Γιάννης Βαληνάκης: η επόμενη κρίση με την Τουρκία είναι απλώς θέμα χρόνου
Υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και επί σειρά ετών βουλευτής Δωδεκανήσου, ακαδημαϊκός με μακρά και καταξιωμένη πορεία δεκαετιών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, οξυδερκής και πολυγραφότατος θεωρητικός των διεθνών σχέσεων, αλλά και άνθρωπος των πρωτοβουλιών που υλοποιούνται και γίνονται πράξη, ο κ. Γιάννης Βαληνάκης, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet του Πανεπιστημίου Αθηνών, μιλάει στην «Α&Δ» εφ’ όλης της ύλης:
- Για τις τελευταίες συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, οι οποίες πρέπει να αξιοποιηθούν έγκαιρα και έξυπνα, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, θα καταλήξουν κάδρα σε έναν τοίχο,
- για τα κενά της κυβέρνησης Μητσοτάκη και την προβληματική κριτική του ΣΥΡΙΖΑ,
- για το εύρος και την εμβέλεια της αμυντικής συνδρομής που είναι θέμα «πολιτικά ανοιχτό»,
- για τα χωρικά μας ύδατα και την ΑΟΖ,
- για την ανάγκη μιας νέας εθνικής στρατηγικής, αλλά και για «τον κακό μας εαυτό» τον οποίο πρέπει να αφήσουμε πίσω, γιατί «η επόμενη κρίση με την Τουρκία είναι απλώς θέμα χρόνου»!
Όπως τονίζει ο Γιάννης Βαληνάκης, «η αποτρεπτική μας ισχύς βασίζεται στην αποφασιστικότητα που επιδεικνύουμε τις κρίσιμες ώρες, και αυτή κρίνεται από τον αντίπαλο, όχι από τα εγχώρια δελτία ειδήσεων»!
Το πλήρες κείμενο της συζήτησής μας με τον Γιάννη Βαληνάκη είναι το ακόλουθο:
«Άμυνα και Διπλωματία» («Α&Δ»): Πώς αξιολογείτε τις πρόσφατες συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ; Θα μπορούσαν αυτές οι συμφωνίες – ρεαλιστικά μιλώντας και λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες συνθήκες – να ήταν ακόμη καλύτερες για την ελληνική πλευρά;
Γιάννης Βαληνάκης (ΓΒ): Σε αναλυτική μελέτη μου στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας του ΕΚΠΑ (Strategy Paper 4) χαρακτήρισα τη συμφωνία με τη Γαλλία σημαντική εθνική επιτυχία. Σε σαφώς μικρότερο βαθμό αυτό ισχύει και για τις ΗΠΑ. Και από τις δύο προκύπτουν πάντως κατά τη γνώμη μου άμεσα κέρδη, αλλά διανοίγεται και μπροστά μας ένα «χρυσωρυχείο ευκαιριών» – αν βέβαια τις αξιοποιήσουμε έγκαιρα και «έξυπνα».
Φυσικά υπάρχουν και κίνδυνοι που ελλοχεύουν: ένα «παράθυρο σχετικής τρωτότητας» μέχρι το 2025 κι αυτό που αποκαλώ «ο κακός μας εαυτός» και θα εξηγήσω παρακάτω. Δεν θα καταφύγω όμως στην εκ των υστέρων κριτική, λέγοντας ότι θα μπορούσαμε να πετύχουμε καλύτερες διατυπώσεις. Στις διακρατικές σχέσεις δεν μπορείς ρεαλιστικά να εξασφαλίσεις όλα όσα θέλεις. Δεν υπαγορεύεις τη βούλησή σου, διαπραγματεύεσαι. Για αυτό κάθε τέτοια διεθνής συμφωνία είναι συνήθως αποτέλεσμα συσχετισμού συμφερόντων και ισχύος, αλλά και συγκυρίας και διαπραγματευτικών ικανοτήτων των χειριστών.
«Α&Δ»: Οι συμφωνίες είναι πια εδώ. Από εδώ και πέρα τι κάνουμε;
ΓΒ: Αυτό που προέχει για την Ελλάδα είναι πλέον όσα πετύχαμε -και δεν είναι λίγα- να τα αξιοποιήσουμε έγκαιρα, εντάσσοντάς τα σε μια νέα εθνική στρατηγική που στο τελευταίο βιβλίο μου («Η Ελλάς των Τεσσάρων Θαλασσών», εκδόσεις Ι. Σιδέρης) αποκαλώ «διεκδικητική εξομάλυνση».
Οι συμφωνίες ήρθαν κυρίως να ενισχύσουν την αποτρεπτική ισχύ και το αίσθημα ασφάλειας της χώρας μας που έχει αποδυναμωθεί από την αχαλίνωτη τουρκική επιθετικότητα, τόσο σε επίπεδο λόγων, όσο και επί του πεδίου.
Επισημαίνω εδώ π.χ. ότι ο ενθουσιασμός της κοινής γνώμης για την προ μηνών στάση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στην Άγκυρα είχε να κάνει με την ψυχολογική ανάγκη που νιώθει -πιστεύω- όλη η χώρα να μην μένουν αναπάντητες, έστω και λεκτικά, οι βαριές τουρκικές προσβολές που σχεδόν καθημερινά εκτοξεύονται από το σύστημα Ερντογάν. Ιδίως μάλιστα, όταν μέσω μιας συγχορδίας αναλυτών, πανομοιότυπα «καθησυχαζόμαστε» με απόδοση των τουρκικών τυχοδιωκτισμών σε «πολιτικά παιχνίδια» εσωτερικής κατανάλωσης ενός «στριμωγμένου» και διεθνώς «απομονωμένου» Ερντογάν λόγω μάλιστα των ελληνικών «στρατηγικών συμμαχιών» κ.λπ. Διαφωνώ, προφανώς, με τις μονοδιάστατες και τελικά αποπροσανατολιστικές αυτές εκτιμήσεις που οδηγούν επιπλέον και σε επικίνδυνο εφησυχασμό.

«Α&Δ»: Ποια είναι τα κέρδη και οι ευκαιρίες που διαβλέπετε ειδικά για την ελληνο-γαλλική συμφωνία;
ΓΒ: Η Συμφωνία προσπορίζει στη χώρα στρατηγικά και διπλωματικά κέρδη, ανοίγοντας ένα σημαντικότατο πεδίο εθνικών ευκαιριών. Είναι καίριας σημασίας η χώρα μας να συνειδητοποιήσει άμεσα ότι τα μεγάλα κέρδη από τη Συμφωνία θα προκύψουν από τις δυνατότητες που προσφέρει για πολλαπλασιασμό της εθνικής ισχύος μέσω των μηχανισμών διαβούλευσης που προβλέπονται. Ταυτόχρονα, πρέπει να υπογραμμιστεί και ότι η Τουρκία δεν θα μείνει βέβαια ανενεργή και ότι ο χρόνος πιέζει. Η συνεκτική αξιοποίηση των ευκαιριών από πλευράς μας, όπως και η επιτυχής αντιμετώπιση της επόμενης ελληνοτουρκικής κρίσης, απαιτούν άμεσα «έξυπνες» πρωτοβουλίες ενταγμένες σε μια νέα εθνική στρατηγική εμπλουτισμού/αντικατάστασης της σημερινής. Πορευόμαστε ακόμη με μια ξεπερασμένη από τα πράγματα, τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις διεθνείς αλλαγές στρατηγική, που μας οδήγησε μάλιστα διαχρονικά τις περισσότερες φορές σε υποχωρήσεις μέσα από κάθε κρίση με την Τουρκία.
Με τη νέα πάντως Συμφωνία η Ελλάδα θα αποκτήσει το 2025-6 για πρώτη φορά στην ιστορία της τα στρατιωτικά μέσα μιας ισχυρής αεροναυτικής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο με πραγματικές πλέον δυνατότητες αποτρεπτικής/αμυντικής στήριξης και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έχω όμως προσωπικά πολλές αμφιβολίες αν όλα αυτά θα αξιοποιηθούν πραγματικά.
«Α&Δ»: Από που απορρέουν οι αμφιβολίες σας;
ΓΒ: Στη συμφωνία ελλοχεύουν και κίνδυνοι, όπως η αξιοπερίεργη παράλειψη μιας «ενδιάμεσης» (μέχρι το 2025) εξοπλιστικής λύσης για τις φρεγάτες. Πιστεύω ότι η επόμενη κρίση με την Τουρκία είναι απλώς θέμα χρόνου και πλανώνται όσοι θεωρούν την αποτροπή της δεδομένη. Αν μάλιστα δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί με τη Γαλλία το πώς θα αντιμετωπισθούν από κοινού συγκεκριμένες τουρκικές προκλήσεις, οι κίνδυνοι αποδυνάμωσης της Συμφωνίας στο μεσοδιάστημα είναι σημαντικοί. Ο μεγαλύτερος ανάμεσά τους είναι, εκ των πραγμάτων, ο παραδοσιακός «κακός μας εαυτός» (προχειρότητα, αδυναμία σύζευξης της Συμφωνίας με μια νέα και ολοκληρωμένη στρατηγική) που καιροφυλακτεί ενόψει των προσεχών εντάσεων και κρίσεων με την γείτονα.
Διότι, όσες συμφωνίες και αν υπογράψουμε και όσα όπλα και αν αποκτήσει η χώρα, η Άγκυρα θα αποτραπεί μόνο αν πεισθεί ότι θα πληρώσει απαγορευτικό σε κόστος τίμημα: δηλαδή, ότι διαθέτουμε σχέδιο πραγματικά καταστρεπτικών αντιποίνων και, κυρίως, τη δέουσα ισχυρή αποφασιστικότητα να το υλοποιήσουμε εάν χρειαστεί.
Το χειρότερο θα ήταν να μείνει η Συμφωνία επί της ουσίας σχεδόν γράμμα νεκρό, όπως έγινε με άλλες εθνικές επιτυχίες (π.χ. Συμφωνίες για ΑΟΖ με Αίγυπτο και αμυντικής συνδρομής με τα Εμιράτα) που έμειναν πρακτικά αναξιοποίητες: ουσιαστικά σε ένα ωραίο κάδρο στον τοίχο ελλείψει σχεδίων και «έξυπνων» πρωτοβουλιών για τα περαιτέρω. Για αυτό, το αν ο ελληνογαλλικός Στρατηγικός Συνεταιρισμός θα αποδειχθεί πραγματικά game changer και ιστορικών διαστάσεων θα εξαρτηθεί τελικά από την φιλόδοξη αλλά και ρεαλιστική συν-αποτροπή και συν-απόκρουση με τη Γαλλία της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά και τη συν-προώθηση των εθνικών συμφερόντων και διεκδικήσεών μας για μία ΑΟΖ τέσσερεις φορές μεγαλύτερη από την έκταση της Ελλάδας (500.000 χλμ2). Εδώ, όμως, προβληματίζει η σοκαριστική και επίσημη (σε επιστολή στον ΟΗΕ) ελληνική αποκήρυξη του χάρτη της Σεβίλλης που, δυστυχώς, παραπέμπει, στην επιεικέστερη εκδοχή, σε μια ΑΟΖ κατά πολύ μικρότερη.
Τέλος, η Γαλλία προβαίνει από πλευράς της σε μια θεαματική στρατηγική πρόσκληση προς τη χώρα μας κι έχει δώσει και στην πράξη αξιόπιστα δείγματα της δέσμευσής της. Θα είναι όμως επικίνδυνο να προεξοφλείται ότι θα ρυμουλκείται σε κάθε ελληνικό αυτοσχεδιασμό (και μάλιστα χωρίς ελληνική συμπαράσταση σε ζωτικούς γαλλικούς στόχους) και ότι θα καλύπτει αυτόματα με την αμυντική ομπρέλα της κάθε είδους τουρκική πρόκληση και τα κενά ελληνικής αναποφασιστικότητας. Σε τελική ανάλυση, καμιά συμφωνία και κανένας εξοπλισμός δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσουν την εθνική βούληση για αντίσταση απέναντι σε ένα εισβολέα.

«Α&Δ»: Πόσο ισορροπημένες είναι οι συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ; Εξασφαλίζουμε ανταλλάγματα; Θα έπρεπε να μιλάμε για αμυντική συνδρομή των συμμάχων στα όρια των (επισήμως μη οριοθετημένων και μη ανακηρυχθεισών) ελληνικών θαλασσίων ζωνών, από τη στιγμή που ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα δεν είναι όπως τα χωρικά ύδατα από άποψη κυριαρχίας;
ΓΒ: Με τις ΗΠΑ, το κείμενο της δέσμευσης είναι σαφώς υποδεέστερο και γι’ αυτό μικρότερης διασφάλισης. Το πιο σημαντικό στη συμφωνία αυτή είναι η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της έλλειψης εμπιστοσύνης στον παράγοντα Τουρκία που στρέφει διστακτικά και σταδιακά την Ουάσιγκτον προς τη χώρα μας, αλλά και άλλες της Μαύρης Θάλασσας. Οι εγκαταστάσεις π.χ. στην Αλεξανδρούπολη αυτήν την έννοια έχουν για τις ΗΠΑ, άσχετα από την δική μας έμφαση στη θέση της δίπλα στα σύνορα. Και η άρνησή τους να συμπεριληφθούν ακόμη και συμβολικές αμερικανικές παρουσίες στα ανατολικά νησιά ή και ακόμη στην Σκύρο δείχνει καθαρά (παρά τα περί του αντιθέτου διατυμπανιζόμενα) ότι η βασική αμερικανική στάση ίσων αποστάσεων μεταξύ θύτη και θύματος δεν έχει αλλάξει.
Από την άλλη, προφανώς, το κύριο επίτευγμα της συμφωνίας με το Παρίσι είναι η αρκετά ισχυρή ρήτρα αμυντικής συνδρομής. Έχει ιδιαίτερη σημασία αν αναλογισθούμε ότι την επιδιώκαμε (όχι πάντα έξυπνα και συστηματικά) επί πολλά χρόνια. Όμως το εύρος και η εμβέλεια της αμυντικής συνδρομής είναι θέμα πολιτικά ανοιχτό: θα εξαρτηθεί τελικά από το πόσο θα συμφωνούν κάθε φορά οι δύο πλευρές στην αξιολόγηση των τουρκικών προκλήσεων και της επικινδυνότητας των επεισοδίων. Αν δηλαδή και πότε θα συνιστούν μια «ένοπλη επίθεση», και αν αυτή θα εκδηλώνεται στην ελληνική «επικράτεια».
Νομικά ο όρος «επικράτεια» μπορεί να υποστηριχθεί ότι καλύπτει ακόμη και ερευνητικά σκάφη που παρενοχλούνται στην ελληνική ΑΟΖ. Σε κάθε περίπτωση Αθήνα και Παρίσι μπορούν να αναλάβουν οποιαδήποτε στιγμή το θελήσουν, από κοινού, οποιαδήποτε πρωτοβουλία ή δράση. Για αυτό θα χρειαστεί βέβαια πολλή και «έξυπνη» δουλειά που μόλις αρχίζει.
«Α&Δ»: Από την εξοπλιστική σκοπιά, θα έπρεπε να είμαστε ικανοποιημένοι από τις τελευταίες συμφωνίες;
ΓΒ: Οι συμφωνίες συνοδεύονται από μια σειρά άμεσων ή μεσοπρόθεσμων ωφελημάτων για την αμυντική συνεργασία των δύο πλευρών και τον εξοπλισμό μας. Με τη Γαλλία ξεχωρίζουν, πέρα από τα Rafale, οι γνωστές Bel@harra, ενώ και με τις ΗΠΑ ακόμη και το πλεονάζον υλικό τους δεν είναι ευκαταφρόνητο.
Δεν θα μπω εδώ στην επιχειρησιακή αξιολόγηση των συστημάτων που επελέγησαν, ούτε στα ανταλλάγματα που λογικά θα έπρεπε να εξασφαλιστούν για την (αποδεκατισμένη βέβαια) εγχώρια αμυντική βιομηχανία, γιατί έχουν άλλωστε πολλές φορές συζητηθεί στις στήλες του περιοδικού σας. Προτιμώ εδώ να εστιάσω στη στρατηγική διάστασή τους. Οι πανάκριβες πλατφόρμες αξιοποιούνται πολλαπλασιαστικά με τα κατάλληλα πυραυλικά συστήματα μακράς εμβέλειας και όλα μαζί χτίζουν δυνάμεις ικανές όχι μόνο να επιβιώσουν σε αιφνιδιαστικό εχθρικό πρώτο χτύπημα, αλλά και να επιφέρουν ισχυρότατο ανταποδοτικό δεύτερο χτύπημα. Έτσι χτίζεται μια αξιόπιστη αποτροπή, κι όχι με αυτάρεσκους κομπασμούς ή ένα «τυφλό» και ατέρμονα ανταγωνισμό πανάκριβων εξοπλισμών.
«Α&Δ»: Παράγοντες της εγχώριας πολιτικής σκηνής φοβούνται μια «κούρσα εξοπλισμών» με την Τουρκία… Η άποψή σας ως προς αυτό;
ΓΒ: Η Ελλάδα χρειάζεται ένα σύγχρονο δόγμα «αποτροπής του ισχυρότερου από τον λιγότερο ισχυρό», αντίστοιχο του γαλλικού πυρηνικού δόγματος. Δεν χρειάζεται, δηλαδή, να εξισορροπούμε κάθε φορά αριθμητικά τους τουρκικούς εξοπλισμούς, εξαντλώντας την εθνική οικονομία και ανάπτυξη. Με «έξυπνους» συνδυασμούς οπλικών συστημάτων και μιας «ομπρέλας-πλέγματος» ουσιαστικών συμμαχικών συνδρομών, τα μηνύματα προς την Άγκυρα θα είναι πράγματι αποτρεπτικά. Η αναπροσαρμογή της εθνικής στρατηγικής πρέπει να συζητηθεί και να υιοθετηθεί/υλοποιηθεί το ταχύτερο.

«Α&Δ»: Το έχετε ήδη θίξει, αλλά θα μου επιτρέψετε να επανέλθω. Αρκούν οι πρόσφατες συμφωνίες από μόνες τους για να φέρουν αποτελέσματα;
ΓΒ: Πιστεύω ότι απαιτείται μια συνολική αντιμετώπιση που όμως συνήθως λείπει στη χώρα μας. Αλλιώς τα φαντασμαγορικά συστήματα απλώς θα χρησιμεύσουν για τις παρελάσεις. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να οδηγήσουν σε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας ή και υπεροχής, παρασύροντας σε λάθος κινήσεις. Πρέπει, δηλαδή, να εστιάσουμε στην αξιοποίηση των συμφωνιών αυτών και κυρίως στην ένταξή τους σε μια συνολική στρατηγική – που όμως προσωπικά θεωρώ ότι απλά δεν υπάρχει ή, έστω, είναι ξεπερασμένη από τα πράγματα. Χωρίς αυτήν, τα χρήσιμα αυτά νέα «εργαλεία» κινδυνεύουν να μείνουν καδραρισμένα στον τοίχο. Φοβάμαι, με άλλα λόγια, ότι η χώρα μας εστιάζει στο δέντρο και όχι στο δάσος. Για να το πω απλά, υποφέρει από «στρατηγική τύφλωση».
Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, δεν έχει ξεκάθαρα αποτυπώσει και δημοσιοποιήσει θετικούς στόχους και το περιεχόμενο της εθνικής στρατηγικής. Απαντάει απλώς απορρίπτοντας τις τουρκικές θέσεις και αυτό προφανώς δεν αρκεί.
Αν δει κανείς π.χ. το προεκλογικό πρόγραμμα (του 2019) της σημερινής κυβέρνησης, είναι προφανής η υποτίμηση που υπήρξε των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Ούτε σχέδιο ή λύση είχε να προτείνει για την αντιμετώπιση της Τουρκίας, αλλά ούτε και διέβλεπε ένταση και απειλή. Τα ίδια συμπεραίνει κανείς εύλογα κι από τις περιορισμένες αμυντικές δαπάνες που επαγγελλόταν προεκλογικά, αλλά και από το ότι η νέα κυβερνητική ομάδα (περιλαμβανομένου και του επιτελείου στο Μαξίμου) δεν είχε ασχοληθεί σε βάθος με τα θέματα μέχρι την ανάληψη της εξουσίας. Η αφύπνιση ήρθε για αυτό απροσδόκητα και με καταιγιστικά πυρά: πρώτα με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, στη συνέχεια με την υβριδική επίθεση στον Έβρο και, ακόμη πιο ισχυρά, με την παρατεταμένη κρίση του 2020.
Φοβάμαι ότι ακόμη και σήμερα το κεντρικό κυβερνητικό αφήγημα εξακολουθεί να θεωρεί τις εντάσεις με την Άγκυρα διαχειρίσιμες με τα γνωστά παλαιά εργαλεία, χωρίς να βλέπει την ανάγκη σημαντικών αναπροσαρμογών. Ο Πρωθυπουργός δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Ριάντ: «είμαστε ασφαλείς. Δεν νομίζω ότι υπάρχει γεωπολιτική απειλή», εκτίμηση που δεν φαίνεται να συνάδει με όσα ειπώθηκαν στη Βουλή κατά την κύρωση της ελληνογαλλικής συμφωνίας. Η παραδοσιακή ελπίδα ότι, με κάποιο μαγικό τρόπο, η Τουρκία θα γίνει ξαφνικά συνεργάσιμη είναι διάχυτη στην ίδια συνέντευξη: «στο τέλος της ημέρας νομίζω ότι θα συνειδητοποιήσει [η Τουρκία] ότι αυτή η επιθετική στάση στην Ανατολική Μεσόγειο δεν πρόκειται να την οδηγήσει πουθενά» και «ελπίζω ότι κάποια στιγμή, η Τουρκία θα συνεργαστεί εποικοδομητικά μαζί μας, για να επιλύσουμε το ένα βασικό ζήτημα που εκκρεμεί, που είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών».
«Α&Δ»: Βλέπετε, λοιπόν, μια τάση εφησυχασμού που παραμένει;
ΓΒ: Ο διαφαινόμενος εφησυχασμός της κυβέρνησης μπορεί να αποβεί επικίνδυνος σε μια περίοδο που η Τουρκία θα δοκιμάσει «έξυπνα» τις αντοχές των συμμαχιών μας. Ερωτήματα καίρια προκύπτουν και από συχνές αντιφάσεις στην ακολουθούμενη διαχείριση. Γιατί π.χ. δαπανούμε πολλά δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς με στόχο την αεροναυτική κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο (το 2025) και την ίδια ώρα αποκηρύσσουμε επίσημα τον χάρτη της Σεβίλλης, τον μοναδικό που αποτυπώνει (έστω κι ανεπίσημα) την έκταση της ελληνικής ΑΟΖ σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας; Γιατί σταματήσαμε τις διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο για την ανατολικότερη οριοθέτηση; Γιατί ξεσηκώσαμε τον κόσμο σε κινητοποίηση, όταν το Ορούτς Ρέις ήταν 150 χλμ. νότια του Καστελόριζου και όταν πλησίασε κοντά στα 12 ν.μ. κατεβάσαμε την «κόκκινη γραμμή» μας στα 6 ν.μ.;
Σημειώστε εδώ και τη θλιβερή διαχρονική διαπίστωση ότι κάθε, σχεδόν, κρίση με την γείτονα μας βρίσκει με λιγότερους από τους (θεωρούμενους ως) αναγκαίους εξοπλισμούς και κάθε φορά τα προγράμματα αγοράς έπονται της περιόδου που χρειάστηκαν…

«Α&Δ»: Στη προσπάθειά της να αποδομήσει την ελληνογαλλική συμφωνία, η αντιπολίτευση ήγειρε ενστάσεις αναφορικά με την ενδεχόμενη συμμετοχή Ελλήνων στρατιωτών σε αποστολές εκτός των συνόρων, αλλά και σχετικά με τη μη θωράκιση των ελληνικών θαλασσίων ζωνών από τους Γάλλους. Υπάρχει ουσία στα εν λόγω επιχειρήματα, πέρα από την όποια κομματικά αντιπολιτευτική τους στόχευση;
ΓΒ: Έχω την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτίστως ανταποδίδει στη ΝΔ τα μαζικά πυρά που θεωρεί ότι άδικα δέχθηκε για την συμφωνία των Πρεσπών. Σημειώστε όμως και την επάνοδο των στελεχών του στην κλασική αντιμιλιταριστική παράδοση και την αριστερή απέχθεια προς τις «κούρσες εξοπλισμών». Θεωρώ εξάλλου υπερβολικές τις ενστάσεις εναντίον της αποστολής στρατιωτικών μας εκτός συνόρων, όταν το επιτάσσει το εθνικό συμφέρον. Δεν είναι λογικό να ζητάς από τον εταίρο σου τα πάντα και να μην δίνεις απολύτως τίποτα. Ακούγεται, επίσης, εθνικά αναξιοπρεπές -όταν μάλιστα γιορτάζουμε τα 200 χρόνια των ηρωικών αυτοθυσιών των προγόνων μας για την ελευθερία μας- να μεγαλοποιούμε την απίθανη προοπτική τυχόν μεμονωμένων απωλειών που σε τελευταία ανάλυση θα εντάσσονται στον αγώνα υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Η υπεράσπιση της πατρίδας είναι σήμερα πολυσύνθετη και απαιτεί ενίοτε θυσίες όσο υπάρχει απειλή.
Ως προς τις θαλάσσιες ζώνες, όπως εξήγησα, αρκετοί νομικοί συμφωνούν ότι η Συμφωνία καλύπτει την από κοινού υπεράσπιση πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών εναντίον των οποίων εκδηλώνεται «ένοπλη επίθεση» σε οριοθετημένη ΑΟΖ. Κακώς τέθηκε δημόσια και προκάλεσε έτσι, δυστυχώς, το γαλλικό «άδειασμα». Πολλά μπορούν να γίνουν, αρκεί πρώτα να συμφωνηθούν διακριτικά με τη Γαλλία. Αντί να σηκώνουμε τα χέρια ψηλά, το παλεύουμε…
«Α&Δ»: Καλά τα πολυμερή σχήματα συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου και οι νέες συμφωνίες, αλλά μπορούν, επί του πρακτέου να λειτουργήσουν υπέρ της θωράκισης;
ΓΒ: Θα ήθελα εξαρχής να διευκρινίσω ότι δεν υπήρξα ποτέ μεγάλος θαυμαστής των πολυμερών σχημάτων συνεργασίας που διαφημίζονται επί μια δεκαετία ως πραγματικές συμμαχίες που δήθεν εξασφαλίζουν την Ελλάδα. Επί πολλά χρόνια, διαβάζω πανομοιότυπα πομπώδη λόγια («ισχυρές συμμαχίες», «αυστηρά μηνύματα» που στέλνονται και οδηγούν σε «στρίμωγμα» μια «οργισμένη» Τουρκία κ.λπ.) που όμως, επί του πεδίου, δεν απέδωσαν κάτι σημαντικό και συγκεκριμένο στην εθνική ασφάλεια. Κι εδώ, όπως και στις νέες συμφωνίες που πρόσφατα υπογράψαμε, λείπει το βασικό: η έξυπνη αξιοποίησή τους! Οι κοινές ασκήσεις που τόσο προβάλλονται ως σπουδαίες επιτυχίες δεν είναι βέβαια άχρηστες, αλλά δεν συνιστούν συμμαχίες, ούτε αρκούν. Κανείς π.χ. δεν σκέφτηκε (ως ελάχιστο δείγμα) του συμμαχικού πνεύματος να ζητήσει προσγειώσεις εμιρατινών, αιγυπτιακών ή σαουδαραβικών στρατιωτικών αεροσκαφών σε αεροδρόμια του Ανατολικού Αιγαίου που η Τουρκία ζητάει να αποστρατικοποιηθούν; Και αν πράγματι ζητήθηκαν και οι νέοι μας «σύμμαχοι» αρνήθηκαν, τότε τι μπορούμε να περιμένουμε για τις πραγματικά δύσκολες στιγμές;

«Α&Δ»: Η τουρκική πλευρά έχει κατ’ επανάληψη «ακυρώσει» προγραμματισμένες έρευνες στις θάλασσες της Κύπρου, ενώ το 2020 είχε φτάσει με το Oruç Reis να κινείται και στο όριο των ελληνικών χωρικών υδάτων. Κι όλα αυτά, παρά τα ήδη υπάρχοντα πολυμερή σχήματα συνεργασίας…
ΓΒ: Επιτρέψτε μου να επανέλθω στην προβληματική αντίφαση, από τη μια μεριά, να δαπανούμε για εξοπλισμούς δισεκατομμύρια και πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο και, από την άλλη, να μην υπερασπιζόμαστε στην πράξη τα ίδια τα επιτεύγματά μας. Υπογράφουμε δηλαδή, μετά από χίλια βάσανα και σημαντικές εκπτώσεις, μια τμηματική συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο και μόνοι μας την υπονομεύουμε! Ούτε σκεφτήκαμε πώς θα την ολοκληρώσουμε, ούτε την υπερασπιστήκαμε επί του πεδίου μόλις την αμφισβήτησε η Άγκυρα. Την πρώτη φορά (περίπτωση γαλλικού ερευνητικού L’ Atalante), παραπέμψαμε στην Τουρκία! Τη δεύτερη (Nautical Geo), κατάπιαμε σιωπηρά τη γλώσσα μας και αφήσαμε ταπεινωτικά τις τουρκικές φρεγάτες να το εκδιώξουν από την οριοθετημένη ΑΟΖ μας! Δεν συνειδητοποιούμε τι μηνύματα στέλνουμε με τέτοια συμπεριφορά; Όλη η ουσία της διπλωματίας και της στρατηγικής είναι να μην εγκλωβιστείς στο δίλημμα που σε εξωθεί η Άγκυρα: «υποχώρησε ή χρησιμοποιώ βία». Αλλά ανησυχώ, όταν κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ξανασυμβεί.
«Α&Δ»: Πρακτικά μιλώντας, ποιες μπορούν να είναι οι κόκκινες γραμμές της Ελλάδας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο (από τη στιγμή που ως χώρα δεν έχουμε επεκτείνει τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ν.μ, ούτε έχουμε κηρύξει/οριοθετήσει ΑΟΖ); Μήπως έχουμε de facto περιοριστεί στα 6 ν.μ του κυρίου Γεραπετρίτη;
ΓΒ: Η 9η χώρα στον κόσμο σε μήκος ακτογραμμών, επί σαράντα χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας, δεν υιοθέτησε (μέχρι πρόσφατα) ούτε μια θαλάσσια ζώνη. Η δική μας, δηλαδή, αναβλητική αδράνεια οδήγησε σε μια τεράστια επιτυχία της Τουρκίας την οποία στρουθοκαμηλικά κάνουμε ότι δεν βλέπουμε με τη στερεότυπη επανάληψη περί μη παραίτησης από τα δικαιώματά μας αυτά.
Ως υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, επιδίωξα με όλες μας τις δυνάμεις να αλλάξω την πολιτική αυτή, επιδιώκοντας συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με τις γειτονικές χώρες πλην Τουρκίας. Είχαμε φτάσει τότε κοντά με τη Λιβύη και υπογράψαμε μια άριστη συμφωνία με την Αλβανία. Για την Τουρκία θεωρήσαμε ως το πλέον συμφέρον και κατάλληλο πλαίσιο οριοθέτησης της ΑΟΖ όχι τις (επικίνδυνες κατά τη γνώμη μου) διερευνητικές επαφές, αλλά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις Ε.Ε.-Τουρκίας. Σε αυτές (Κεφάλαιο 13 περί Αλιείας), η Ελλάδα δεν θα ήταν μόνη και επιπλέον η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη της είναι υποχρεωμένα (λόγω του κοινοτικού κεκτημένου) να υπερασπιστούν έναντι της Άγκυρας την υποχρέωσή της να αποδεχθεί τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Απαντώντας στην ερώτησή σας και αναφερόμενος και σε όσα εξήγησα προηγουμένως, πράγματι είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς μήπως ο τελικός στόχος ορισμένων κυβερνητικών παραγόντων είναι να κατεβάσουν τον πήχυ των εθνικών επιδιώξεων στο πιο χαμηλό δυνατό επίπεδο των 6 ν.μ και μάλιστα παντού (ακόμη κι εκεί που δεν έχει καν διατυπωθεί η απειλή casus belli) με το γνωστό παραλυτικό «επιχείρημα» «και τι θα κάνει η Τουρκία»; Έτσι, ακόμη και το παραμικρό κέρδος θα φαίνεται επικοινωνιακά σημαντικό. Όμως ο πραγματικός πήχυς εθνικού πλούτου και άρα των οριοθετήσεων είναι τα 500.000 χλμ2 της ΑΟΖ που, βάσει του Χάρτη της Σεβίλλης και του Δικαίου της Θάλασσας δικαιούται η Ελλάδα. Με αυτό το μέτρο θα κριθεί η εθνική προσπάθεια.
«Α&Δ»: Σενάρια τύπου «Τι θα γινόταν εάν δεχόμασταν ένοπλη επίθεση από την Τουρκία;» κυριαρχούν, ανά περιόδους, μονοπωλώντας το ενδιαφέρον στον εγχώριο Τύπο. Η Τουρκία διεξάγει ωστόσο ήδη υβριδικού Τύπου επιχειρήσεις σε βάρος μας. Για ποιο λόγο να προχωρήσει η γειτονική χώρα σε μια «κανονική» στρατιωτική αναμέτρηση από τη στιγμή που προωθεί τετελεσμένα μέσα από άλλες προκλήσεις; Μήπως θα έπρεπε να επικεντρωθούμε πιο πολύ στις υπάρχουσες υβριδικές απειλές;
ΓΒ: Στις στρατηγικές σπουδές διδάσκουμε στους φοιτητές μας ότι η πιο επιτυχημένη στρατηγική είναι να πετύχεις τους στόχους σου με πιέσεις, απειλές ή και υβριδικές επιθέσεις, χωρίς να χρειαστεί να ασκήσεις εκτεταμένη στρατιωτική βία. Αυτό, δυστυχώς, γίνεται με παραλλαγές επί πολλές δεκαετίες τώρα. Όπως εξήγησα, η Τουρκία μας εγκλωβίζει σε επικίνδυνα διλήμματα και εξέρχεται δυστυχώς νικήτρια: δημιουργεί κάθε φορά μικρά συνήθως (και αόρατα στο ευρύ κοινό) τετελεσμένα που όμως, όταν συνυπολογιστούν διαχρονικά και ζυγιστούν όλα μαζί, συνιστούν πολύ σημαντικές απώλειες και αποδυναμώσεις δικαιωμάτων. Όλα τα τελευταία χρόνια η Άγκυρα επιδίδεται σε υβριδικές, αλλά και κάθε είδους στρατιωτικές και διπλωματικές αναμετρήσεις, και συνολικά έχει κερδίσει πολλά στα περισσότερα θέατρα όπου επιχειρεί. Πρέπει κάποτε να το συνειδητοποιήσουμε, όπως και το ότι η αποτρεπτική μας ισχύς βασίζεται στην αποφασιστικότητα που επιδεικνύουμε τις κρίσιμες ώρες, και αυτή κρίνεται από τον αντίπαλο, όχι από τα εγχώρια δελτία ειδήσεων.

«Α&Δ»: Μήπως θα έπρεπε, έπειτα από τη μερική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο, να προχωρήσουμε και σε μερικές-τμηματικές επεκτάσεις των χωρικών μας υδάτων;
ΓΒ: Πρέπει, κατά τη γνώμη μου, πρώτα να «ξετυφλωθούμε» στρατηγικά και να πιέσουμε (και μέσω Γαλλίας) την Αίγυπτο να προχωρήσει μαζί μας στην οριοθέτηση και του ανατολικού τμήματος (μέχρι τη Στρογγύλη): με συνέχιση των διαπραγματεύσεων ή με κοινή προσφυγή στη Χάγη (με «φιλικό» συνυποσχετικό). Εάν το Κάιρο δεν δεχθεί, σημαίνει ότι απλά σκοπεύει να οριοθετήσει την περιοχή αυτή σε βάρος μας με την Τουρκία, αφού πρώτα εξασφαλίσει από την τελευταία τα ανταλλάγματα που θεωρεί αρκετά. Θα ξυπνήσουμε φαίνεται ξανά ένα πρωινό με τουρκοαιγυπτιακό μνημόνιο και τότε θα είναι αργά.
Θυμίζω, επίσης, ότι η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει επέκταση των χωρικών υδάτων μας νότια της Κρήτης, αλλά τίποτε δεν έγινε. Προσωπικά θεωρώ αναγκαία και την επέκταση σε όλες τις μεσογειακές ακτές των ελληνικών νησιών (από την Κάσο μέχρι τη Στρογγύλη).
Σε κάθε πάντως περίπτωση, ο μεγάλος στόχος μας πρέπει να είναι η οριοθέτηση της ΑΟΖ μας με όλους τους γείτονες, γιατί, ως μείζον, σου επιτρέπει με τον καθένα ξεχωριστά και το έλασσον: δηλαδή, εντεύθεν του ορίου διανοίγεται ένα μεγάλο φάσμα επιλογών για τις θαλάσσιες ζώνες που χρειάζεσαι.

«Α&Δ»: Εκτιμάτε πως ενδεχόμενες αλλαγές προσώπων στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας (μια έξοδος του Ερντογάν) θα μπορούσαν να έχουν θετικές επιπτώσεις στα Ελληνοτουρκικά; Ή, μήπως, το CHP και τα άλλα κόμματα θα ακολουθήσουν την ίδια πολιτική έναντι της Ελλάδας;
ΓΒ: Αν αφαιρέσουμε τους λόγους υγείας, δεν βλέπω τόσο δεδομένη την προσεχή αποχώρηση του Ερντογάν από την πολιτική. Είναι ολοένα και περισσότερο παρορμητικός και αδίστακτος. Θα μετέλθει, λογικά, όλων των μέσων (νόμιμων, οριακών, αλλά και πλήρως σκοτεινών και παράνομων), για να επανεκλεγεί ή και να μην παραδώσει την εξουσία. Είναι ικανός να φτάσει προς τούτο και σε πολεμική σύρραξη, όχι απλά σε επεισόδιο, ακόμη και με την Κυπριακή Δημοκρατία ή και την Ελλάδα.
Αλλά ακόμη κι αν προσεχώς αντικατασταθεί, έχει γαλουχήσει πολλές γενεές Τούρκων στο μεγαλοϊδεατικό «μεγαλείο» του νεο-οθωμανισμού και της περιφερειακής «υπερδύναμης» Τουρκίας, για να ξεχαστούν οι απόψεις του. Έχει εξάλλου ανταγωνιστεί ή και παρασύρει και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις σε πλειοδοσία εθνικιστικής επιθετικότητας με συνέπεια να μην αναμένεται, λογικά, σημαντική απόκλιση από τις απόψεις του και μετά την έκλειψή του.
ΗΠΑ και Ευρώπη θέλουν βέβαια να ελπίζουν ότι οι διάδοχοί του θα επαναφέρουν την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο και για αυτό πιθανότατα θα προβαίνουν σε πολλές παραχωρήσεις (ενδεχομένως και σε βάρος μας) προκειμένου να το πετύχουν, αλλά εις μάτην. Αυτό είναι και το θλιβερό μήνυμα της πρώτης, τουλάχιστον, φάσης της κρίσης των «δέκα πρέσβεων».