον ισλαμικό φονταμενταλισμό δεν εμπόδισε τη στήριξη του μουσουλμανικού Αζερμπαϊτζάν (λόγω Ιράν) να επικρατήσει των χριστιανών Αρμενίων με τους οποίους μας συνδέει η φρίκη της Γενοκτονίας από τον νεοτουρκικό καθεστώς. Η ήττα των τελευταίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκή εξέλιξη για το ελληνικό εθνικό συμφέρον.

Οι ανωτέρω επισημάνσεις περί πραγματισμού ισχύουν και για την περίπτωση του Ισραήλ. Η όξυνση των προβλημάτων στο εσωτερικό κρατών τα οποία παραδοσιακά στήριζαν το κράτος του Ισραήλ, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, θέτουν υπό αμφισβήτηση την μακροχρόνια στήριξη των χωρών αυτών στην Ιερουσαλήμ.

Επιπλέον, η αντίθεση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αλλά και της αμερικανικής στη μη εμπλοκή σε περαιτέρω πολεμικές συγκρούσεις στις οποίες δεν θεωρείται πως διακυβεύονται άμεσα εθνικά συμφέροντα καθιστούν τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών περισσότερο επιφυλακτικές να συνδράμουν ενεργά το Ισραήλ.

Μια πραγματιστική θεώρηση των διακρατικών σχέσεων, εκ μέρους των Αθηνών, οφείλει να λάβει και τα παραπάνω υπ’ όψιν. Και, ασφαλώς, αυτή η πραγματιστική στάση -και ο σεβασμός στον αγώνα ενός αρχαίου έθνους να διατηρήσει τη μικρή εθνική εστία που απέκτησε, μετά από 1900 χρόνια, στη γενέθλια γη– πρέπει να ενθαρρύνει την Αθήνα να τονίζει πως η διαγραφή, από την Ιερουσαλήμ, της προοπτικής κρατικής παλαιστινιακής υπόστασης δεν μπορεί να προοιωνίζεται θετικές εξελίξεις για την ευρύτερη περιοχή.

Παράλληλα, φυσικά, με τις ανθρωπιστικές επιπτώσεις από τη δυνητική αποβολή του παλαιστινιακού πληθυσμού από τη Λωρίδα της Γάζας.
Ανάλογες περιπτώσεις ενστικτώδους ταύτισης έλαβαν χώρα και στη περίπτωση του ρωσo-ουκρανικού πολέμου που διανύει τον τέταρτο χρόνο του.

Ο ζήλος με τον οποίο διαφορετικά μέρη της κοινωνίας στήριξαν Κίεβο και Μόσχα δεν έχει συναντηθεί για αντίστοιχα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Σχετικό παράδειγμα τα επικριτικά δημοσιεύματα για την παρουσία του Θεόδωρου Κουρεντζή, ιδρυτή και καλλιτεχνικού διευθυντή της ορχήστρας «Ουτοπία», ο οποίος εδρεύει στη Ρωσία, για τη συναυλία του στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, στις 19 Ιουλίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου.

Η άκριτη, ζηλωτική ταύτιση με το συμμαχικό ή κοινοτικό συμφέρον, χωρίς να έχουν ληφθεί υπ’ όψιν τυχόν εθνικές ιδιαιτερότητες, δεν βοηθά τον δημόσιο διάλογο και επιτείνει τη σύγχυση μιας ήδη μπερδεμένης, ασύντακτης κοινωνίας.

Οι ίδιες επισημάνσεις ισχύουν και για τη συμπόρευση με τη Μόσχα, απόρροια μιας στείρας, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, εναντίωσης στις δυτικές χώρες.

Είναι αξιοπερίεργο, αλλά καθόλου δυσεξήγητο, πως παρόμοιες αντιδράσεις, όπως αυτές για την ισραηλινή πολιτική, δεν έχουν λάβει χώρα για τη γείτονα Τουρκία, όταν η συνειδητή αναθεωρητική της πολιτική πιστοποιείται όχι με διακηρύξεις, αλλά με συγκεκριμένες ενέργειες στην Κύπρο και στο Αιγαίο αρκετές δεκαετίες τώρα.

Ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος δε, που διοργανώνει τις κινητοποιήσεις και κραυγάζει την κατηγορία περί γενοκτονίας στη Γάζα, συνειδητά χλευάζει την μνήμη των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αρνούμενος τη Γενοκτονία του 1913-1923. Δεν υπάρχουν αντιδράσεις για τους δεκάδες χιλιάδες Τούρκους τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα, οι οποίοι ταξιδεύουν στη χώρα μας όχι από αγάπη για αυτήν, αλλά έχοντας την αυτοπεποίθηση της ισχύος του κράτους τους.

Ιδιαίτερα, στο νησί της Χίου στο οποίοι οι Οθωμανοί διέπραξαν αυτό που σε σημερινούς όρους θα μπορούσε επισημανθεί ως γενοκτονία, η παρουσία τουριστικού ρεύματος από την Τουρκία προσεγγίζεται από τους εκεί επιχειρηματίες αποκλειστικά με οικονομικούς όρους.

Η κεντρική κυβέρνηση, διαχρονικά, δεν φρόντισε τη δημιουργία εγχώριας παραγωγικής βάσης, πέραν της γεωργικής παραγωγής και του τουρισμού (και αυτόν με στρεβλό, μη βιώσιμο τρόπο), στα νησιά του ελληνικού αρχιπελάγους, ώστε να μην εξαρτώνται μονοσήμαντα από τον τουρισμό – πολλώ δε μάλλον από την απέναντι ακτή.

Φυσικά, η κρατική ακηδία δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο του στοιχειώδους εθνικού αυτοσεβασμού για τους καλούς κατοίκους της μαρτυρικής μας Χίου.

Οι Τούρκοι επισκέπτονται μια, κατ’ αυτούς, ασθενέστερη, αδύναμη χώρα, η οποία θα πρέπει να αποδεχθεί την υποδεέστερη θέση της έναντι της Άγκυρας και να αναγνωρίσει την ισχύ της τελευταίας. Απέναντι σε αυτή τη νοοτροπία δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αντίδραση από το σύνολο της κοινωνίας.

Επικρατεί, ίσως, η αφελής προσδοκία ότι οι επισκέψεις θα συσφίξουν τις σχέσεις των δύο λαών, ότι οι δύο κοινωνίες θα έρθουν πιο κοντά, ότι η οικονομική συναλλαγή διευρύνει τις προοπτικές και ούτω καθεξής. Τα συνήθη παραισθησιογόνα που συνειδητά προτιμούμε ως κοινωνία, για να μην δούμε κατάματα την πραγματικότητα των τουρκικών προθέσεων και τις υποχρεώσεις που αυτές καθορίζουν για την Αθήνα.

Η στάση της χώρας απέναντι σε κάθε διεθνή διένεξη, θα πρέπει να καθορίζεται πρώτιστα από τη σωστή ανάγνωση και το εθνικό συμφέρον. Αυτό το τελευταίο βρίσκει καθολική εφαρμογή στην ιστορία των διακρατικών σχέσεων με την άλλοτε «μεγάλη σοβιετική πατρίδα» να το πρεσβεύει στην απόλυτη μορφή του!

Επιλογικές παρατηρήσεις

Παρακολουθούμε ένα αγώνα δύο λαών που είναι διατεθειμένοι να υποστούν σημαντικές ανθρώπινες απώλειες, αλλά και έχουν δεχθεί το συνειδησιακό βάρος να σκοτώσουν για τη γη τους. Πέραν των προτιμήσεων για κάποιον από τους δύο ή τη συμπόνοια που συνήθως νιώθουμε για τον ασθενέστερο μιας διαμάχης, οφείλουμε ως κοινωνία να σταθούμε με ιδιαίτερη προσοχή και να αντιληφθούμε το ανθρώπινο κόστος που καταβάλλεται διαχρονικά και από τους δύο λαούς.

Κατόπιν, να αναλογιστούμε τι θυσίες είμαστε έτοιμοι εμείς να αναλάβουμε για την προστασία της ελλαδικής επικράτειας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έχουμε το σθένος να υποστούμε θυσίες -θυσίες σε αίμα- αλλά και να αφαιρέσουμε ζωές των απέναντι; Στο ερώτημα αυτό πιθανότατα δεν θα υπάρχει η άμεση, ενστικτώδης ταύτιση, όπως στην περίπτωση της εξ’ αποστάσεως αλληλεγγύης σε Παλαιστινίους, Ισραηλινούς, Ουκρανούς και Ρώσους.

Όλα τα παραπάνω, η ταύτιση μέρους της κοινωνίας -και ιδιαίτερα ο ενστικτώδης τρόπος και οι συγκεκριμένες ενέργειες με τις οποίες γίνεται- είτε με τους Παλαιστινίους, είτε με το κράτος του Ισραήλ δεν θα λάμβαναν χώρα αν η διαχρονική ηγεσία της χώρας είχε με σαφήνεια καθορίσει τη γεωπολιτική ταυτότητα της Ελλάδος.

Ταυτότητα, που θα συμπυκνώνει τον Ελληνισμό στο χώρο και στο χρόνο και από την οποία θα απέρρεαν οι προτεραιότητες, τα διαχρονικά συμφέροντα και η επισήμανση των κινδύνων όχι μόνο για την ελλαδική Πολιτεία, αλλά για το σύνολο του Ελληνισμού. Μια κοινωνία με ιστορική συνείδηση δεν καθίσταται άθυρμα του συναισθηματισμού της και οφείλει να καθορίζει τη στάση της βάσει των βιωμάτων της και των ιστορικών εμπειριών.

Είναι αυτή η απουσία γεωπολιτικής συνείδησης, η οποία επιτρέπει ιδεολογικές εμμονές, προσωπικές ατζέντες, κομματικές σκοπιμότητες και προσωπική άγνοια, προσμονή οφέλους και αφέλεια να καθορίζουν τη στάση της κοινωνίας, η οποία φαίνεται να κινείται με το θυμικό και το συναίσθημα.

Οποιαδήποτε κομματική δέσμευση, ιδεολογική προτίμηση και πάσης φύσεως ιδεολόγημα δεν θα ήταν αρκετά, ώστε να επιβληθεί στα ιστορικά βιώματα του έθνους μας. Επιτακτική ανάγκη η ενηλικίωση της ελλαδικής κοινωνίας και καθήκον της ηγεσίας να διαμορφώσει το πλαίσιο.