Η «Α&Δ», χωρίς καμιά διάθεση κινδυνολογίας, είχε επισημάνει στο προηγούμενο τεύχος της ότι η χώρα βρίσκεται ενώπιον της «απόλυτης καταιγίδας οικονομικής και εξωτερικής κρίσης», καθώς η ύφεση λόγω Covid-19 συνδυάζεται με τις απειλές εκ μέρους της Τουρκίας. Δυστυχώς, οι εξελίξεις μας δικαιώνουν…

Αφενός, την 1η Ιουνίου έγινε η θρασύτατη δημοσίευση, στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αιτήσεων για χορήγηση από την Άγκυρα άδειας έρευνας και εκμετάλλευσης στην TPAO σε περιοχές ελληνικής υφαλοκρηπίδας ως παρακολούθημα του ανυπόστατου τουρκολιβυκού μνημονίου. Αφετέρου, περίπου ταυτόχρονα, διαψεύδονταν οι πανηγυρισμοί περί εξασφάλισης 32 δις ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν δήλωσε ωμά ότι θα υπάρχει ενισχυμένη οικονομική εποπτεία. Άλλωστε, σε αντίθεση με τη βιασύνη στην Αθήνα, είναι γνωστό ότι βρισκόμαστε ακόμα στο στάδιο των προτάσεων της Κομισιόν που θα πρέπει να εγκριθούν από τους ηγέτες κρατών και κυβερνήσεων (ελπίζεται μέχρι τα τέλη Ιουλίου), ενώ το φθινόπωρο θα ακολουθήσει η υποβολή της «λίστας αναγκών» της Αθήνας προς κάλυψη των απωλειών από την ύφεση σε ζωτικούς τομείς. Επιπλέον, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η Γερμανία ζητεί το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. να έχει βραχεία διάρκεια, ενώ για την παροχή κεφαλαίων θα απαιτηθεί, σε ορισμένους κλάδους, συγχρηματοδότηση είτε από τον κρατικό προϋπολογισμό είτε από τον ιδιωτικό τομέα. Θα είναι ευτύχημα, αν το κυβερνητικό σχέδιο ανταποκριθεί στις ανάγκες για μακροπρόθεσμες επενδύσεις, αλλά το πολιτικό (και κοινωνικό) ερώτημα είναι τι γίνεται μέχρι το χρόνο ωρίμανσης και τελικής επίτευξης των στόχων.

Παράλληλα, η άσκηση της ελληνικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής επιβαρύνεται και από άλλες εξελίξεις:

Πρώτον, ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. Ζ. Μπορέλ έχει πλέον υπερβεί, κατά πολύ, την εντολή που έλαβε περί διαπραγμάτευσης μόνον «τεχνικών θεμάτων» με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου για το Μεταναστευτικό και δρα πλήρως αυτονομημένος ως προς όλα τα εκκρεμή θέματα με την Άγκυρα. Σχεδόν όλα τα ισχυρά μέλη της Ε.Ε. -με την εξαίρεση της Γαλλίας- εγκρίνουν ευθέως ή πλαγίως την τακτική του κ. Μπορέλ, καλώντας ανεπίσημα την Αθήνα να επιδείξει «ρεαλισμό» και να αντιληφθεί ότι, αν δεν συναινέσει, η νέα έξαρση του Μεταναστευτικού στον Έβρο είναι θέμα λίγου χρόνου.

Δεύτερον, όσο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο, η απόφαση της Άγκυρας να αναβάλει την ενεργοποίηση των ρωσικών συστημάτων S-400 μας διευκολύνει μεν αμυντικά, αλλά στο διπλωματικό πεδίο η αναβολή ωφελεί τη βελτίωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Τα στελέχη του Στέητ Ντηπάρτμεντ, του Πενταγώνου και του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας πιστεύουν ότι αναστέλλεται, για κάποιο διάστημα, ο κίνδυνος απώλειας ενός «πολύτιμου συμμάχου» στο ΝΑΤΟ, όπως χαρακτηρίζεται η Τουρκία. Ταυτόχρονα, δεν υφίσταται, όπως εξηγούν στην ελληνική κυβέρνηση όλοι σχεδόν οι Αμερικανοί συνομιλητές της, αποτελεσματικός μηχανισμός συνεννόησης μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς εκτόνωση πιθανής ελληνοτουρκικής κρίσης.

Τρίτον, στη Λιβύη (όπως έχουμε αποκαλύψει εδώ και μήνες), η Τουρκία εδραιώνει τη στρατιωτική θέση της με ανοιχτή ανάμιξη στις επιχειρήσεις και γοργούς ρυθμούς στην κατασκευή μόνιμης βάσης. Οι προσδοκίες της Αθήνας για επικράτηση των δυνάμεων του στρατάρχη Χαφτάρ διαψεύδονται σε αντίθεση, φυσικά, με τις υπεραπλουστεύσεις των ελληνικών τηλεοπτικών δελτίων περί σίγουρης κατάληψης της Τρίπολης στις αρχές του έτους. Η αποτυχία του Χαφτάρ, επί ένα εξάμηνο, να ανατρέψει -ή έστω να επιβάλει όρους- στον φιλότουρκο πρωθυπουργό Φαγέζ αλ Σάρατζ σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πλέον ελπίδες ακύρωσης των μνημονίων με την Άγκυρα εκ μέρους της Λιβύης (ούτως ή άλλως, κάτι πολύ δύσκολο -νομικά- στον ΟΗΕ).