Γιατί ο Ερντογάν θα ηττηθεί από τις αγορές
Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Μόνο τον Νοέμβριο η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε περίπου 30%, εξαιτίας των δηλώσεων Ερντογάν με τις οποίες ο Τούρκος Πρόεδρος υποστήριξε τη συνέχιση της πολιτική μείωσης των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας του, ενώ η συνολική υποτίμηση από τις αρχές του έτους προσεγγίζει το 50%. Την ίδια στιγμή, ο επίσημος πληθωρισμός υπερβαίνει το 20%, ενώ ο ανεπίσημος ίσως φθάνει και σε διπλάσια επίπεδα, προκαλώντας οικονομικές δυσκολίες και έντονη δυσαρέσκεια στα φτωχά στρώματα της τουρκικής κοινωνίας.
Η ορθόδοξη νομισματική πολιτική και τα πανεπιστημιακά οικονομικά εγχειρίδια αναφέρουν ότι σε περιπτώσεις υψηλού πληθωρισμού και υποτίμησης του νομίσματος, οι Κεντρικές Τράπεζες πρέπει να αυξάνουν τα επιτόκιά τους. Η οικονομική λογική πίσω από τη θεωρία αυτή είναι ότι η αύξηση των επιτοκίων ενισχύει την αποταμίευση και μειώνει την κατανάλωση, περιορίζοντας έτσι τις πληθωριστικές πιέσεις.
Παράλληλα, οι ξένοι επενδυτές παρατηρώντας την άνοδο της επιτοκιακής απόδοσης μιας χώρας, σπεύδουν να αυξήσουν τις τοποθετήσεις τους στο νόμισμά της, δημιουργώντας έτσι μια εισροή κεφαλαίων που συγκρατεί τη νομισματική υποτίμηση και τις απώλειες στα συναλλαγματικά διαθέσιμα.
Ο Ερντογάν από την πλευρά του κάνει μια διαφορετική αποτίμηση της κατάστασης. Θεωρεί ότι η αύξηση των επιτοκίων θα προκαλέσει πιστωτική ασφυξία στη χώρα, περιορίζοντας τη δυνατότητα των Τούρκων επιχειρηματιών για επιπλέον δανεισμό από τις τράπεζες και κατά συνέπεια θα δυσχεράνει τις επενδύσεις και την επέκταση των εξαγωγών, οδηγώντας πολλές εταιρείες σε χρεοκοπία, σε μία επακόλουθη αύξηση της ανεργίας και αναπόφευκτα σε δημοσκοπική κατάρρευση τον ίδιο τον Τούρκο Πρόεδρο.
Επιπλέον, η υποτίμηση της λίρας αποτελεί βραχυπρόθεσμα θετικό γεγονός για τις τουρκικές εξαγωγές αλλά και τον τουρισμό, δύο τομείς που συνεισφέρουν σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας.
Από την άλλη μεριά, η συνέχιση της υποτίμησης της λίρας προκαλεί προβλήματα στους Τούρκους εισαγωγείς αλλά και ακαμψίες στην παραγωγική διαδικασία, καθώς η πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία γίνεται ακριβότερη, δυσχεραίνοντας έτσι τη διεθνή ανταγωνιστικότητα αρκετών τουρκικών προϊόντων. Ταυτόχρονα, αυξάνεται το ενεργειακό κόστος της χώρας, μιας και η Τουρκία καλύπτει περίπου το 74% της ενεργειακής της ζήτησης με εισαγωγές από άλλα κράτη.
Καθώς, πολλές τουρκικές επιχειρήσεις δανείζονταν όλα τα προηγούμενα έτη σε ξένο νόμισμα με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, μια περαιτέρω υποτίμηση της λίρας αναμένεται να προκαλέσει εκτίναξη των δανεισμένων ποσών που πρέπει να αποπληρωθούν από τους επιχειρηματίες, δημιουργώντας προϋποθέσεις χρεοκοπίας για πολλές τουρκικές εταιρείες και περιορίζοντας τα ταμειακά διαθέσιμα για τις εγχώριες και ξένες τράπεζες.
Συνεπώς, το πρόβλημα της Τουρκίας αυτή τη στιγμή, δεν είναι τόσο η απειλή της κρατικής χρεοκοπίας (η χώρα έχει ένα χαμηλό δημόσιο χρέος, περί το 40% του ΑΕΠ της) όσο η πιθανότητα να προκληθεί ασφυξία στον παραγωγικό αλλά και χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας της. Το δεδομένο αυτό δεν θα αποτρέψει φυσικά την επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών που θα επέλθει σε περίπτωση πρόκλησης μιας σοβαρής συναλλαγματικής κρίσης.
Αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε σε σχέση με το ύψος των επιτοκίων και τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων, είναι ότι αντίθετα με τα όσα προβλέπει η βασική οικονομική θεωρία, η σχέση τους δεν είναι πλήρως γραμμική, αλλά θυμίζει περισσότερο μια κωδωνοειδή καμπύλη (bell curve). Ο «χαμένος κρίκος της αλυσίδας» που συνδέει τα επιτόκια και τη διεθνή κίνηση κεφαλαίων είναι η επενδυτική εμπιστοσύνη.
Όταν οι ξένοι επενδυτές διατηρούν την εμπιστοσύνη τους στο πολιτικό σύστημα μίας χώρας (και κατά συνέπεια στο νόμισμά της) τότε μία αύξηση των επιτοκίων είναι ικανή να προσελκύσει ξένα κεφάλαια και να σταματήσει την υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αντιθέτως, όταν η εμπιστοσύνη των επενδυτών χαθεί και μία σοβαρή πολιτική ανατροπή φαντάζει πιθανή (όπως π.χ. ένας εμφύλιος πόλεμος, μία επανάσταση ή ένα στρατιωτικό πραξικόπημα), τότε όσο και αν αυξηθούν τα επιτόκια, η εκροή επενδυτικών κεφαλαίων είναι αδύνατον να αποφευχθεί.
Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή η αύξηση των επιτοκίων φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο ως «σήμα πανικού» για τους υποψήφιους επενδυτές, οι οποίοι αναγνωρίζουν πίσω από την συγκεκριμένη ενέργεια, την απέλπιδα προσπάθεια μιας χώρας να αποφύγει την κατάρρευση του νομίσματος και την εξάντληση των συναλλαγματικών της αποθεμάτων. Για να γίνουμε πιο παραστατικοί, θα λέγαμε ότι ομοιάζει με την αναφώνηση της λέξης «φωτιά» σ’ένα ήδη φλεγόμενο κλειστό θέατρο, η οποία περισσότερο πανικοβάλει παρά βοηθάει τους έντρομους θεατές της παράστασης.
Τα ιστορικά παραδείγματα που επαληθεύουν την ανωτέρω θέση είναι πολλά (π.χ. κρίσεις υπερπληθωρισμού στην Αργεντινή το 2002, στη Ζιμπάμπουε το 2008-9, στη Ρωσία το 1917, καθώς και οι περιπτώσεις των συναλλαγματικών κρίσεων κατά τη δεκαετία του 1990 σε Λατινική Αμερική και Νοτιοανατολική Ασία), αλλά εδώ θα αναφερθούμε σε ένα σχετικά πιο άγνωστο ιστορικό προηγούμενο.
Tην 1η Ιουλίου του 1927, ο Πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας (Sir Montagu Norman), ο Πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας (Hjalmar Schacht) και ο Αναπληρωτής Πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας (Charles Rist) είχαν μυστική συνάντηση στις ΗΠΑ, με τον Πρόεδρο του παραρτήματος της Fed της Νέας Υόρκης (Benjamin Strong). Σκοπός τους ήταν ο συντονισμός της διεθνούς νομισματικής πολιτικής των τεσσάρων ισχυρότερων Κεντρικών Τραπεζών του κόσμου εις όφελος της Ευρώπης που βρισκόταν σε καθεστώς μακράς μεταπολεμικής οικονομικής στασιμότητας.
Αρχικά, αποφασίστηκε οι ΗΠΑ να μειώσουν τα επιτόκια τους με σκοπό να εισρεύσουν περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια στην Ευρώπη, η οποία θα διατηρούσε υψηλότερα και άρα πιο θελτικά για τους επενδυτές επιτόκια. Την ίδια στιγμή, μέσω της νομισματικής επέκτασης στις ΗΠΑ, θα προκαλούνταν πληθωρισμός, καθιστώντας τα αμερικανικά προϊόντα λιγότερο ελκυστικά για τις διεθνείς αγορές, προκειμένου να αυξηθεί ο όγκος των ευρωπαϊκών εξαγωγών.
Παρά τη συντονισμένη αυτή δράση, το «έξυπνο χρήμα» αντιλήφθηκε γρήγορα ότι η πολιτική αυτή αποτελούσε μια κίνηση απελπισίας από την πλευρά της Ευρώπης και στράφηκε τελικά προς τις ΗΠΑ, προκαλώντας μία επενδυτική μανία που όπως υποστηρίζουν κάποιοι οικονομολόγοι αποτέλεσε την αφετηρία για την πρόκληση της Μεγάλης Κρίσης που ξέσπασε το 1929. Με άλλα λόγια, στις διεθνείς αγορές ισχύει ότι και στη ζωή, δεν μπορείς να κοροϊδεύεις τους πάντες και για πάντα.
Συμπερασματικά, η πολιτική του Προέδρου Ερντογάν σε σχέση με τη λίρα δεν μπορεί να έχει διάρκεια, καθώς σύντομα θα υποκύψει στις πιέσεις των αγορών, τόσο επειδή οι ξένοι επενδυτές έχουν αντιληφθεί το ατελέσφορο της ιδιότυπης τουρκικής νομισματικής πολιτικής, όσο και γιατί οι διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις παρακινούν τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν σταδιακά τα επιτόκιά τους, κάνοντας έτσι την παραμονή των ξένων κεφαλαίων στην τουρκική οικονομία λιγότερο ελκυστική.
Ο Ερντογάν τελικά θα αναγκαστεί να αυξήσει τα επιτόκια. Όταν όμως αυτό συμβεί, οι επενδυτές ίσως να έχουν ήδη απολέσει μεγάλο μέρος της εμπιστοσύνης τους απέναντι στην Τουρκία, πυροδοτώντας όχι μόνο μια δύσκολη οικονομική περίοδο για τη χώρα αλλά και την απαρχή έντονων πολιτικών εξελίξεων.
* Ο Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος και διεθνολόγος.