Η Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη και ο -μη τυχαίος- αποκλεισμός της Ελλάδος ενδέχεται να προκαλέσει δυσχέρειες στην κατοχύρωση της θέσης (που είναι και θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ότι η τουρκο-λιβυκή Συμφωνία για τον καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο και πρέπει να θεωρηθεί ως «άκυρη και ανυπόστατη».

Αν έχω ορθά αντιληφθεί την επίσημη εξήγηση της Καγκελαρίας και του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, όπως μεταφέρθηκε σε όλα τα επίπεδα στην Αθήνα, στη Διάσκεψη προσκλήθηκαν και μετείχαν οι χώρες που «μπορούν να επηρεάζουν τα πράγματα στη Λιβύη» και «λόγω της πολλών διαστάσεων εμπλοκής τους έχουν τη δυνατότητα άμεσης παρέμβασης προς τους αντιμαχόμενους». Αν ερμηνεύω σωστά την εξήγηση αυτή -πέραν της λογικής και αυτονόητης συμμετοχής των πέντε Μονίμων Μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ΗΠΑ, Ρωσική Ομοσπονδία, Λ. Δ. Κίνας, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο)–των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ,της Αφρικανικής Ένωσης και του Αραβικού Συνδέσμου, μετείχαν οι χώρες που επηρεάζουν πρόσωπα και εξελίξεις, διότι ενισχύουν με κάθε τρόπο (υλικά, στρατιωτικά και πολιτικά) είτε τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση του πρωθυπουργού κ. Σάρατζ είτε τις δυνάμεις του Στρατάρχη Χάφταρ.

Χωρίς να παραβλέπω την ευθύνη της άμεσης ή έμμεσης εμπλοκής στη λιβυκή σύγκρουση και των Μονίμων Μελών του Σ.Α., της Διάσκεψης μετείχαν, με την ιδιότητα του «ειρηνοποιού», και οι ηγέτες που, επί δεκαετία σχεδόν, υποθάλπουν, ενισχύουν και τροφοδοτούν την πολεμική σύγκρουση. Διότι περί αυτής πρόκειται.

Όπως άλλωστε συμβαίνει και στη Συρία, η εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων -με πλέον αποστασιοποιημένη την Κίνα- και εκείνων των περιφερειακών δυνάμεων που θεωρούν ότι έχουν συμφέρον και δυνατότητες να παρέμβουν στρατιωτικά (Τουρκία κατ’ εξοχήν και Ιράν), δεν έγινε με κίνητρο την επικράτηση κάποιων αξιών ή του πολύπαθου Διεθνούς Δικαίου ή για την εφαρμογή των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η επέμβαση στην Συρία έγινε μεν με την προσχηματική επίκληση του «διεθνούς δικαίου» στόχευε δε στην, εκτός των κανόνων του Δικαίου, προώθηση και κατοχύρωση των συμφερόντων συγκεκριμένων χωρών και των ηγετών τους.

Μία φωτογραφία, χίλιες λέξεις: η καγκελάριος Αγκ. Μέρκελ (με το μπλε ένδυμα) συζητεί στο περιθώριο της Διάσκεψης του Βερολίνου με (αριστερά) τους προέδρους της Αιγύπτου και της Γαλλίας Μ. Ελ Σίσι και Εμ. Μακρόν και (δεξιά) τον Ρώσο πρόεδρο Βλ. Πούτιν και τον Ιταλό πρωθυπουργό Τζ. Κόντε.

Δεν νομίζω ότι μπορεί σοβαρά να αμφισβητηθεί το πραγματικό γεγονός ότι η Ρωσία του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν και η Τουρκία του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι οι κυρίαρχοι του διπλωματικο-στρατιωτικού παιγνίου που εξελίσσεται, από το 2011, στη Συρία.

Η επέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη, που σφραγίστηκε με την υπογραφή δύο καθοριστικών για τα τουρκικά συμφέροντα Συμφωνιών (Οριοθέτηση Α.Ο.Ζ. και Στρατιωτικής Συνεργασίας), στηρίχτηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην αυτοπεποίθηση του «ειρηνοποιού νικητή» στο διπλωματικό μέτωπο της Συρίας.

Ανοίγω, υποχρεωτικά, μία παρένθεση: οι δύο Συμφωνίες που συνομολόγησε, διαδοχικά, ο Πρόεδρος Ερντογάν με τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Μάϊκ Πενς ( Άγκυρα, 19 Οκτωβρίου 2019) και με τον Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν (Σότσι, 22 Οκτωβρίου 2019) είναι παρόμοιου περιεχομένου. Αναγνωρίζουν το «νόμιμο δικαίωμα ασφάλειας» της Τουρκίας σε σχέση με τη Συρία, ταυτόχρονα με τη διακήρυξη περί «διατήρησης της πολιτικής ενότητας και εδαφικής ακεραιότητας» της Συρίας. Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι πρόκειται περί μίας τριμερούς διευθέτησης (Ρωσία, ΗΠΑ και Τουρκία) με δύο οιονεί επικαλυπτόμενους ομόκεντρους κύκλους συμφερόντων. Με την Τουρκία όμως να αποτελεί τον κεντρικό πόλο!

Σημειωτέον ότι η αμερικανοτουρκική Συμφωνία (US-TURKEY Statement) αναφέρεται/επικαλείται, στα άρθρα 1 και 3, το ΝΑΤΟ, χωρίς να έχει προηγηθεί οιαδήποτε μορφής ενημέρωση ή διαβούλευση με τους συμμάχους. Αυτός είναι, μεταξύ άλλων, ο βασικός λόγος που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του προέδρου της Γαλλίας κ. Εμμανουέλ Μακρόν.

Το «πετυχημένο» Συριακό μοντέλο «εμπόλεμου ειρηνοποιού» του διδύμου (tandem) Ρωσία-Τουρκία αναπαράγεται και στη Λιβύη. Καλύπτει, σε μεγάλο βαθμό, τόσο την πολιτική εκούσιας σταδιακής απαγκίστρωσης των ΗΠΑ από την ευρύτερη περιοχή, όσο και τη διαίρεση και παντελή απουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η απουσία της δικής μας Ένωσης δεν οφείλεται στην έλλειψη δυνατοτήτων ή μέσων προς επίτευξη των γεωπολιτικών στόχων. Εξηγείται, κυρίως, από τη πολυδιάσπαση των συμφερόντων των κρατών-μελών, την απουσία κοινής εξωτερικής πολιτικής και, δυστυχώς, την έλλειψη αλληλεγγύης και κοινότητας αξιών. Αυτή, δυστυχώς, είναι η πραγματικότητα, όσο και αν μας είναι δυσάρεστη. Κατά συνέπεια, δεν είναι απορίας άξιο, γιατί ξεχωρίζουν οι ρόλοι της Ρωσίας και της Τουρκίας. Έχουν ισχυρούς και αποφασιστικούς ηγέτες, παρεμβατική και επεμβατική βούληση και στοχευμένες δυνατότητες στρατιωτικής εμπλοκής (capabilities).

Δεν μπορεί σοβαρά να αμφισβητηθεί το πραγματικό γεγονός ότι η Ρωσία του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν και η Τουρκία του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι οι κυρίαρχοι του διπλωματικο-στρατιωτικού παιγνίου που εξελίσσεται, από το 2011, στη Συρία, ενώ το «πετυχημένο» μοντέλο «εμπόλεμου ειρηνοποιού» του ιδίου διδύμου αναπαράγεται και στη Λιβύη.

Η Τουρκία, διαχρονικά, θεωρεί ότι επιβάλλεται ευκολότερα με συνεχή προβολή αξιόπιστης ισχύος και στρατιωτικής απειλής. Επί προέδρου Ερντογάν όχι μόνο διεκδικεί, αλλά απαιτεί κομβικό υπερπεριφερειακό ρόλο κινούμενη στον εξωτερικό κύκλο των ορίων των συμφερόντων του ΝΑΤΟ. Μη διστάζοντας -συχνά απειλώντας- να έλθει σε γεωπολιτική σύγκρουση με μέλη του προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα της. Η εγκάρδια σχέση Βλαντιμίρ Πούτιν–Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανθίζει σε μία εποχή που η πλειοψηφία των ηγετών της λεγόμενης Δύσης (ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης) έχουν επιλέξει, λόγω της ρωσικής επέμβασης στην Ουκρανία, είτε να υποβαθμίσουν είτε να παγώσουν τις σχέσεις τους με το Κρεμλίνο και με τον Ρώσο Πρόεδρο . Το ρωσο-τουρκικό πολιτικό και διπλωματικό «δίδυμο» αποφέρει σημαντικά γεωπολιτικά κέρδη στις δύο συνιστώσες του. Βάσει όλων αυτών, πρέπει η Ελλάδα να αναλάβει πρωτοβουλίες:

Πρόταση 1

Όσο αργούν να αποκατασταθούν λειτουργικές σχέσεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυρίως, αλλά και του ΝΑΤΟ, με τη Ρωσική Ομοσπονδία στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, τόσο θα ενισχύεται ο ρόλος και η σημασία της Τουρκίας του προέδρου Ερντογάν στην Μόσχα. Μπορεί κάποιοι σύμμαχοι να αντιμετωπίζουν αδιάφορα την πραγματικότητα αυτή, όχι όμως η Ελλάδα. Έχουμε κάθε λόγο να ενισχύσουμε την πρωτοβουλία του προέδρου Μακρόν για αποκατάσταση των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Η δημόσια παραδοχή του Προέδρου Ερντογάν (ότι ό ίδιος και ο Πρόεδρος Πούτιν μοίρασαν το πεδίο ευθύνης και ρόλους στη Λιβύη) αποδεικνύει ότι το συριακό μοντέλο του -εμπλεκομένου στην πολεμική σύγκρουση- δίδυμου «ειρηνοποιών» θεωρείται, για αμφότερους, χρήσιμο πρότυπο και συνάμα αποτελεσματικό προηγούμενο.

Δεν γνωρίζω, αν ο αποκλεισμός της Ελλάδος από τη Διάσκεψη του Βερολίνου έγινε μετά από απαίτηση του κ. Ερντογάν. Μπορεί έτσι να έχουν τα πράγματα μπορεί και όχι. Δέχομαι -καίτοι αμφισβητώ τον ορθολογισμό της- την εκδοχή ότι ήταν αποκλειστική απόφαση της Καγκελαρίας. Γεγονός είναι ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεώρησε σκόπιμο να προσκληθούν, όπως αναφέραμε, όσοι εμπλέκονται στην πολεμική σύγκρουση στρατιωτικά και πολιτικά. Ασκώντας και διευρύνοντας εφεξής την επιρροή τους ως ειρηνοποιοί.

Αποκλείστηκε εν τούτοις η μόνη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ (Ελλάδα), η οποία υφίσταται τις δυσάρεστες και σοβαρές συνέπειες της πολιτικής της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Τρίπολης (πρωθυπουργός Sarraj).

Η Τρίπολη, υπό την πρόδηλη και εμφανή επιρροή και πίεση της Τουρκίας, υπέγραψε μία διμερή Συμφωνία για την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, η οποία θεωρούμε ότι αγνοεί την εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδος, αγνοώντας ακόμη και την ύπαρξη νησιών, όπως η Κρήτη. Επίσης, παραβιάζει την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος. Προφανώς η Ο. Δ. Γερμανίας θεώρησε ότι η Συμφωνία για την Α.Ο.Ζ. συνιστά ένα ακόμη επεισόδιο της «κουραστικής για τρίτους» 50ετούς σχεδόν (ξεκίνησε το 1973) αντιπαράθεσης Ελλάδος-Τουρκίας στο Αιγαίο και πολύ λίγο αφορά στην Λιβύη.

Πρόταση 2

Προτείνω να αναμορφώσει η Αθήνα τον τρόπο παρουσίασης και διπλωματικής προβολής του θεμελιώδους προβλήματος που μας προκαλεί η εν λόγω Συμφωνία. Ας προτάξουμε, έστω τώρα, τη βασική κεντρική ευθύνη της Τρίπολης και του κ. Σάρατζ. Μετακυλώντας το κέντρο βάρους προς την Λιβύη.

Ας τονίζουμε, επίσης, ότι η Στρατιωτική Συμφωνία (Μνημόνιο Συνεργασίας) που υπεγράφη την 27η Νοεμβρίου 2019 μεταξύ του υπουργού Άμυνας της Τουρκίας κ. Hulusi Akar και του υπουργού Εσωτερικών της Κυβέρνησης της Τρίπολης κ. Bathi Bashaagha -καίτοι έχει άμεση σχέση με την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων του Πρωθυπουργού κ. Σαράζ στη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Στρατάρχη Χάφταρ- δεν περιορίζονται στα χερσαία εδάφη της Λιβύης. Ως πεδίο εφαρμογής έχουν, επίσης, τα «κατά αέρα και θάλασσα σύνορα». Η τουρκο-λιβυκή ερμηνεία της διμερούς Συμφωνίας για την Α.Ο.Ζ. είναι ότι οι δύο χώρες αποκτούν τώρα θαλάσσια σύνορα (ακόμη και σε περιοχές που υπάρχουν ελληνικά νησιά και ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα). Άρα η Στρατιωτική Συμφωνία άμεσα συνδέεται με την Συμφωνία για την Α.Ο.Ζ. Το σχετικό απόσπασμα του Άρθρου IV έχει ως εξής: “both Turkey and Libya will cooperate on training, exchange of information/experience executing joint operations on counterterrorism, counter irregular immigration, security of land, naval and air borders, counter narco-terror and smuggling, IED/EOD operations, natural disaster relief operations. They will also exchange intelligence and operational cooperation”.

Έχουμε κάθε λόγο να ενισχύσουμε την πρωτοβουλία του Γάλλου προέδρου Εμ. Μακρόν για αποκατάσταση των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία.

Επιπλέον, η παράγραφος 16 του ιδίου Άρθρου, αφορά στην «ανταλλαγή γνώσης στο Δίκαιο της Θάλασσας και στα στρατιωτικά νομικά συστήματα». Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι τη νοηματική σύνδεση και σχέση των δύο πεδίων εφαρμογής.

Πρόταση 3

Η Ελλάδα νομιμοποιείται, συνεπώς, να ελέγξει την κυβέρνηση της Τρίπολης και σε σχέση με την Στρατιωτική Συμφωνία. Έχει άλλωστε οργανική σχέση με την Συμφωνία με την Α.Ο.Ζ. Αποτελούν στην πραγματικότητα τις δύο εκφάνσεις της πολιτικής αμφισβήτησης της εδαφικής ολοκλήρωσης της Ελλάδος και άσκησης κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Ας αναδείξουμε το γεγονός ότι η Λιβύη, μία διαιρημένη σε εμπόλεμη κατάσταση χώρα, συμπράττει με ένα κράτος μέλος της Συμμαχίας σε βάρος της κυριαρχίας ενός άλλου κράτους -μέλους(!).

Ως προς τι, αλήθεια, ωφελείται σήμερα η Ελλάδα από το Άρθρο 5 της βορειοατλαντικής χάρτας που αφορά στην εφαρμογή του δόγματος αλληλεγγύης «καθένας για όλους, όλοι για ένα»;

Πρόταση 4

Εφόσον θεωρούμε ότι νιώθουμε τη συγκεκριμένη απειλή από την Τρίπολη, γιατί άραγε δεν εξετάζουμε τη σκοπιμότητα να φέρουμε προς συζήτηση το ζήτημα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ; Εννοώ στο πλαίσιο του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου και όχι στο περιθώριο των συναντήσεων του ΝΑΤΟ. Όταν αισθάνεσαι ότι ενέργειες μιας τρίτης χώρας σε θίγουν, τότε δικαιούσαι να προκαλέσεις συζήτηση. Ας συζητήσουμε την περίπτωση εφαρμογής του Άρθρου 5.

Κανονικά θα έπρεπε να είχαμε ζητήσει την ενεργοποίησή του ήδη το Μάρτιο του 2011. Απαιτώντας πρόσθετη αμυντική προστασία, τουλάχιστον, στην Κρήτη. Με την εγκατάσταση, για παράδειγμα, μίας επιπλέον συστοιχίας PATRIOT. Σήμερα, προδικάζουμε την αντίδραση της Τουρκίας. Στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ εν τούτοις η Ελλάδα έχει δύο φορές συναινέσει την τελευταία 30ετία στην επίκληση, από την Τουρκία, του Άρθρου 5. Το 1990-91 κατά τον πόλεμο του Κόλπου (Καταιγίδα της Ερήμου) και το 2003 κατά την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ. Αν η Τουρκία, όπως εκτιμώ, αντιταχθεί, τότε αυτόματα ανοίγει και η συζήτηση για την ερμηνεία του Άρθρου 5 προς κάθε κατεύθυνση. Η αποδοχή, από τη Συμμαχία, της δυνατότητας επιλεκτικής του εφαρμογής θα επιβεβαιώσει όσους, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, εκτιμούν ότι του ΝΑΤΟ διέρχεται τη βαθύτερη κρίση ταυτότητας από ιδρύσεώς του. Επιπλέον, την εποχή αυτή, η Αθήνα θα μπορούσε να ενημερώσει λεπτομερώς για τις ανησυχίες της εταίρους και συμμάχους που, διαχρονικά, συγκριτικά παραμελούμε στις διμερείς μας σχέσεις, όπως η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής.

Θα ήταν μάταιο να προσπαθήσει κάποιος να αμφισβητήσει τη σημασία της ενίσχυσης και της εμβάθυνσης των σχέσεών μας με τις ΗΠΑ. Οι σχέσεις μας με την Ουάσινγκτον είναι θεμελιώδους σημασίας. Θετικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων της Βουλής των Ελλήνων αντιλαμβάνεται τη σημασία της διεύρυνσης του πεδίου σύμπτωσης των διμερών μας συμφερόντων. Όσο κυνικό και αν ακούγεται, η ιστορία, ήδη από την εποχή του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη , μας διδάσκει ότι το συμφέρον αποτελεί την ισχυρότερη συγκολλητική ουσία των συμμαχιών.

Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, η οποία υφίσταται τις δυσάρεστες και σοβαρές συνέπειες της πολιτικής της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Τρίπολης υπό -τον εικονιζόμενο- πρωθυπουργό Φάγεζ αλ-Σάρατζ.

Στην πολιτική και στη διπλωματία, τίποτε δεν γίνεται τυχαία, συμπτωματικά ή μοιρολατρικά. Τις εύλογες -σήμερα- ανησυχίες της Ελλάδος προσπαθεί, με προσεκτικές διατυπώσεις, να καλύψει η πρόσφατη επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Μάϊκ Πομπέο προς τον κ. Πρωθυπουργό. Έχει ορισμένα κοινά σημεία, αλλά και διαφορές με την επιστολή (10 Απριλίου 1976) του τότε υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσσιντζερ προς τον ομόλογό του Δημήτριο Μπίτσιο. Οι συνθήκες όμως είναι διαφορετικές. Η αμερικανική επιστολή του 1976 μας εστάλη σε μία περίοδο άνθησης των σχέσεων της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα, παρά το εμπάργκο όπλων που είχε επιβληθεί από το Κογκρέσο στη Τουρκία, λόγω της εισβολής στη Κύπρο (χρήση αμερικανικού εξοπλισμού). Στην πραγματικότητα μας δόθηκε –κατόπιν απαίτησης της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή– ως αντιστάθμισμα των επίπονων και επίμονων ενεργειών του προέδρου Φορντ και προσωπικά του Χ. Κίσσιντζερ για άρση του εμπάργκο.

Επίσης, δεν είναι τυχαίο ή συμπτωματικό ότι αποσπάσαμε την επιστολή Κίσσιντζερ σε μία περίοδο που είχε αρχίσει να κλιμακώνεται η εκδήλωση της τουρκικής απειλής στο Αιγαίο. Με συνέπεια την ταυτόχρονη προσφυγής της Ελλάδος στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Από τη μελέτη των δημοσιευμένων διπλωματικών εγγράφων και μνημονίων προκύπτει ότι η στήριξη των ελληνικών προσπαθειών στο Συμβούλιο Ασφαλείας στηρίχθηκε τότε αποτελεσματικά από την αμερικανική πλευρά. Η Σοβιετική Ένωση δεν έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο και σκόπιμα μάλλον άφησε την πρωτοβουλία στις ΗΠΑ. Όπως συνήθως συμβαίνει, το Ηνωμένο Βασίλειο κατέβαλε προσπάθειες να «εξισορροπηθεί» το κείμενο της Απόφασης του Σ.Α., ικανοποιώντας μέρος των τουρκικών επιδιώξεων.

Εφόσον θεωρούμε ότι υφίσταται συγκεκριμένη απειλή από την κυβέρνηση της Τρίπολης, οφείλουμε να εξετάσουμε τη σκοπιμότητα να φέρουμε, προς συζήτηση, το ζήτημα στο πλαίσιο του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου και όχι απλώς στο περιθώριο των συναντήσεων του ΝΑΤΟ μαζί την περίπτωση εφαρμογής του Άρθρου 5. Στη φωτογραφία, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης με τον γ.γ. της Συμμαχίας Γ. Στόλτενμπεργκ (αριστερά) και το Βρετανό πρωθυπουργό Μπ. Τζόνσον κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Λονδίνου στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου.

Η επιστολή του υπουργού Εξωτερικών κ. Μάϊκ Πομπέο προς τον κ. Πρωθυπουργό είναι θετική εξέλιξη. Συνδέεται άμεσα με τη διαδικασία κύρωσης στη Βουλή, της Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας που υπέγραψαν, στις 5 Οκτωβρίου 2019 στην Αθήνα, ο υπουργός Εξωτερικών κ. Ν. Δένδιας με τον ομόλογό του κ. Πομπέο και βεβαίως με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Όπως και η επιστολή Κίσσιντζερ, δεν κατονομάζει ευθέως την Τουρκία. Επαναλαμβάνει δε τη γνωστή θέση της Ουάσιγκτον ότι η Ελλάδα γύρισε με επιτυχία τη σελίδα της 10ετούς οικονομικής κρίσης. Είμαστε ένας αξιόπιστος και ισχυρός εταίρος στην ευρύτερη περιοχή μας. Έρχεται ως επιστέγασμα της επίσκεψης του κ. Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον και εν μέσω της σοβαρότερης -μετά το 1996- σταθερής κλιμάκωσης και στρατιωτικοποίησης της κρίσης από την Τουρκία. Επίσης, μετά την υπογραφή των δύο τουρκο-λιβυκών Συμφωνιών περί Α.Ο.Ζ. και Στρατιωτικής Συνεργασίας. Σημασία λοιπόν έχει να διαβάσει κανείς την επιστολή Πομπέο, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή εκδήλωσης των αμερικανικών δεσμεύσεων, καθώς και την κρίση που επικρατεί στην Ανατολική Μεσόγειο και, ειδικότερα, στο Αιγαίο. Σε μία εποχή κατά την οποία οι συμμαχίες δεν θεωρούνται δεδομένες και η εκδήλωση συμμαχικής ή εταιρικής αλληλεγγύης κάθε άλλο παρά αυτοματοποιημένη.

Οι κύριες διαφορές μεταξύ των επιστολών Μ. Πομπέο και Χ. Κίσσιντζερ αφορούν στα εξής σημεία:

– στην επιστολή Πομπέο δεν περιέχεται η δέσμευση Κίσσιντζερ
…Έχομεν ήδη διαδηλώσει την πεποίθησιν μας ότι καμμία πλευρά (ενν. Τουρκία και Ελλάδα) δεν θα έπρεπε να επιδιώξη στρατιωτικήν επίλυσιν των διενέξεων αυτών. Τούτο παραμένει η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Συνεπώς, αι Ηνωμέναι Πολιτείαι θα αντετάσσοντο ενεργώς και ανεπιφυλάκτως εις την αναζήτησιν, υπό εκατέρας πλευράς, στρατιωτικής επιλύσεως (των διενέξεων) και θα καταβάλουν μείζονα προσπάθεια δια να παρεμποδίσουν μίαν τοιαύτην εξέλιξιν των πραγμάτων.

Η επιστολή Πομπέο, από την πλευρά της, περιέχει θερμές φιλοφρονήσεις και διατυπώσεις. Η ουσιαστική δέσμευση περιέχεται στη φράση περί διαρκούς στήριξης της ασφάλειας, της δημοκρατίας και της ευημερίας στην Ελλάδα. Στέκομαι ιδιαίτερα στην ασφάλεια.

Επίσης, στην τελευταία παράγραφο, αναφέρεται (χωρίς να κατονομάζεται, η Τουρκία) ότι στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου πρέπει να αποφεύγονται ενέργειες, πράξεις και διακηρύξεις, οι οποίες προκαλούν ένταση και, δεύτερον, ότι η λύση στα προβλήματα πρέπει να γίνει με βάση το άρθρο 33 της Χάρτας του ΟΗΕ, άρα κατά τρόπο ειρηνικό και το αποτέλεσμα τους να «είναι σύμφωνο με το διεθνές δίκαιο». Από τη στιγμή που ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής της κυβέρνησης, όπως και όλων των μεταδικτατορικών ελληνικών κυβερνήσεων, είναι το διεθνές δίκαιο, θεωρώ ότι αυτή η αναφορά μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιώνει την ελληνική θέση.

Σημασία έχει να διαβάσει κανείς την επιστολή Πομπέο, λαμβάνοντας υπόψη δύο στοιχεία: αφενός τη χρονική στιγμή εκδήλωσης των αμερικανικών δεσμεύσεων (καθώς και την κρίση που επικρατεί στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο) και αφετέρου το γεγονός ότι αποστέλλεται σε μία εποχή κατά την οποία οι συμμαχίες δεν θεωρούνται δεδομένες και η εκδήλωση συμμαχικής ή εταιρικής αλληλεγγύης είναι κάθε άλλο παρά αυτοματοποιημένη.

Καίτοι και εγώ, προσωπικά, έχω επανειλημμένα κάνει λόγο για «εγγυήσεις ασφαλείας», θεωρώ υποχρέωσή μου να σημειώσω ότι ούτε η επιστολή Πομπέο ούτε όμως η επιστολή Κίσσιντζερ εδόθησαν υπό τη μορφή αυτή. Τοσούτω μάλλον που ήδη κατά το 1976 το State Department είχε φροντίσει να δώσει σχετικές διευκρινήσεις και στην Τουρκία. Δεν αμφιβάλλω ότι το ίδιο γίνεται και τώρα. Εν τούτοις, είναι κρίσιμα, χρήσιμα και ισχυρά διπλωματικά έγγραφα το περιεχόμενο των οποίων δικαιούσαι κα επικαλείσαι. Πρόκειται αναμφίβολα περί γραπτών πολιτικών δεσμεύσεων των ΗΠΑ προς ένα δοκιμασμένο, σταθερό και ισχυρό θα προσέθετα σύμμαχο.

Επιπλέον, είναι σκόπιμο το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής να συνδυαστεί με καθημερινές πλέον επίσημες τοποθετήσεις του State Department τόσο για το Αιγαίο, όσο και για την Κύπρο. Μετά λόγου γνώσεως ισχυρίζομαι ότι ούτε αυτονόητες είναι ούτε ανέκαθεν δεδομένες.

Σημειώνω ότι, στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, πάντοτε υπήρχε μία τριγωνική διάσταση. Περισσότερο από ελληνικής πλευράς παρά από την πλευρά της Ουάσιγκτον και της Αγκύρας. Πάντοτε οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974 και μετά έβλεπαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις συχνά μέσω της Ουάσιγκτον και αξιολογούσαν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και μέσα από τις αμερικανοτουρκικές. Η αντίληψη αυτή εκτιμώ ότι δύσκολα θα αλλοιωθεί.

Η ουσιαστικότερη και απερίφραστη δέσμευση των ΗΠΑ προς την Ελλάδα εδόθη, γραπτώς, με την επιστολή του Προέδρου Τζορτζ Μπους προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 27 Μαΐου 1992 με αφορμή το Μακεδονικό. Στη φωτογραφία, η υποδοχή του Αμερικανού Προέδρου στον τότε αερολιμένα του Ελληνικού, τον Ιούλιο του 1991.

Τέλος, διακινδυνεύοντας να γίνω εκ νέου ενοχλητικός, ας μου επιτραπεί να θυμίσω ότι η ουσιαστικότερη και απερίφραστη δέσμευση των ΗΠΑ προς την Ελλάδα εδόθη γραπτώς με την επιστολή του Προέδρου Τζορτζ Μπους προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 27 Μαΐου 1992. Επρόκειτο για την απάντηση του Αμερικανού Προέδρου σε επιστολή του Έλληνα ομολόγου του με αφορμή το Μακεδονικό. Η κατάληξη της επιστολής του Προέδρου Μπους έχει ως εξής «…Ως παλιό φίλο και σύμμαχο, η δέσμευσή μας για την ασφάλεια της Ελλάδος, την εδαφική της ακεραιότητα και το απαραβίαστο των συνόρων της παραμένει ισχυρή».

Πρόταση 5

Κατά τη διαπραγμάτευση μίας νέας, πολυετούς ισχύος, ελληνοαμερικανικής ισχύος Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας που θα αντικαταστήσει μελλοντικά την ετήσιας καταρχήν ισχύος, επιβάλλεται πλέον να επιδιώξουμε τη συμπερίληψη στο κείμενο (corpus) της -και όχι σαν ενισχυτικό πρόσθετο έγγραφο- της εν λόγω δέσμευσης.

Είμαι σίγουρος ότι ανάλογες ή χρήσιμες προς καταγραφή διατυπώσεις υπάρχουν και σε κείμενα άλλων επιστολών ΥΠΕΞ των ΗΠΑ προς τους Έλληνες ομολόγους τους.