Η απαίτηση και η αναγκαιότητα για το νέο γεωπολιτικό ρολό της Ε.Ε.
Του Στρατηγού Μιχαήλ Κωσταράκου*
Το τέλος του 20ου αιώνα σημαδεύτηκε από μία περίοδο που ο δυτικός κόσμος ξόδευε αλόγιστα το απόθεμα ασφαλείας του, το οποίο -εσφαλμένα- υπέθετε ότι είχε μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), η προώθηση της διαδικασίας οικονομικής ολοκλήρωσης και οι διαρκώς αυξανόμενες εξωτερικές δράσεις της Ένωσης, σε συνδυασμό με την κατάρρευση του διπολικού συστήματος, άνοιξαν νέους δρόμους, αλλά και κατέδειξαν σαφώς την ανάγκη συμπλήρωσης της οικονομικής ενοποίησης με μια αντίστοιχη εξωτερική και αμυντική πολιτική. Η κρίση στα Βαλκάνια, κατά τη δεκαετία του ’90, και η αδυναμία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει την κατάσταση στον άμεσο περίγυρό της υπήρξε ο καταλύτης για τη θεσμοθέτηση, με τη Συνθήκη του Maastricht (τέθηκε σε ισχύ το 1993), μίας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).
Με τη Συνθήκη της Λισαβώνας, που τέθηκε σε ισχύ το 2009, επήλθαν σημαντικές θεσμικές αλλαγές στον τομέα της ΚΕΠΠΑ και προβλέφθηκε ο Αντιπρόεδρος/Ύπατος Εκπρόσωπος για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφάλειας, δηλαδή ο υπερυπουργός Εξωτερικών και Άμυνας της Ένωσης, ο οποίος επικουρείται στη γενικότερη άσκηση των καθηκόντων του από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), δηλαδή το Υπουργείο Άμυνας και Εξωτερικών της Ε.Ε.. Η Υπηρεσία αυτή στελεχώνεται (εκτός των μόνιμων τεχνοκρατών), κυρίως, από μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων και των διπλωματικών υπηρεσιών των Κρατών-Μελών (ΚΜ). Εκεί ανήκουν και τα τρία κύρια στρατιωτικά όργανα της Ε.Ε.: η Στρατιωτική Επιτροπή της Ε.Ε. (EUMC), το Στρατιωτικό Επιτελείο της Ε.Ε. (EUMS) και, αργότερα (το 2017), ο Φορέας Στρατιωτικού Σχεδιασμού και Υλοποίησης (MPCC) της Ε.Ε.

Η κατάσταση ασφαλείας όμως έκτοτε άρχισε να επιδεινώνεται ταχύτατα. Ο εφησυχασμός και η περίοδος αθωότητας τελείωσαν με οδυνηρό τρόπο με την αναθέρμανση της ισλαμικής τρομοκρατίας και τις διεθνείς εξελίξεις στην Κριμαία και τη Μέση Ανατολή και έφεραν πάλι στο προσκήνιο την ανάγκη των ευρωπαίων πολιτών για ασφάλεια και, κατά συνέπεια, την αναπόφευκτη αναγκαιότητα των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπό την πίεση των γεγονότων και την πίεση των τρομοκρατικών ενεργειών του Ισλαμικού Κράτους υιοθέτησε, τον Ιούνιο του 2016, μία νέα στρατηγική ασφαλείας υπό τον τίτλο «Παγκόσμια Στρατηγική της Ε.Ε.» (European Union Global Strategy).
Με αυτή τη στρατηγική, δόθηκε μία ευκαιρία στην Ε.Ε. να επανεξετάσει το πλαίσιο της γεωπολιτικής της ισχύος κα της επιρροής της, αλλά και να ξεκαθαρίσει ότι η Ένωση δεν είναι στρατιωτικού χαρακτήρα οργανισμός, όπως είναι το ΝΑΤΟ, ούτε μία αμυντική ή στρατιωτική Συμμαχία. Η στρατηγική του 2016 παρουσίασε επίσης τις τρεις στρατηγικές προτεραιότητες της Ε.Ε.: – α) Απάντηση σε εξωτερικές κρίσεις, -β) Ενίσχυση των δυνατοτήτων των συνεργαζόμενων κρατών που επηρεάζονται από τις κρίσεις και – γ) Προστασία της Ευρώπης.

Στο θεσμικό αυτό κείμενο, στη Global Strategy, περιλαμβάνεται μία σημαντική παραδοχή: την πρωτοκαθεδρία, στον τομέα της άμυνας της Ευρώπης, την απολαμβάνει το ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ είναι υπεύθυνο για την άμυνα των συνόρων της Ευρώπης, ενώ η προστασία των πολιτών και ο έλεγχος των συνόρων ανήκει στην Ε.Ε. Και εδώ είναι το οξύμωρο, διότι η Ελλάδα για το ΝΑΤΟ δεν είναι εξωτερικά σύνορα. Συνεπώς, δεν φυλάμε εξωτερικά σύνορα για το ΝΑΤΟ. Για την Ευρώπη όμως είμαστε τα εξωτερικά σύνορα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την άλλη πλευρά, θέτει για πρώτη φορά ως στρατηγική της προτεραιότητα την ασφάλεια της Ευρώπης και την προστασία των πολιτών της. Η διαφοροποίηση των ρόλων των δύο οργανισμών, όπως και η συμπληρωματικότητά τους είναι ξεκάθαρη.
Για την επίτευξη των στόχων αυτής της στρατηγικής, σχεδιάστηκε μια πολιτική γνωστή ως Πολιτική Ολοκληρωμένης Προσέγγισης. Η Ε.Ε., για να το εφαρμόσει, βασίζεται σε ένα μεγάλο και μοναδικό σύνολο εργαλείων, πολιτικών, διπλωματικών, οικονομικών και, τέλος, στρατιωτικών. Πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι η Ε.Ε. είναι ο μόνος υπερεθνικός οργανισμός που μπορεί να βασιστεί και να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά ένα τέτοιο πλήρες σύνολο εργαλείων. Δεν πρέπει όμως να λησμονείται ότι η Ε.Ε. είναι ο μεγαλύτερος χορηγός ανθρωπιστικής βοήθειας και ανάπτυξης στον κόσμο. Αν και η πολιτική επιρροή και η ικανότητα παρέμβασης της Ε.Ε., καθώς και η αποτελεσματικότητά της αμφισβητούνται συνεχώς, όταν πρόκειται για πολιτικά ή/και οικονομικά μέτρα ή κυρώσεις, οι παγκόσμιοι παίκτες κατανοούν τη σημασία της Ε.Ε.
Η κατάσταση συνέχισε να επιδεινώνεται. Το 2020 ήταν πράγματι μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά και το 2021 δεν φαίνεται πολύ καλύτερο. Οι συνεχιζόμενες κρίσεις στη Λιβύη, στον Καύκασο, στη Λωρίδα της Γάζας, στη Συρία και πρόσφατα στο Αφγανιστάν, αν και όχι τόσο έντονες όσο πριν, εξακολουθούν να συνιστούν αιτία ανησυχίας για την Ε.Ε. Εξίσου ανησυχητικές είναι οι συμπεριφορές της Κίνας, της Ρωσίας και της Τουρκίας, οι οποίες επιθετικά επιδιώκουν έναν νέο ρόλο, αναβιώνοντας το -από καιρό χαμένο- αυτοκρατορικό παρελθόν τους. Ειδικά η Τουρκία, η οποία παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα δύο κρατών-μελών, της Ελλάδας και της Κύπρου, στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο Πέλαγος επηρεάζει σοβαρά την κατάσταση ασφάλειας της Ευρώπης.
Σε αυτά, θα πρέπει να προσθέσουμε την κλιματική αλλαγή, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις κυβερνοεπιθέσεις και την παράνομη μετανάστευση, που θα επιδεινωθεί εξαιτίας των εξελίξεων στο Αφγανιστάν, οι οποίες συνιστούν υβριδικές και ασύμμετρες απειλές εξ ορισμού. Και πάνω από όλα αυτά, η πανδημία του COVID. Ένας συνδυασμός του «φαινομένου της Πεταλούδας», με τα προβλήματα που προέρχονται από μακριά να αντηχούν πάνω μας, μαζί με το «φαινόμενο Ντόμινο», όπου οι κρίσεις πυροδοτούν άλλες κρίσεις, έχει δημιουργήσει ένα ασταθές «οικοσύστημα» στην ευρύτερη ευρωπαϊκή γειτονιά.

Στα πλαίσια της αντιμετώπισης αυτής της πλειάδας των απειλών και συγχρόνως της αναβάθμισης του ρόλου της η Ε.Ε. σχεδίασε μια σειρά από προγράμματα και δράσεις:
- Η Συντονισμένη Ετήσια Ανασκόπηση για την Άμυνα (ΣΕ.Ε.Α-CARD), η οποία είναι ένας κατάλογος τόσο για τα στρατιωτικά μέσα, που τα κράτη μέλη της Ε.Ε. διαθέτουν στο οπλοστάσιο τους ή σκοπεύουν να προμηθευτούν, και τα οποία είναι ή θα είναι τελικά διαθέσιμα για τους σκοπούς της Ε.Ε., όσο και τα κονδύλια που τα κ-μ είναι διατεθειμένα να ξοδέψουν στην άμυνα. Η διαδικασία της Ανασκόπησης υπογράμμισε ότι τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να έχουν σε χαμηλή προτεραιότητα τις ανάγκες για την άμυνα της Ε.Ε., πολύ χαμηλότερη από τις εθνικές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις του ΝΑΤΟ. Αυτή η προσέγγιση, αποδεικνύει την έλλειψη συγκεκριμένων κινήτρων για πλήρη υποστήριξη του έργου της Ε.Ε. στον τομέα της άμυνας και πρέπει σύντομα να διορθωθεί.
- Η Μόνιμη Δομημένη Συνεργασία (ΜΔΣ-PESCO), η οποία επέβαλλε πολύ αυστηρές δεσμεύσεις στα κράτη-μέλη, υποστηρίζοντας όχι μόνο την κοινή ανάπτυξη και απόκτηση αμυντικών δυνατοτήτων, αλλά και την εύκολη διάθεση αυτών των δυνατοτήτων σε στρατιωτικές αποστολές και επιχειρήσεις της Ε.Ε. Τα 25 από τα 27 κράτη-μέλη συμμετέχουν στην PESCO με 46 έργα PESCO εκ των οποίων τα 5 ελληνικά (τα δύο εξαιρετικής σπουδαιότητας-flagships για τη θαλάσσια ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια), το καθένα από τα οποία βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο ωριμότητας και προόδου, ενώ η Στρατιωτική Κινητικότητα με προϋπολογισμό 1,5 δισ. είναι το πιο σημαντικό μεταξύ αυτών.
- Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (ΕΤΑ-EDF), η πιο κρίσιμη πρωτοβουλία που ανέλαβε η Ε.Ε., είναι ένας ειδικός προϋπολογισμός της Ε.Ε. αφιερωμένος στην έρευνα, ανάπτυξη και απόκτηση αμυντικής τεχνολογίας. Παρόλο που ο τελικός προϋπολογισμός που διατέθηκε για το ΕΤΑ μειώθηκε από τα αρχικά 13 σε 7 δισεκατομμύρια, μπορούμε ακόμα να βασιστούμε στο σημαντικό αυτό ποσό, επειδή η Ε.Ε. είναι ο μόνος οργανισμός που έχει την ικανότητα να αναπτύσσει ισχυρές συλλογικές πρωτοβουλίες, παρέχοντας ταυτόχρονα και τα οικονομικά μέσα για τη υλοποίηση τους.
- Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Ειρήνης (ΕΜΕ–EPF). Στις 22 Μαρτίου 2021, το νέο αυτό χρηματοδοτικό μέσο με προϋπολογισμό 5 δισ. υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο, επιτρέποντας στην Ε.Ε. για πρώτη φορά να συμπληρώσει τις δραστηριότητες αποστολών και επιχειρήσεων ΚΠΑΑ στις χώρες υποδοχής με μέτρα οικονομικής στήριξης. Είτε υποστηρίζοντας την διατήρηση της ειρήνης στη χώρα είτε ικανοποιώντας ανάγκες των τοπικών Ένοπλων Δυνάμεων, αυξάνοντας την ικανότητά τους να διασφαλίζουν οι ίδιες την ειρήνη και την ασφάλεια, στην εθνική τους επικράτεια.
Η Στρατηγική Αυτονομία
Η επίτευξη της επιδιωκόμενης γεωπολιτικής αναβάθμισης προϋποθέτει αυξημένη «Στρατηγική Αυτονομία». Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές της Ε.Ε. τονίζουν, ολοένα και περισσότερο, την ανάγκη θέσπισης μέτρων για την ενίσχυση της στρατηγικής κυριαρχίας της Ευρώπης όχι μόνο σε θέματα ασφάλειας αλλά και σε πολλούς άλλους τομείς. Η απαίτηση και η φιλοδοξία είναι να «αποφύγουμε τις εξωτερικές εξαρτήσεις σε ένα νέο γεωπολιτικό πλαίσιο». Με αυτό δεν εννοούμε αυτονομία από οποιοδήποτε έθνος ή διεθνή οργανισμό, αλλά την αυτονομία της Ε.Ε. να κάνει ό,τι αποφασίσει μόνη της χωρίς υποχρεωτικές εξαρτήσεις, εφόσον αυτό καταστεί απαραίτητο.
Παρόλο που πολλοί μπορεί να αμφισβητήσουν τον όρο «Στρατηγική Αυτονομία», υπάρχει μία αυξανόμενη συνειδητοποίηση μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών, ότι η Ε.Ε. πρέπει και οφείλει να έχει την ικανότητα να ενεργεί, χωρίς αδικαιολόγητη εξάρτηση από άλλους διεθνείς παίκτες από άποψη ικανοτήτων, τεχνολογιών και πολιτικής λήψης αποφάσεων. Αυτονομία σημαίνει να ενεργεί κάποιος μόνος του. Αυτό όμως απαιτεί περαιτέρω διευκρινίσεις. Η έννοια της αυτονομίας περιλαμβάνει ένα ευρύτερο πλαίσιο από αυτό της αυτάρκειας, και πρέπει να γνωρίζουμε καλά αυτή τη διάκριση. Ωστόσο, η αλληλεξάρτηση με άλλους γεωπολιτικούς παγκόσμιους ισχυρούς διεθνείς παράγοντες είναι μία αναγκαιότητα που επίσης δεν μπορούμε να αναστρέψουμε. Είναι ξεκάθαρο βέβαια ότι η Στρατηγική αυτή Αυτονομία απαιτεί τη δημιουργία ή την απόκτηση νέων δυνατοτήτων και νέων διαδικασιών προκειμένου να υλοποιηθεί.

Η Στρατηγική Κουλτούρα
Η σταδιακή καλλιέργεια μιας ευρωπαϊκής «Στρατηγικής Κουλτούρας» είναι ένας από τους επόμενους στόχους. Αυτός ο στρατηγικός «Πολιτισμός» της Ε.Ε. θα πρέπει να αποτελεί ένα κοινό τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη θα αντικρίζει τον κόσμο και θα αντιμετωπίζει τα διάφορα προβλήματά της, κυρίως όσα απαιτούν τη χρήση του στρατιωτικού «εργαλείου». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η Κουλτούρα διαμορφώνεται πάντα με βάση την ιστορική εμπειρία.
Διαθέτουμε όμως ήδη αυτήν την Κουλτούρα ή πρέπει να τη δημιουργήσουμε από την αρχή; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διαφορετικές απόψεις και στάσεις των κ-μ, καθώς και οι τραυματικές στρατιωτικές εμπειρίες που -κάποια από αυτά- έχουν βιώσει στο παρελθόν. Θα πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη η τάση της Ε.Ε. να αποτελεί περισσότερο δύναμη Ήπιας Ισχύος αντί δύναμη Σκληρής ή ακόμη και Έξυπνης Ισχύος.
Συνεπώς, η Στρατηγική Κουλτούρα της Ε.Ε. υπάρχει ήδη, αλλά μόνο ως ο «χαμηλότερος κοινός παρονομαστής» και αυτό με σκοπό να ικανοποιήσει τις επιφυλάξεις των διαφόρων κ-μ, αλλά και την «πολιτική ορθότητα» της ίδιας της Ε.Ε.. Αυτός ο «κοινός παρονομαστής» όμως δεν είναι αρκετός. Είναι η δύναμη, η ρώμη και η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας Κουλτούρας που πρέπει να δημιουργήσουμε εξαρχής. Ή να την επαναφέρουμε, όπου αυτή η Κουλτούρα υφίσταται, διαμορφωμένη όχι μόνο από τη θετική ή αρνητική ιστορική εμπειρία των διαφόρων κρατών μελών, αλλά και από το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, τους Κανόνες της Δημοκρατίας και το Κράτος Δικαίου. Μόνο τότε θα είμαστε σε θέση, ως Ευρωπαίοι, να οικοδομήσουμε αυτήν την πολύ αναγκαία υγιή, δημοκρατική, εύρωστη, ευρωπαϊκή «Στρατηγική Κουλτούρα» που είναι απολύτως απαραίτητη για μία αποτελεσματική Ευρωπαϊκή Άμυνα.

Η Στρατηγική Πυξίδα.
Παρά την πολιτική υπερδραστηριότητα στην ασφάλεια και την άμυνα που ξεκίνησε από το 2016 με την Παγκόσμια Στρατηγική, τα κ-μ και τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. συνειδητοποίησαν ότι τα νέα εργαλεία εστιάζουν συντριπτικά στην ανάπτυξη αμυντικών δυνατοτήτων και κυρίως, πολλές φορές αποκλειστικά, στην αμυντική βιομηχανία.
Όσο σημαντικοί και αν εξακολουθούν να είναι αυτοί οι δύο παράγοντες, υπάρχει και ένας τρίτος παράγων που πρέπει να συμπεριληφθεί: είναι η ικανότητα δυναμικής στρατιωτικής εμπλοκής, ως αντίδραση ακόμη και προληπτικά, απέναντι σε καταστάσεις διεθνούς κρίσης επί εδάφους. Πρόκειται στην ουσία για το τρίτο σκέλος του τρίποδα που συμπληρώνει την πολιτική αξιοπιστία και την στρατηγική αυτονομία. Χωρίς δυνατότητες συγκεκριμένης δυναμικής δράσης, η Ε.Ε. εκτιμάται ότι θα δει την περαιτέρω ανάπτυξη στρατηγικών κενών στην περιοχή της, θα βιώσει την επιδείνωση της Διατλαντικής σχέσης με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και θα υποστεί μία σοβαρή στρατηγική υποβάθμιση σε μια εποχή που νέοι ανερχόμενοι γεωπολιτικοί «γίγαντες» βρίσκονται σε τροχιά ανόδου. Σύμφωνα με τον τωρινό Ύπατο Εκπρόσωπο Josep Borrell, «(προκειμένου), να αντιμετωπίσουμε ένα επιδεινούμενο περιβάλλον ασφάλειας, χρειαζόμαστε ευρωπαϊκές απαντήσεις και την ανάληψη περισσότερης ευθύνης για τη δική μας ασφάλεια».
Για να αντιμετωπίσουν αυτήν την πρόκληση, τον Νοέμβριο του 2020, τα κ-μ της Ε.Ε. ζήτησαν τη σύνταξη μίας Εκτίμησης Απειλών που να περιγράφει, λεπτομερώς, τις απειλές που θα αντιμετωπίσει η Ε.Ε. τα επόμενα 5-10 χρόνια. Δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι η Εκτίμηση αυτή περιέγραψε ένα ζοφερό μέλλον για την Ε.Ε.. Τα κράτη-μέλη και οι αρχές της Ε.Ε. συνειδητοποίησαν ότι η Παγκόσμια Στρατηγική έπρεπε να επανεξεταστεί. Όχι όμως για να αντικατασταθεί από ένα άλλο έγγραφο στρατηγικής, αλλά για να συμπληρωθεί με ένα νέο θεσμικό κείμενο που θα παραθέσει μία νέα οπτική για το πολιτικό μας «οικοσύστημα» και θα περιγράψει λεπτομερώς τη διαχείριση κρίσεων, την ανθεκτικότητα, την ανάπτυξη δυνατοτήτων και μέσων και την οικοδόμηση στρατηγικών συνεργασιών.
Πρόκειται για τη «Στρατηγική Πυξίδα», ένα νέο θεσμικό θεμελιώδες κείμενο που θα εξηγεί λεπτομερώς ποιες ευθύνες ασφάλειας και άμυνας θέλει να αναλάβει η Ε.Ε., για ποιους σκοπούς και με τι είδους εκτελεστικές επιχειρήσεις ή μη εκτελεστικές αποστολές.
Εάν η αυτή η «Στρατηγική Πυξίδα» πρόκειται να αποτελέσει την πραγματική διαφορά στην ασφάλεια και την άμυνα της Ε.Ε., θα πρέπει να αποφευχθεί η γνωστή και ισχύουσα πολιτική του «χαμηλότερου κοινού παρονομαστή». Το γεγονός αυτό συνιστά ένα σημαντικό κίνδυνο, δεδομένης της δυσκολίας ορισμένων κρατών-μελών να αποδεχτούν κάποιες εκφάνσεις της επιδιωκόμενης «Στρατηγικής Αυτονομίας», αλλά και της πίστης πολλών κ-μ ότι το ΝΑΤΟ ταιριάζει καλύτερα στις εθνικές στρατηγικές κουλτούρες τους και προασπίζει καλύτερα την εθνική τους κυριαρχία και τα εθνικά τους συμφέροντα.
Αποτελεί επιτακτική ανάγκη να διασφαλιστεί ότι τα κ-μ θα αποκτήσουν την κυριότητα της «Στρατηγικής Πυξίδας» και θα την ενσωματώσουν στις εθνικές αμυντικές διαδικασίες και στρατηγικές τους. Από αυτήν την άποψη, πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι τα κ-μ της Ε.Ε. ξεκινούν από διαφορετικές στρατηγικές, πολιτικές και πολιτισμικές αφετηρίες και ότι στηρίζονται σε διαφορετικές και απόλυτα διακριτές ιστορικές εμπειρίες αλλά και προοπτικές. Μία τολμηρή «Στρατηγική Πυξίδα» είναι σίγουρο ότι δεν θα ικανοποιήσει στο ακέραιο όλα τα κ-μ. Τα Βαλτικά κράτη και τα κ-μ της Ανατολικής Ευρώπης συνεχίζουν να έχουν αντιρρήσεις, ενώ κάποια κ-μ φοβούνται ότι μια τέτοια στρατηγική προσέγγιση θα αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ και θα απομακρύνει τις ΗΠΑ.
Όμως η Ε.Ε. και τα κ-μ της θα πρέπει να δεχτούν, εφόσον έχουν ειλικρινείς προθέσεις, ότι παρόλο που στο θεσμικό αυτό κείμενο θα ληφθούν υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, όλα τα εθνικά συμφέροντα και οι εθνικές ευαισθησίες και ιδιαιτερότητες, για να είναι η Πυξίδα αποτελεσματική, η συμπερίληψη σε αυτή των εθνικών θέσεων θα πρέπει να εξισορροπηθεί αποτελεσματικά με τη φιλοδοξία απόδοσης στην Ε.Ε. , ενός αυτόνομου ρόλου, ισχυρού παγκόσμιου παράγοντα γεωπολιτικής (σκληρής απαραίτητα) ισχύος.

Η εργασία για τη «Στρατηγική Πυξίδα» της Ε.Ε. έχει ήδη ξεκινήσει. Το θέμα συζητήθηκε από τους Υπουργούς Άμυνας της Ε.Ε. στη Σλοβενία στις 2-3 Σεπτεμβρίου, ενώ μια πρώτη παρουσίαση στους Υπουργούς έχει προγραμματισθεί για το Νοέμβριο του 2021, με την τελική έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να αναμένεται στις αρχές του 2022.
Τέλος, ως Έλληνες δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι η Ευρώπη είναι το σπίτι μας και η Ε.Ε. είναι η οικογένειά μας. Είναι η μόνη που έχουμε. Το ΝΑΤΟ είναι ένας χώρος στον οποίο έχουμε περιορισμένες δυνατότητες να προβάλλουμε τα εθνικά μας θέματα λόγω της παρουσίας της Τουρκίας. Η Ε.Ε. είναι ο χώρος μας. Χρειαζόμαστε δέσμευση στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, για να καταστήσουμε την Ε.Ε. τον ισχυρότερο παράγοντα παγκόσμιας ασφάλειας σε έναν κόσμο με ταχέως μεταβαλλόμενες απειλές. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Γερμανός πρώην υπουργός Εξωτερικών Σίγκμαρ Γκάμπριελ πριν από λίγα χρόνια στην Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, «η Ε.Ε. πρέπει να ενισχύσει την Άμυνα και την Ασφάλεια της, διότι είναι σαν να είναι ο μόνος χορτοφάγος μεταξύ των σαρκοβόρων».
Αξίζουμε και χρειαζόμαστε μια ισχυρότερη Ευρώπη και οφείλουμε να το κάνουμε πραγματικότητα!
*Επίτιμου Αρχηγού ΓΕ.Ε.ΘΑ, π. Προέδρου της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ε.Ε