Του Βασίλη Τσιάμη

Στη φωτογραφία: Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Σ. Μισέλ (αριστερά), ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτενμπεργκ (κέντρο) και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ο. φον ντερ Λάιεν (δεξιά) υπέγραψαν την 3η Κοινή Διακήρυξη, η οποία είναι πρωτίστως συμβολική, καθώς δεν περιέχει ανακοινώσεις ή παραδοτέα, αλλά κρίνεται σαφώς πιο πολιτική συγκριτικά με τις προηγούμενες.

Τον περασμένο Ιανουάριο, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέγραψαν την 3η Κοινή Διακήρυξη για τη Συνεργασία των δύο Οργανισμών. Η ανακοίνωση ήρθε σε μια κρίσιμη στιγμή και για τους δύο Οργανισμούς, καθώς αντιμετωπίζουν τον πόλεμο στην Ουκρανία, μια πιθανή παγκόσμια ύφεση και την παράλληλη αυξημένη γεωπολιτική ένταση με την Κίνα.

Η Κοινή Δήλωση του 2023 είναι η τρίτη δήλωση του είδους της. Αν και το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεργάζονται επίσημα από το 2002, η κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 οδήγησε στην πρώτη κοινή δήλωση στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία το 2016, αναγνωρίζοντας μία σειρά στρατηγικών τομέων για την συνεργασίας τους. Το 2018, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ αύξησαν τη συνεργασία σε επτά στρατηγικούς τομείς μέσω 74 μέτρων συνεργασίας. Η δήλωση του 2018 επέκτεινε την συνεργασία μεταξύ των δύο Οργανισμών σε τομείς, όπως η στρατιωτική κινητικότητα (military mobility), η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η ενίσχυση της ανθεκτικότητας (resilience) έναντι των χημικών, βιολογικών, ραδιολογικών και πυρηνικών κινδύνων και η προώθηση της ατζέντας για τις γυναίκες, την ειρήνη και την ασφάλεια. Οι ετήσιες εκθέσεις προόδου συνόδευσαν τις δύο δηλώσεις, με την πιο πρόσφατη τον Ιούνιο του 2022.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιβεβαίωσε ότι αποτελεί άμεση απειλή για την ασφάλεια της Ευρώπης, ενώ η απάντηση της διατλαντικής κοινότητας επιβεβαίωσε τη ζωτική σημασία της συνεργασίας του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η σημασία της 3ης Κοινής Διακήρυξης είναι πρωτίστως συμβολική, καθώς δεν περιέχει ανακοινώσεις ή παραδοτέα. Παρά ταύτα, θα την θεωρούσε κάνεις σαφώς πιο πολιτική από τις προηγούμενες δεδομένων των συνθηκών. Η δήλωση επαναδιατυπώνει, κυρίως, τα πιο εξέχοντα σημεία συνεργασίας, ενώ δίνει έμφαση στη διατλαντική ενότητα σε δύο μέτωπα. Πρώτον, για την υποστήριξη της Ουκρανίας και, δεύτερον, σε μια εποχή αυξανόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού, την κοινή προσέγγιση σε ότι αφορά την Κίνα. Υπό αυτή την έννοια, αντικατοπτρίζει τις προτεραιότητες που συμφωνήθηκαν πέρυσι στη Στρατηγική Αντίληψη του ΝΑΤΟ και στη Στρατηγική Πυξίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολλά έχουν αλλάξει από το 2018. Το πιο σημαντικό είναι ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιβεβαίωσε ότι αποτελεί άμεση απειλή για την ασφάλεια της Ευρώπης, ενώ η απάντηση της διατλαντικής κοινότητας επιβεβαίωσε τη ζωτική σημασία της συνεργασίας του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μια προφανής διαφορά στη νέα κοινή δήλωση είναι ο χρόνος. Οι δύο προηγούμενες διακηρύξεις δημοσιεύθηκαν στις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ (2016 στη Βαρσοβία και 2018 στις Βρυξέλλες). Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ του 2021 δεν εξέδωσε κοινή δήλωση, αλλά το ανακοινωθέν της συνόδου αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της στη συνεργασία ΝΑΤΟ-Ε.Ε. Η έλλειψη συναίνεσης σε βασικά ζητήματα εμπόδισε την έκδοση μίας τρίτης κοινής δήλωσης, αν και αναμενόταν, στη σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης το 2022. Αντίθετα, σε ένα μικρό τμήμα του κοινού ανακοινωθέντος της Μαδρίτης έγινε αναφορά στη συνεργασία με την Ε.Ε. και την διαπραγμάτευση της 3ης κοινής δήλωσης.

Οι δύο προηγούμενες διακηρύξεις δημοσιεύθηκαν στις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ το 2016, στη Βαρσοβία, και το 2018, στις Βρυξέλλες. Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ του 2021 δεν εξέδωσε κοινή δήλωση, αλλά το ανακοινωθέν αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της στη συνεργασία των δύο πλευρών, ενώ η έλλειψη συναίνεσης, σε βασικά ζητήματα, εμπόδισε την έκδοση μίας τρίτης κοινής δήλωσης, αν και αναμενόταν, και στη σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης το 2022.

Στην 3η Κοινή Διακήρυξη δεν υπήρξε ρητή εξήγηση για τον λόγο της καθυστέρησης, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον ορισμένα ζητήματα που φαίνεται να συνέβαλαν. Η πρώτη αφορά τις σχέσεις Τουρκίας-Κύπρου, οι οποίες γίνονται όλο και πιο τεταμένες και σχετίζονται με την ευρύτερη ιστορική αντιπαλότητα Τουρκίας-Ελλάδας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει μεγιστοποιηθεί με αποκλειστική ευθύνη της Άγκυρας. Επιπλέον, η επίτευξη συμφωνίας της Τουρκίας στην προσπάθεια ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, απορρόφησε όλο το διαπραγματευτικό και πολιτικό οπλοστάσιο στη σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης. Ένας τρίτος λόγος μπορεί να ήταν οι ανησυχίες σχετικά με τον αμυντικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μακροχρόνιες ανησυχίες, Τέλος, η έλλειψη κοινής αντίληψης για την Κίνα. Καθώς τα μέλη του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. προετοιμάζονται για μια περίοδο αυξημένης γεωπολιτικής έντασης με τη Ρωσία και την Κίνα, αυτή η συμφωνία χρειαζόταν για να διασφαλίσει την εσωτερική ευθυγράμμιση και να παρουσιάσει ένα ενιαίο μέτωπο. Πάντως, στην καθυστέρηση συνέβαλε και το δυσάρεστο καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου ως όχι πλέον μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αποκλειστικά του ΝΑΤΟ.

Ουσιαστικά, η 3η Κοινή Διακήρυξη περιγράφει αρκετούς βασικούς τομείς για την εμβάθυνση της συνεργασίας ΝΑΤΟ-Ε.Ε. Υπάρχει ισχυρή ευθυγράμμιση σχετικά με τις κοινές απειλές που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή ασφάλεια και οι οποίες προέρχονται, κυρίως, από την απόφαση της Ρωσίας να εισβάλει στην Ουκρανία και τις συνέπειες του πολέμου για το μέλλον, καθώς και από την αυξανόμενη διεκδίκηση της Κίνας που σημειώθηκε ρητά για πρώτη φορά: «ζούμε σε μια εποχή αυξανόμενου στρατηγικού ανταγωνισμού. Η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση και οι πολιτικές της Κίνας παρουσιάζουν προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουμε». Τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και το ΝΑΤΟ, αναγνωρίζουν την αξία μιας ισχυρότερης ευρωπαϊκής άμυνας. Σημειώθηκε, επίσης, η αυξημένη απειλή για τις δημοκρατίες από αυταρχικά καθεστώτα και άλλους κακόβουλους παράγοντες, όπως οι τρομοκρατικές ομάδες. Η διακήρυξη σημείωσε πρωτοφανή πρόοδο από το 2018, με «απτά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση υβριδικών και κυβερνοαπειλών, επιχειρησιακή συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων θαλάσσιων θεμάτων, στρατιωτικής κινητικότητας, αμυντικών δυνατοτήτων, αμυντικής βιομηχανίας και έρευνας, ασκήσεων, καταπολέμησης της τρομοκρατίας και οικοδόμησης στρατιωτικών ικανοτήτων των δύο εταίρων». Υπογραμμίζει, επίσης, αρκετούς βασικούς τομείς στους οποίους θα εμβαθύνει τη συνεργασία για την αντιμετώπιση «γεωστρατηγικού ανταγωνισμού, ζητημάτων ανθεκτικότητας, προστασίας κρίσιμων υποδομών, αναδυόμενων τεχνολογιών, διαστήματος, των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην ασφάλεια, καθώς και της χειραγώγησης και παρέμβασης ξένων πληροφοριών».

Στην 3η Κοινή Διακήρυξη, δεν υπήρξε ρητή εξήγηση για τον λόγο της καθυστέρησης, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον ορισμένα ζητήματα που φαίνεται να συνέβαλαν. Η πρώτη εξήγηση αφορά τις σχέσεις Τουρκίας-Κύπρου, οι οποίες γίνονται όλο και πιο τεταμένες και σχετίζονται με την ευρύτερη ιστορική αντιπαλότητα Τουρκίας-Ελλάδας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει μεγιστοποιηθεί με αποκλειστική ευθύνη της Άγκυρας.

Από την προηγούμενη δήλωση, υπάρχουν τρεις αξιοσημείωτες αλλαγές στην ουσία του κειμένου, οι οποίες και αντικατοπτρίζουν το αλλαγμένο πλαίσιο από το 2018. Η κύρια αλλαγή οφείλεται στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η διακήρυξη καταδικάζει «το βίαιο πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας» και επιβεβαιώνει «την αταλάντευτη και συνεχή υποστήριξη [του ΝΑΤΟ] για την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα [της Ουκρανίας]». Η εισβολή της Ρωσίας επιβεβαίωσε την απάντηση σε δύο αιώνια ερωτήματα σχετικά με την πρωτοκαθεδρία και τη συμπληρωματικότητα μεταξύ Ε.Ε. και ΝΑΤΟ. Όσον αφορά την πρωτοκαθεδρία, δεδομένης της ευρείας κλίμακας και της χρήσης ένοπλης δύναμης από τη Ρωσία, η θεμελιώδης ανάγκη για συλλογική άμυνα του ΝΑΤΟ δεν αμφισβητείται πλέον. Ούτε η αξία των συμπληρωματικών ρόλων και των δύο οργάνων, δεδομένου ότι και τα δύο έχουν επιτελέσει κρίσιμους ρόλους για την υποστήριξη της Ουκρανίας και την ασφάλεια της Ευρώπης. Όπως επιβεβαιώνει η δήλωση, «το ΝΑΤΟ παραμένει το θεμέλιο της συλλογικής άμυνας για τους Συμμάχους του και ουσιαστικό για την ευρωατλαντική ασφάλεια» και «το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε. διαδραματίζουν συμπληρωματικούς, συνεκτικούς και αμοιβαία ενισχυόμενους ρόλους για την υποστήριξη της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας».

Μια αλλαγή στη γλώσσα, που χρησιμοποιείται, ανοίγει εκ νέου τις ανησυχίες σχετικά με το εάν οι αμυντικές πρωτοβουλίες της Ε.Ε. υποστηρίζονται πλήρως σε ολόκληρη τη διατλαντική κοινότητα. Ενώ η δήλωση του 2018 χαιρέτισε την «πολιτική συμφωνία για να δοθεί μεγαλύτερη προτεραιότητα στην ασφάλεια και την άμυνα» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η νέα δήλωση αναφέρει: «αναγνωρίζουμε την αξία μιας ισχυρότερης και πιο ικανής ευρωπαϊκής άμυνας που συμβάλλει θετικά στην παγκόσμια και διατλαντική ασφάλεια και [είναι] συμπληρωματική και διαλειτουργική με το ΝΑΤΟ“. Η αλλαγή στη γλώσσα ακολουθεί μια αλλαγή στο πλαίσιο: η διατύπωση του 2018 σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες του Προέδρου Τραμπ σχετικά με την κατανομή των βαρών. Αυτή τη φορά, η γλώσσα έχει σχεδιαστεί για να ενισχύσει την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ.

Η κοινή δήλωση του 2023 είναι η πρώτη που αναφέρει την Κίνα, με φρασεολογία που αντικατοπτρίζει το αίσθημα της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, ενώ η Στρατηγική Πυξίδα της Ε.Ε. το 2022 έκρινε το Πεκίνο μόνο σαν «εταίρο συνεργασίας, οικονομικό ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο». Στη φωτογραφία, από τη σύνοδο κορυφής Ε.Ε.-Κίνας της 9ης Απριλίου 2019, (από αριστερά προς τα δεξιά) ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν Ζ-Κ. Γιούνκερ, ο (σήμερα απερχόμενος) πρωθυπουργός της Κίνας Λι Κετσιάνγκ και ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ντ. Τουσκ. Από το 2019 ως σήμερα, οι σύνοδοι είτε αναβλήθηκαν είτε διεξήχθησαν μέσω βιντεοδιάσκεψης λόγω και του Covid, αλλά και των ευρωπαϊκών κυρώσεων για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η κοινή δήλωση του 2023 είναι η πρώτη που αναφέρει την Κίνα. Η αναγνώριση αντιπροσωπεύει, επίσης, μια ουσιαστική αλλαγή από τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στη Στρατηγική Πυξίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2022, η οποία αναφέρεται στην Κίνα ως «εταίρο συνεργασίας, οικονομικό ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο». Συγκεκριμένα, η νέα γλώσσα αντικατοπτρίζει το αίσθημα της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας που κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι αλλαγές αντιπροσωπεύουν την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών στην κοινή δήλωση και στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας σε μεγάλο βαθμό. Όπως καταδεικνύει ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο εγγυητής της ασφάλειας της Ευρώπης – η τελευταία κοινή δήλωση Ε.Ε.-ΝΑΤΟ αντικατοπτρίζει επίσης αυτό το γεγονός.

Υπό αυτή την έννοια, η εφαρμογή της κοινής δήλωσης δεν φαίνεται να απαιτεί μεγάλη αλλαγή στην υπάρχουσα κατεύθυνση της συνεργασίας Ε.Ε.-ΝΑΤΟ. Από τις 14 ρήτρες της κοινής δήλωσης, μόνο τέσσερις περιέχουν ουσιαστικές παροτρύνσεις για δράση. Άλλες απλώς παρατηρούν αλλαγές στο περιβάλλον ασφαλείας, εκφράζουν αρχές ή αναγνωρίζουν τη δράση που έχει γίνει μέχρι σήμερα. Η επόμενη έκθεση προόδου, η οποία αναμένεται να παρουσιαστεί το καλοκαίρι, θα είναι μια ευκαιρία να παρατηρήσουμε εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ έχουν δεσμευτεί να εφαρμόσουν τις ρητορικές τους δεσμεύσεις.

Όπως επιβεβαιώνει η δήλωση, «το ΝΑΤΟ παραμένει το θεμέλιο της συλλογικής άμυνας για τους Συμμάχους του και ουσιαστικό για την ευρωατλαντική ασφάλεια» και «το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε. διαδραματίζουν συμπληρωματικούς, συνεκτικούς και αμοιβαία