H μετέωρη εφαρμογή της συμφωνίας των Πρεσπών
Με το σημερινό άρθρο ολοκληρώνω τη θεματική της αρθρογραφίας μου που προηγήθηκε στα τεύχη Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου. Δεν είχα μέχρι στιγμής αναφερθεί στις σχέσεις Αθηνών – Σκοπίων όπως αυτές, κατά δεσμευτικό τρόπο, έχουν διαμορφωθεί μετά την κύρωση από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας των Πρεσπών. Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω ότι η Συμφωνία των Πρεσπών, μετά την κύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εσωτερικής έννομης τάξης. Είναι ο Νόμος 4588 και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 9 της 25Ης Ιανουαρίου 2019. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της στάσης που τήρησε ο καθένας μας έναντι της προβληματικής αυτής Συμφωνίας, δεσμευόμαστε τόσο ως κράτος όσο και ως πολίτες.
Καίτοι διαφωνώ, αντιλαμβάνομαι τη θέση εκείνων οι οποίοι δημόσια αρνούνται να αποδεχθούν τη Συμφωνία των Πρεσπών ως τετελεσμένο γεγονός. Επιπλέον, δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω όσους εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι, με νομικά μέσα, μπορεί να καταργηθεί. Ταυτόχρονα, όμως, είμαι υποχρεωμένος να υπενθυμίζω ότι, από τη στιγμή που κυρώθηκε και έγινε νόμος του κράτους, το διπλωματικό κόστος για την Ελλάδα, λόγω ενδεχόμενης μη εφαρμογής της, υπερβαίνει το οποιοδήποτε υποθετικό όφελος. Έχουμε ήδη μία απόφαση-κόλαφο από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (των Ηνωμένων Εθνών). Καταγράφω οκτώ θέσεις, προσπαθώντας να μείνω στα σημεία εκείνα τα οποία έχουν δώσει λαβή για έντονο πολιτικό διάλογο και αντιπαράθεση προ, κατά και μετά την υπογραφή και κύρωση της Συμφωνίας:
1. Στάση ευθύνης
Επιβάλλεται η επιμονή στην αλήθεια. Η πατρίδα μου, μου έδωσε την ευκαιρία να την υπηρετήσω ως διπλωμάτης για 35 χρόνια, υπό 11 διαφορετικές κυβερνήσεις και 15 υπουργούς Εξωτερικών. Από μένα περιμένει, απαιτεί να στέκομαι απέναντι στα γεγονότα με συναίσθηση της ευθύνης. Θα ήμουν ανάξιος της εμπιστοσύνης, με την οποία περιέβαλλαν ένα κρατικό λειτουργό κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες επί των ημερών των οποίων υπηρέτησα, εάν υπεστήριζα θέσεις αντίθετες από εκείνες που κατά καθήκον υπηρετούσα ως υπηρέτης του Εθνικού Συμφέροντος. Η υποχρέωση για συνταγματικό πατριωτισμό, για υπεύθυνη στάση για τους διπλωμάτες, στρατιωτικούς και τους κρατικούς λειτουργούς εν γένει δεν έχει ημερομηνία λήξης. Η πειστικότητα και η πειθώ του λόγου προτάσσει και επιβάλλει τα επιχειρήματα. Όχι δημαγωγία και συνθήματα. Η αυτογνωσία, η αίσθηση, η συναίσθηση και η ανάληψη της ευθύνης επιβάλλουν μέτρο, επιμονή και υπομονή.

2. Σύνεση-Συνεννόηση Συναίνεση
Η κατάσταση της σκόπιμης σύγχυσης που επιδιώχθηκε στο Μακεδονικό ζήτημα επί της προηγούμενης κυβέρνησης, και δη κατά τους μήνες που προηγήθηκαν της υπογραφής και της κύρωσης της Συμφωνίας, αποδυνάμωσε την ήδη όποια συνοχή είχε απομείνει στο πολιτικό μας σύστημα. Κυρίως όμως παρέσυρε την κοινή γνώμη. Της προκάλεσε οργή, απορία και θυμό. Πολλά ερωτηματικά και ερωτήματα κυρίως. Σε ένα λαό που ήταν ήδη φορτισμένος και απογοητευμένος. Όταν οι πολιτικοί μας ηγέτες, εντός και εκτός της Βουλής, προκρίνουν τις κραυγές, την ένταση και το διχασμό, τότε ελευθερώνουν δρόμους και πλατείες για «νέους εθνοσωτήρες». Πολλά τα παραδείγματα για ορισμένους εκ των μετεχόντων στα συλλαλητήρια.
Η πραγματικότητα είναι ότι, όσο περνά ο καιρός, τόσο συγκεκριμένα προβλήματα εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών αναδύονται στη επιφάνεια.
3. Δεν λειτούργησαν τα προβλεπόμενα θεσμικά όργανα
Είναι γνωστό ότι, ειδικά για τη Συμφωνία των Πρεσπών, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΑΝΕΛ επέλεξε να μην λειτουργήσουν τα θεσμικά όργανα τα οποία προβλέπονται από το Σύνταγμα και το Νόμο. Δεν συνήλθε το ΚΥΣΕΑ (Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας) το κορυφαίο ενδοκυβερνητικό όργανο, για να συζητήσει ένα τόσο σοβαρό, κρίσιμο και ευαίσθητο εθνικό θέμα. Ποτέ. Δεν συνήλθε η Κυβερνητική Επιτροπή με την ίδια σύνθεση. Ποτέ. Δεν συνήλθε το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, το θεσμικό όργανο διαβούλευσης μεταξύ κυβέρνησης και των κοινοβουλευτικών κομμάτων που προβλέπεται από το Άρθρο 81 του Συντάγματος. Ποτέ. Δεν συνήλθε προκειμένου να ενημερωθεί, να συζητήσει το σχέδιο της Συμφωνίας η διαρκής Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής. Ποτέ.
Επίσης, σκόπιμα και συνειδητά, προ της υπογραφής της Συμφωνίας, δεν δόθηκε στην Βουλή, στους πολιτικούς αρχηγούς και στα κόμματα του συνταγματικού πατριωτισμού η δυνατότητα να ενημερωθούν, να ρωτήσουν, να προτείνουν, να διορθώσουν. Ήταν τετελεσμένο γεγονός. Αντί να επιδιώξει τη μεγαλύτερη δυνατή συνεννόηση με τα κόμματα του συνταγματικού πατριωτισμού, η προηγούμενη κυβέρνηση προτίμησε να προκαλέσει χάσμα και ασύμμετρο διχασμό στο πολιτικό μας σύστημα και στον ελληνικό λαό προκειμένου να υπογράψει και να μας δεσμεύσει με την Συμφωνία των Πρεσπών.

4. Τα τετελεσμένα της Συμφωνίας των Πρεσπών
Δυστυχώς, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν αρκέστηκε στην διαπραγμάτευση και στην υπογραφή μίας προβληματικής και δύσκολης να εφαρμοστεί Συμφωνίας. Φρόντισε να δέσει τα χέρια και να δεσμεύσει, μετά την κύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων, όχι μόνο την επόμενη κυβέρνηση, αλλά (το κυριότερο) την Ελλάδα. .Η Συμφωνία των Πρεσπών προβλέπει ρητώς ότι δεν μπορεί να ανοίξει για επαναδιαπραγμάτευση, να καταγγελθεί ή να ακυρωθεί! Διαμορφώθηκαν τρία βασικά τετελεσμένα:
- το όνομα Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας,
- η ερμηνεία για αναγνώριση μακεδονικής ταυτότητας (μακεδονική γλώσσα και μακεδονική εθνικότητα/ υπηκοότητα/ιθαγένεια ),
- η ένταξη στο ΝΑΤΟ που θα ολοκληρωθεί εντός του 2019.
5. Να μην εφαρμόσουμε την Συμφωνία – συμφέρει;
Η Ελλάδα έχει ως θεμέλιο λίθο της εξωτερικής της πολιτικής το Διεθνές Δίκαιο. Δεν είναι χώρα αναθεωρητική των διεθνών συνθηκών. Σέβεται πάγια και στηρίζει το Διεθνές Δίκαιο, αντλώντας απ’ αυτό δύναμη, επιχειρήματα και πειθώ. Προτάσσουμε την ισχύ του Δικαίου και την εφαρμογή των διεθνών συνθηκών, έχοντας συνείδηση των ορίων των επιλογών μας. Γνωρίζουμε ταυτόχρονα ότι η Άγκυρα το καταπατεί διαρκώς, το αγνοεί και προσπαθεί να επιβάλλει την βούλησή της και να πετύχει τους στόχους και τις επιδιώξεις της, επιβάλλοντας τη δύναμη των όπλων, της στρατιωτικής ισχύος.
Σήμερα, συνεπώς, η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προσπαθεί, ως οφείλει, να αξιοποιήσει τα νομικά, πολιτικά και διπλωματικά μέσα που έχει στη διάθεσή της προκειμένου να επιτύχει, τουλάχιστον, μία βελτιωμένη ερμηνεία των επαχθών δουλειών της Συμφωνίας. Ιδίως για τα θέματα της λεγόμενης μακεδονικής ταυτότητας. Και, φυσικά, να παρακολουθεί την πιστή και απαρέγκλιτή τήρησή της από το έτερο μέρος. Υπενθυμίζω ότι μετά την προσφυγή της τότε Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει ήδη λάβει μια Απόφαση-κόλαφο κατά της Ελλάδος στις 5 Δεκεμβρίου 2011 για παραβίαση των προνοιών της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Στην υποθετική περίπτωση που οι ελληνικές αρχές προβούν, εκ νέου, σε παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών μια ισχυρότερη καταδίκη από το ίδιο δικαστήριο είναι ενδεχόμενη. Θυμίζω ότι το δικαστήριο δεν συγκράτησε και δεν εδέχθη κανένα από τα επιχειρήματα του, ούτως ή άλλως, αδύναμου φακέλου που δυστυχώς κατέθεσε η ελληνικά πλευρά. Τον πλήρη σχολιασμό της Απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, έχω σκόπιμα περιλάβει ως παράρτημα στο βιβλίο «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία – Η Αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών».
Επιπλέον, στο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο 2018, τόνιζα μεταξύ άλλων: «μου προκαλεί απορία το γεγονός ότι, στο σύνολό τους, οι βουλευτές του μεγαλύτερου κόμματος της Βουλής (ΣΥΡΙΖΑ) χρησιμοποίησαν και τα επιχειρήματα τα οποία εδώ και 25 χρόνια προέβαλαν τα Σκόπια προκειμένου να καταδείξουν το βάσιμο των επιδιώξεών τους και ταυτόχρονα το άδικο των θέσεων της Ελλάδος. Είτε αφορούν στη γλώσσα, είτε στη διεθνή αναγνώριση με τη συνταγματική ονομασία “Republic of Macedonia”. Είναι και αυτό σημείο των καιρών. Θεώρησαν δε χρήσιμο να τα επαναλάβουν από του βήματος της Βουλής στη συζήτηση προκειμένου να αντιπαρατεθούν στη σφοδρή και γενικευμένη πολιτική κριτική της αντιπολίτευσης»
Δυστυχώς, δεν υπήρξε η στοιχειώδης έστω προσπάθεια πολιτικής συνεννόησης από την πλευρά της τότε κυβέρνησης. Αντιθέτως, απουσίασε χαρακτηριστικά όλο αυτό το διάστημα από τον Ιούνιο 2017 μέχρι της υπογραφής. Βαθύτατα πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι με την άτυπη έστω -πίσω από τις κλειστές πόρτες- συνδρομή και συνεννόηση με τρίατέσσερα προβεβλημένα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ (βουλευτές και μη σήμερα των κομμάτων), θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι ατέλειες και οι επικίνδυνες κακοτοπιές που υπάρχουν στη Συμφωνία των Πρεσπών. Επίσης, να προληφθεί η αντίληψη που φαίνεται να εμπεδώνεται σε κρίσιμο για τη βιωσιμότητα της Συμφωνίας τμήμα της κοινής γνώμης στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και στη γειτονική μας χώρα, ότι πρόκειται για Συμφωνία που προκαλεί «ζημία/ζημία» (lose/lose) αντί του επιδιωκόμενου στόχου καιδιακηρυγμένου αποτελέσματος «κέρδος/κέρδος» (win/win).

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να αποδυναμώσει, μέσω του Μακεδονικού, τη συνοχή της Νέας Δημοκρατίας, η οποία βρισκόταν στη θεσμική θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εν τέλει, όμως, πέτυχε να προκαλέσει με τον τρόπο αυτό την ολοκληρωτική και σφοδρή αντίδρασή της. Ταυτόχρονα, κατάφερε να προκαλέσει τη σύγχυση και την οργή της κοινής γνώμης με αφορμή το Μακεδονικό. Κάτι το οποίο πλήρωσε και εκλογικά, όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα κυρίως στις Ευρωεκλογές, αλλά και σε σημαντικό βαθμό και στις Εθνικές εκλογές.
Με βάση την συζήτηση στη Βουλή της 16-17ης Ιουνίου 2018, είχα προσπαθήσει να κάνω μια εκτίμηση και πρόβλεψη για την στάση που θα τηρούσε η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (ΝΔ), εάν η Συμφωνία ετίθετο εν τω μεταξύ -όπως και έγινε- σε ισχύ. Ειδικότερα, στο υπόψη βιβλίο μου, σημείωνα ότι: «δικαιούμαι, επίσης, να εξαγάγω ορισμένα συμπεράσματα από τη διαπίστωση τριών κρίσιμων παραμέτρων που αφορούν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά τη συζήτηση. Επικρίθηκε μεν η δημιουργία τετελεσμένων, δεν ακούσθηκαν όμως εξειδικευμένες προτάσεις που πιστεύω ότι, δικαίως, θα μπορούσαν να υπάρξουν για την πρόληψή τους. Με άλλα λόγια, η αναμενόμενη εύλογη κριτική προς τη Συμφωνία θα μπορούσε να είχε συνοδευτεί με την υποβολή δύο-τριών συγκεκριμένων τροπολογιών ενώπιον του Κοινοβουλίου προ της υπογραφής της, η οποία ήδη γεννά σε πρώτο στάδιο διεθνείς δεσμεύσεις. Οι τροπολογίες αυτές, που θα μπορούσαν ειδικά να αφορούν στο επίμαχο άρθρο 1 (παράγραφοι b «ιθαγένεια»/εθνικότητα και c «γλώσσα»), δεν θα ανέτρεπαν μεν τη λεπτή και δύσκολη ισορροπία της διαπραγμάτευσης και συνομολόγησής της, αλλά θα επέτρεπαν την ευρύτερη στήριξή της εντός και, το κυριότερο, εκτός Κοινοβουλίου. Δεν αντελήφθην, εάν υπήρχε -από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση- πρόθεση ή απόφαση αναθεώρησης ή μη μελλοντικής εφαρμογής της Συμφωνίας. Αυτό είναι ουσιώδες πολιτικό στοιχείο, το μόνο που παράγει δεσμευτικά πολιτικά και νομικά αποτελέσματα και βέβαια το προφανές συμπέρασμα: η πολιτική αντίθεση, έστω και με τη δήλωση της ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί μη κύρωσης της Συμφωνίας στη Βουλή, δεν παράγει εσωτερικά ή διεθνή νομικά αποτελέσματα ως προς την εφαρμογή της, εάν εν τω μεταξύ έχει κυρωθεί από τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία».
6. Η προβληματική εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών
Όπως γράφω στο βιβλίο μου, η υπογραφή της Συμφωνίας της 17ης Ιουνίου 2018 συνιστά αναμφίβολα μία κρίσιμη καμπή στις σχέσεις των δύο χωρών. Προϋποθέτει την ύπαρξη σήμερα και διατήρηση αύριο μίας θετικής ‘βαλκανικής εξαίρεσης’’ (Balkan exceptionalism)». Εξηγούσα:
- Η συνολική σε βάθος χρόνου συντονισμένη, άνευ παλινδρομήσεων, οριστική ως προς όλες τις δεσμευτικές πρόνοιες που περιέχει, εφαρμογή της Συμφωνίας και από τις δύο χώρες βαδίζει αντίστροφα προς τη φορά των πολιτικών ανακατατάξεων και του αναθεωρητισμού που επικρατεί στην Ευρώπη.
- Προεξοφλεί και χρειάζεται, για να καταστήσει βιώσιμη την ύπαρξη συναινετικών και σταθερών πολιτικών και στις δύο χώρες υπέρ της εφαρμογής της Συμφωνίας, καθώς και κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Άρα, «θεμελιώδης όρος είναι η εφεξής σταθερή και ταυτόχρονη ανάδειξη και εκλογική επικράτηση κομμάτων και σχηματισμού κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών στην Ελλάδα και στη Βόρεια Μακεδονία υπέρ της εφαρμογής της Συμφωνίας». Μετά βεβαιότητας εκλογική πρόβλεψη ήταν και είναι σήμερα ριψοκίνδυνη και μάλλον αδύνατη για οποιαδήποτε σχεδόν χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των θεμελιωτών και των πυλώνων της συμπεριλαμβανομένων. Άρα προβλέπουμε ότι δύο χώρες στα Βαλκάνια, παρά τα θεμελιώδη διαφορετικά χαρακτηριστικά τους, θα αποτελέσουν τη θετική εξαίρεση του ευρωπαϊκού κανόνα.

7. Ενταξιακές διαπραγματεύσεις στην ΕΕ: αυταπάτες και ψευδαισθήσεις
Στο βιβλίο μου επισήμανα, κυρίως, το γεγονός ότι η Συμφωνία προεξοφλούσε τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σημερινή απουσία κοινής θέσης των κρατών-μελών της Ε.Ε. για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων δεν είναι αιφνιδιασμός. Υπήρχε ήδη κατά τη στιγμή της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Επιβεβαιώθηκε εκ νέου με ισχυρό πλέον πολιτικό αντίκτυπο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17-18 Οκτωβρίου 2019. Οι εξελίξεις στις Βρυξέλλες κλονίζουν εκτιμώ την ισορροπία της πολιτικής «ράβδου και καρότου» και της ίδιας της Συμφωνίας. Η απογοήτευση και οι αντιδράσεις του κυρίου Ζόραν Ζάεφ και οι πολιτικές εξελίξεις που δρομολογήθηκαν στην γειτονική μας χώρα, με την προκήρυξη πρόωρων εκλογών στις 12 Απριλίου του 2020, επιβεβαιώνουν την βασική εκτίμηση μου όπως αντανακλάται στον τίτλο του βιβλίου. Πρόκειται για μία «Δύσκολη Συμφωνία» ως προς την πλήρη και συνολική εφαρμογή της.
Γράφω ότι βασίζεται στη βεβαιότητα ότι η συνολική, σε βάθος χρόνου άνευ υπαναχωρήσεων και παλινδρομήσεων, οριστική εφαρμογή της Συμφωνίας θα μπορεί να βαδίσει αντίστροφα προς τη φορά των πολιτικών ανακατατάξεων και του αναθεωρητισμού που επικρατεί στην Ευρώπη. Σημείωνα ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται σε διπλή περιδίνηση. του αναθεωρητισμού τόσο σε σχέση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, όσο και σε σχέση με τη Διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια. Η διαπίστωση υπήρχε. Τώρα επιβεβαιώνεται.
Σημείωνα ότι αβέβαιο είναι κατά πόσον τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα θελήσουν να δώσουν το τελικό πολιτικό «πράσινο φως» για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. «Αν τούτο δεν συμβεί στο ορατό μέλλον κατά απόλυτα δεσμευτικό τρόπο, τόσο η Συμφωνία όσο και οι κυβερνήσεις των Σκοπίων και των Αθηνών θα μπορούσαν να βρεθούν ενώπιον απροβλέπτων εξελίξεων». Απρόβλεπτων μεν, …προβλέψιμων δε. Επιπλέον, αβέβαιον είναι κατά πόσον τα κράτημέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα θελήσουν να δώσουν το τελικό πολιτικό πράσινο φως για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Αν τούτο δεν συμβεί στο ορατό μέλλον κατά απόλυτα δεσμευτικό τρόπο, τόσο η Συμφωνία, όσο και οι κυβερνήσεις των Σκοπίων και των Αθηνών, θα μπορούσαν να βρεθούν ενώπιον απροβλέπτων εξελίξεων.

Για τον λόγο αυτό, προσέθετα, δεν θεωρώ παράλογο τον ισχυρισμό ότι η Συμφωνία των Πρεσπών, ανά πάσα στιγμή, διατρέχει τον πραγματικό κίνδυνο να βρεθεί μετέωρη. Άρα, με αβέβαιη την έκβαση της επιδιωκόμενης πλήρους εφαρμογής της.
Στην Ελλάδα ευδοκιμούν πολλοί μετά Χριστόν …προφήτες. Τόσο κατά τη θητεία μου στο υπουργείο Εξωτερικών, όσο και μετά την λήξη της υπηρεσιακής μου σχέσης, προσπάθησα κατά κανόνα να αποφύγω την συμπεριφορά που ανθίζει και ευδοκιμεί στην Ελλάδα. Αυτή του μετά Χριστόν προφήτη. Προτίμησα πάντοτε τις προτάσεις αντί των διαπιστώσεων, τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις αντί τις άνευρης παρουσίασης σης των ζητημάτων, και βέβαια πάντοτε τις υπεύθυνες προτάσεις πολιτικής.

Ειδικά ως προς τη Συμφωνία των Πρεσπών, εκτιμώ ότι οι προβλέψεις και οι εκτιμήσεις του βιβλίου έχουν σε μεγάλο επιβεβαιωθεί. Δεν επιβεβαιώθηκε εν τούτοις η εκτίμηση πιθανής εμπλοκής στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με ευθύνη της Ρωσίας. Επίσης, η αμφιλεγόμενη αντίδραση της Τουρκίας στην Συμφωνία των Πρεσπών δεν προκάλεσε προσκόμματα στην ενταξιακή πορεία της γειτονικής μας χώρας στο ΝΑΤΟ. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Η βασική επιβεβαίωση αφορά στο πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Αλβανία -κυρίως, όμως με τη Βόρεια Μακεδονία. Ομολογώ ότι εντύπωση μου προκαλεί ότι κάποιοι, που είχαν συγκεκριμένες και υψηλής ευθύνης κυβερνητικές θέσεις στην προηγούμενη κυβέρνηση, μόλις τώρα δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι η Ε.Ε. στερείται στρατηγικής, συνοχής και ότι δεν έχει ενιαία και κοινή εξωτερική πολιτική. Επιμένω στη θέση μου ότι όσο αυτό συμβαίνει, η εμβέλεια, το βάρος, τα αποτελέσματα και οι συνέπειες της πολιτικής της Γαλλίας, κυρίως, αλλά και της Γερμανίας – που πλέον διαφοροποιούνται σε σειρά βασικών θεμάτων – θα είναι πιο ορατά από την ίδια την πολιτική της Ε.Ε.

Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν έχει ανεξάντλητη δεξαμενή καλών επιλογών. Το βασικό της εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, τόσο προς βορρά όσο και προς Ανατολάς, εδώ και 20 χρόνια, είναι η αξιοποίηση κάποιων πλεονεκτημάτων ή απλά των δυνατοτήτων που μας παρέχουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις των γειτονικών μας χωρών (Τουρκία, Αλβανία, Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ευρωπαϊκή ενταξιακή πολιτική «ράβδου και καρότου» έναντι της Τουρκίας ουδεμία αξία έχει πλέον. Η πρόσφατη αδυναμία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να δώσει «πράσινο φώς» στην έναρξη συνομιλιών με τη Βόρεια Μακεδονία, μας στερεί, επίσης, σήμερα ενός ουσιαστικού πλαισίου εφαρμογής των προνοιών της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Τέλος, σε σχέση με τη γειτονική μας Αλβανία, σταθερή είναι η θέση μου ότι η Ελλάδα πρώτα πρέπει να επιδείξει η ίδια σταθερότητα, αποφασιστικότητα, συνέπεια και αυστηρότητα στην πολιτική της απέναντι στην Αλβανία. Και, σε δεύτερο βαθμό, να μεταφέρει τις αιτιάσεις μας για την αλλοπρόσαλλη και πρωτόγονη πολιτική των Τιράνων στις Βρυξέλλες…