Ευρωπαϊκό «πίβοτ» στον Ινδο-Ειρηνικό με πρωτοπόρες Γαλλία και Βρετανία και ακολούθους Γερμανία και Ολλανδία
Στη φωτογραφία ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν παρουσίασε τους βασικούς πυλώνες της στρατηγικής του, το Μάιο του 2018, από το βήμα ομιλιών στο Σύδνεϋ (φωτογραφία) και στη ναυτική βάση της Νήσου Γκάρντεν της δυτικής Αυστραλίας, προκρίνοντας τη διαμόρφωση ενός άξονα Παρισίου-Δελχί-Καμπέρα.
Με άρθρο γνώμης, που δημοσίευσε στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt στις 11 Απριλίου 2021, ο (σοσιαλδημοκράτης) Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας προανήγγειλε τη μεγαλύτερη και περισσότερο ουσιαστική εμπλοκή της Ευρώπης στις θάλασσες της Ασίας. «Χρειαζόμαστε μια ευρωπαϊκή στρατηγική για τον Ινδo-Ειρηνικό» (Indo-Pacific), υποστήριξε ο Μάας, «γιατί εάν δεν ενισχύσουν οι Ευρωπαίοι από κοινού την δράση τους εκεί, τότε θα γράψουν άλλοι τους κανόνες του μέλλοντος. Η περιοχή ανάμεσα στις ανατολικές ακτές της Αφρικής και τη δυτική ακτή των ΗΠΑ θα έχει αποφασιστική επίδραση στο μέλλον του κόσμου», συνέχισε ο επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας, χαρακτηρίζοντας «μείζονα τάση στην παγκόσμια πολιτική» την «άνοδο της Ασίας». Μια «άνοδο» από την οποία ωστόσο αναμένεται να κριθούν πολλά σε παγκόσμιο επίπεδο: το μέλλον του ελεύθερου εμπορίου, η πορεία της κλιματικής αλλαγής, αλλά και ο αγώνας μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού. «Γεωπολιτικές αντιπαλότητες απειλούν το ελεύθερο εμπόριο. Ο αγώνας ενάντια στην πανδημία μεταλλάσσεται σε έναν συστημικό ανταγωνισμό ανάμεσα στη δημοκρατία και τον αυταρχισμό. Και η ξέφρενη οικονομική ανάπτυξη τροφοδοτεί την κλιματική αλλαγή», σύμφωνα με τον Μάας. Όσο για την ασιατική υπερδύναμη που βρίσκεται πια ως πόλος πίσω από τις αναθεωρητικές γεωπολιτικές τάσεις, τον αυταρχισμό και την ενεργοβόρα οικονομική ανάπτυξη, αυτή δεν είναι άλλη από την Κίνα, την οποία όμως, από την άλλη πλευρά το Βερολίνο, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει παράλληλα και ως «καθοριστικής σημασίας οικονομικό εταίρο».
«Πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο σε αυτήν την περιοχή όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά. Για αυτόν τον σκοπό, η γερμανική κυβέρνηση έχει, για πρώτη φορά, υιοθετήσει κατευθυντήριες γραμμές για τον Ινδό-Ειρηνικό… Για αυτόν τον λόγο, εμείς, μαζί με τη Γαλλία και την Ολλανδία, έχουμε ξεκινήσει να εργαζόμαστε πάνω σε μια ευρωπαϊκή στρατηγική που θα είναι έτοιμη πριν από το τέλος της χρονιάς», γράφει ο Χάικο Μάας στη Handelsblatt.

Γερμανία, Γαλλία και Ολλανδία αναμένεται, λοιπόν, μέσα στους επόμενους μήνες, σύμφωνα με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών, να έχουν καταλήξει σε μια «ευρωπαϊκή στρατηγική» για τον Ινδο-Ειρηνικό. Η εν λόγω τρόικα έχει μάλιστα, ήδη από το φθινόπωρο του 2020, ετοιμάσει και ένα σχετικό non-paper, με τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία να βρίσκει οπαδούς και σε χώρες, όπως είναι η Πορτογαλία, η Πολωνία, η Ιταλία και η Σουηδία, όπως σημειώνει σε σχετική ανάλυσή του το ισπανικό ινστιτούτο Elcano.
Η «πρωτοπόρος» Γαλλία
Η Γαλλία θα πρέπει πάντως να σημειωθεί πως έχει ήδη δώσει στη δημοσιότητα σημαντικές πτυχές της δικής της στρατηγικής για αυτήν τη γωνιά του κόσμου μέσα από επίσημες εκθέσεις των γαλλικών υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας (ενδεικτικές οι «France’s Defence Strategy in the Indo-Pacific», «France and Security in the Indo-Pacific», «France’s Partnerships in the Indo-Pacific» και «The Indo-Pacific region: a priority for France»).
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν παρουσίασε τους βασικούς πυλώνες αυτής της στρατηγικής τον Μάιο του 2018, από το βήμα ομιλίας του στη ναυτική βάση της Νήσου Γκάρντεν της δυτικής Αυστραλίας, προκρίνοντας τη διαμόρφωση ενός άξονα Γαλλίας-Ινδίας-Αυστραλίας ή Παρισίου-Δελχί-Καμπέρα. Σημειωτέον πως, στο ίδιο πλαίσιο, τα τελευταία χρόνια «τρέχει» και η τριμερής Γαλλίας-Ινδίας-Αυστραλίας, οι υπουργικές-διπλωματικές συναντήσεις της οποίας έχουν μάλιστα πυκνώσει τους τελευταίους μήνες (Άνοιξη 2021). Ως ενδεικτική των διαθέσεων ερμηνεύεται και η κίνηση της Γαλλίας να δημιουργήσει θέση πρέσβη για την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, τοποθετώντας στο συγκεκριμένο πόστο τον πολύπειρο Κριστόφ Πενό, έναν διπλωμάτη που έχει περάσει από Ιαπωνία, Μαλαισία και Αυστραλία.

Το Σεπτέμβριο του 2020, η γερμανική κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα τις κατευθυντήριες γραμμές του δικού της οράματος για την περιοχή. Ο λόγος για μια έκθεση, 70 σελίδων, με τον τίτλο «Policy guidelines for the Indo-Pacific region. Germany—Europe—Asia: shaping the 21st century together» («Κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής για την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Γερμανία-Ευρώπη-Ασία: διαμορφώνοντας τον 21ο αιώνα μαζί). Η Ολλανδία θα ακολουθούσε και εκείνη, το Νοέμβριο του 2020, με ένα δικό της non-paper.
Η άνοδος της Ασίας
Η περιοχή της Ασίας αποτελεί προτεραιότητα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική ήδη από το 2012 και τη δεύτερη τετραετία του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία. Η εν λόγω τάση μάλιστα έχει ενισχυθεί έκτοτε στο πλαίσιο ενός οξυνόμενου σινοαμερικανικού ανταγωνισμού για τον οποίο έχουμε ξαναγράψει στην «Α&Δ» (βλ. «ΗΠΑ εναντίον Κίνας: Σύννεφα πολέμου πάνω από την Ταϊβάν και τον Ειρηνικό», τεύχος Μαρτίου 2021).
Οι Ευρωπαίοι «έρχονται» πλέον και εκείνοι, με σχετική καθυστέρηση, να διεκδικήσουν μεγαλύτερο ρόλο σε μια περιοχή στην οποία όμως στρατιωτική παρουσία και υπερπόντιες κτήσεις διατηρεί πια μόνο η Γαλλία και, σε μικρότερο βαθμό, το (εκτός Ε.Ε. πια) Ηνωμένο Βασίλειο.
Για τους Ευρωπαίους, η περιοχή της Ασίας, προφανώς, και δεν μπορεί να αγνοηθεί. Πως θα μπορούσε άλλωστε να αγνοηθεί μια περιοχή με «ακαταμάχητες» παραγωγικές-βιομηχανικές-μεταποιητικές δυνατότητες, σημαντική τεχνογνωσία, πυρηνικά όπλα (σε Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Βόρεια Κορέα), γεωγραφική θέση κομβική για το παγκόσμιο εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα και περίπου 4,3 δισεκατομμύρια κατοίκους (που αντιστοιχούν στο 60% του παγκόσμιου πληθυσμού);
Αποκεντρωμένη αποτροπή
Για τους Αμερικανούς, η Ασία βρίσκεται, εδώ και χρόνια, στην πρώτη γραμμή του νέου πολυπολισμού (εάν όχι νέου διπολισμού) λόγω Κίνας. Από τη σκοπιά της Ουάσιγκτον, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ θα μπορούσαν μάλιστα να συμβάλουν και εκείνοι στην ανάσχεση του κινεζικού επεκτατισμού. «Η Αμερική έχει ανάγκη από αποκεντρωμένη αποτροπή (Decentralized Deterrence), για να αντιμετωπίσει την απειλή της Κίνας», σημειώνει ο Τζέικομπ Χέλμπεργκ (Stanford University, Center for Strategic and International Studies) μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Foreign Policy. Η «αποκεντρωμένη αποτροπή» βασίζεται, εν προκειμένω, στην ανάληψη μεγαλύτερου αποτρεπτικού-αμυντικού ρόλου από τους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών προς υπεράσπιση της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.
Το εάν θα μπορούσαν όντως οι Ευρωπαίοι (που δεν έχουν καταφέρει να βάλουν σε τάξη τα του ευρωπαϊκού οίκου και της ευρύτερης ευρωπαϊκής γειτονιάς, αλλά ούτε και να ακολουθήσουν μια κοινή γραμμή έναντι της Κίνας) να αναλάβουν έναν τέτοιο ρόλο τίθεται εν αμφιβόλω, αν και τους τελευταίους μήνες (επί διοίκησης Μπάιντεν) η ευρωπαϊκή στάση ειδικά απέναντι στην Κίνα δείχνει όντως να σκληραίνει (π.χ. στο θέμα των Ουιγούρων). Ενδεικτικές ως προς αυτό, οι πολιτικές εξελίξεις ακόμη και εντός χωρών, όπως είναι η Γερμανία, με τους Ελεύθερους Δημοκράτες του FDP (πάλαι ποτέ κυβερνητικούς εταίρους της Μέρκελ) να παίρνουν πια θέση στο πλευρό της Ταϊβάν, απορρίπτοντας την πολιτική της «μίας Κίνας», και τους ραγδαία ανερχόμενους Πράσινους της Αναλένα Μπέρμποκ να προπαγανδίζουν μια περισσότερο σκληρή γραμμή έναντι του Πεκίνου στον δρόμο προς τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου.
Ευρωπαϊκές δυνάμεις στην Ασία
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λοιπόν, Γάλλοι, Βρετανοί και Γερμανοί έχουν στείλει ή ετοιμάζονται να στείλουν ακόμη και στρατιωτικές δυνάμεις στον Ινδο-Ειρηνικό, για να πάρουν μέρος σε γυμνάσια μαζί με δυνάμεις των ΗΠΑ και των λοιπών συμμάχων της Αμερικής.
Γάλλοι, Αμερικανοί, Αυστραλοί και Ιάπωνες πήραν μέρος στα μέσα Μαΐου στην άσκηση Jeanne D’Arc (ARC) 21 στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας. Σημαντική σημείωση: ήταν η πρώτη φορά έπειτα από τον Β Παγκόσμιο που Γάλλοι παίρνουν μέρος σε στρατιωτικά γυμνάσια επί ιαπωνικού εδάφους, ενώ μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα, τον Απρίλιο, ναυτικές δυνάμεις της Γαλλίας (το ελικοπτεροφόρο Tonnerre και η φρεγάτα Surcouf) είχαν «ηγηθεί» και μιας άλλης άσκησης: της La Pérouse στον Ινδικό Ωκεανό, στα οποία είχαν συμμετάσχει, επίσης, Ιάπωνες, Ινδοί, Αυστραλοί και Αμερικανοί.

Παράλληλα, «… η μόνη Ευρωπαϊκή χώρα που απομένει, διεκδικώντας ρόλο πραγματικά μεγάλης δύναμης μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει είναι η Γαλλία του Εμμανουέλ Μακρόν. Υπάρχει, μάλιστα, η εκτίμηση ότι η Γαλλία θα μπορούσε και να καλύψει, για λογαριασμό της Δύσης, μέρος του κενού που έχουν πια αφήσει πίσω τους στη διεθνή σκηνή οι άλλοτε παντοδύναμες Ηνωμένες Πολιτείες», όπως γράφαμε στο Amynanet.gr το Σεπτέμβριο του 2020, επικαλούμενοι μια σειρά από λόγους: τη ναυτική δύναμη της Γαλλίας που ως χώρα διαθέτει όχι μόνο πυρηνικά αλλά και το δικό της αεροπλανοφόρο (Charles de Gaulle), την ύπαρξη ισχυρής γαλλικής αμυντικής βιομηχανίας (Airbus, Thales, Dassault, Safran, Naval Group), την ολοένα μεγαλύτερη συνεργασία των Γάλλων με χώρες, όπως είναι η Ινδία, η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Μαλαισία, η Σιγκαπούρη, η Νέα Ζηλανδία, η Ινδονησία και το Βιετνάμ, καθώς και το γεγονός ότι η Γαλλία είναι ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η Γαλλία είναι όμως συμβαλλόμενο μέρος και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), ενώ η γαλλική ΑΟΖ ξεχωρίζει παράλληλα και ως η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο έπειτα από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αυτήν εντάσσονται και υπερπόντιες γαλλικές κτήσεις με -συνολικά- πάνω από 1,5 εκατ. γαλλικής υπηκοότητας κατοίκους. Άλλες από αυτές βρίσκονται στον Ινδικό (Μαγιότ, Ρεϊνιόν, Διάσπαρτες Νήσοι του Ινδικού Ωκεανού) και άλλες στον Ειρηνικό (Νέα Καληδονία, Ουαλίς και Φουτουνά, Γαλλική Πολυνησία, Νήσος Κλίπερτον).
Δεδομένων των παραπάνω, αποκτά νόημα και η στάση της γαλλικής ηγεσίας που διατηρεί σε μόνιμη βάση περί τους 7.000 στρατιώτες στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού (περίπου 4.000 στον Ινδικό και άλλους 3.000 στον Ειρηνικό). «Η Γαλλία είναι ένα έθνος του Ινδικού-Ειρηνικού» («France is a nation of the Indo-Pacific»), σημειώνει χαρακτηριστικά η Γαλλίδα υπουργός Άμυνας Φλοράνς Παρλί στον πρόλογο της έκθεσης «France and Security in the Indo-Pacific», ενώ με την ίδια φράση ξεκινά και η έκθεση «France’s Defence Strategy in the Indo-Pacific» του γαλλικού υπουργείου Άμυνας.
Οι Βρετανοί ανατολικά του Σουέζ
Προς τον Ινδικό-Ειρηνικό κοιτάζει όμως πλέον, με ενισχυμένο ενδιαφέρον, και το post-Brexit Ηνωμένο Βασίλειο που ετοιμάζεται να στείλει το προσεχές φθινόπωρο το αεροπλανοφόρο HMS Queen Elizabeth (πάνω στο οποίο θα βρίσκονται και οχτώ μαχητικά αεροσκάφη F-35B) στο παρθενικό του ταξίδι σε Ινδία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Σιγκαπούρη. Το βρετανικό αεροπλανοφόρο θα συνοδεύουν (Carrier Strike Group 21) τα αντιτορπιλικά HMS Defender και HMS Diamond, οι ανθυποβρυχιακές φρεγάτες HMS Kent και HMS Richmond και τα τάνκερ Fort Victoria και RFA Tidespring.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να απουσιάζει από την 114σελιδη «Integrated Review of Security, Defence, Development and Foreign Policy», που παρουσίασε η βρετανική κυβέρνηση στα μέσα Μαρτίου ως το νέο όραμά της για τη βρετανική εξωτερική πολιτική και τη θέση που θα έχει στον κόσμο η «Παγκόσμια Βρετανία» («Global Britain») στη μετά-Brexit εποχή. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, την οποία οι Βρετανοί (με το αποικιοκρατικό παρελθόν σε Ινδία, Χονγκ Κονγκ κ.ά.) πλέον αντιμετωπίζουν ως «το γεωπολιτικό κέντρο του κόσμου». Να σημειωθεί πως, στο ίδιο πλαίσιο, το Λονδίνο ζητά να προσκληθούν και Νότια Κορέα, Ινδία και Αυστραλία στην ομάδα των G7. Έτσι, θα γίνει D10 (με το «D» να σημαίνει democracies-δημοκρατίες), πράγμα που προφανώς δεν αρέσει καθόλου όμως στο Πεκίνο, ενώ παράλληλα κυκλοφορεί και το σενάριο η ομάδα στρατηγικού διαλόγου Quad (στην οποία συμμετέχουν ΗΠΑ, Αυστραλία, Ινδία, Ιαπωνία) να γίνει Quad Plus με τη συμμετοχή και της Βρετανίας.
Σημειωτέον πως, μέσα σε όλα αυτά, μια δική της φρεγάτα (εν προκειμένω τη φρεγάτα Bayern) ετοιμάζεται να στείλει στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού και η Γερμανία. Ο κ. Μάας μάλιστα υπογραμμίζει πως, με αυτήν του την κίνηση, το Βερολίνο θέλει να στείλει ένα μήνυμα υπέρ των ανοικτών θαλασσίων οδών και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Μένει να φανεί, ωστόσο, ποια θα είναι ακριβώς η πορεία της φρεγάτας Bayern, καθότι το Βερολίνο είναι πιθανό, τελικώς, να επιλέξει να μην προκαλέσει το Πεκίνο, ενώ και εντός του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού οι απόψεις αναφορικά με τη στάση που θα έπρεπε να κρατήσει η χώρα έναντι της Κίνας διίστανται.

Κινεζικές αντιδράσεις
Οι Γερμανοί ενδέχεται λοιπόν να αλλάξουν πορεία πλεύσης, για να μην ενοχλήσουν τους Κινέζους, πλην όμως Γάλλοι και Βρετανοί εμφανίζονται περισσότερο αποφασισμένοι και το ερώτημα είναι πως θα αντιδράσει το Πεκίνο στη θέα των ευρωπαϊκών αεροναυτικών δυνάμεων. Όταν, για παράδειγμα, το 2019 οι Βρετανοί είχαν ανακοινώσει ότι επρόκειτο να στείλουν το HMS Elizabeth στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας στον δυτικό Ειρηνικό με σκοπό τότε να στείλουν το δικό τους μήνυμα υπέρ της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, η Κίνα είχε «απαντήσει», παίρνοντας πίσω την πρόσκληση που είχε στείλει στον τότε υπουργό Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ για εμπορικές συνομιλίες. «Θα μπορούσε το Πεκίνο να εκμεταλλευτεί το παγκόσμιο οικονομικό και εμπορικό του εκτόπισμα προβαίνοντας σε τιμωρητικά -οικονομικού και εμπορικού- χαρακτήρα αντίποινα κατά όσων του ασκούν κριτική;» ρωτάγαμε στο τεύχος Μαΐου της «Α&Δ» (στο πλαίσιο άρθρου με τίτλο «Η Κίνα εκβιάζει με “όπλα” την οικονομία και το εμπόριο»). Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, όπως προκύπτει μέσα από τη στάση της Κίνας έναντι χωρών όπως είναι η Αυστραλία κ.ά., ήταν εμφατικά καταφατική.
Αλλά και επί του πεδίου, ο προερχόμενος από το Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό και πρώην εκπρόσωπος του βρετανικού υπουργείο Άμυνας, Τομ Σαρπ, εκτιμά, όπως δηλώνει στον Guardian, πως οι Κινέζοι θα επιχειρήσουν κατά πάσα πιθανότητα να προκαλέσουν τις δυνάμεις του «Carrier Strike Group 21» (HMS Queen Elizabeth κ.ά.) με υπερπτήσεις και μανούβρες στη θάλασσα.
Οικονομία – εμπορικές συμφωνίες
Κατά τα λοιπά, αξίζει να σημειωθεί πως οι Ευρωπαίοι επιδιώκουν και την ενίσχυση των οικονομικών τους δεσμών με τις χώρες της Ασίας, χωρίς να περιορίζονται πια στην Κίνα ή να νιώθουν «δεμένοι» με το Πεκίνο.
Εάν ανατρέξει κανείς, για παράδειγμα, στις εν εξελίξει διαδικασίες εμπορικών διαπραγματεύσεων της Ε.Ε. με τρίτες χώρες, θα βρει συμφωνίες με την Ιαπωνία (συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών που τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2019), τη Σιγκαπούρη (συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών που τέθηκε σε ισχύ στις 21 Νοεμβρίου του 2019 και συμφωνία προστασίας των επενδύσεων που θα τεθεί σε ισχύ αφού επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ), το Βιετνάμ (συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ), καθώς και με τις Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία (διαπραγματεύσεις για συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών που βρίσκονται σε εξέλιξη).

Στο μεταξύ, σε «στρατηγική εταιρική σχέση» έχει αναβαθμιστεί και η σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Σύνδεσμο Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας ASEAN (Φιλιππίνες, Καμπότζη, Μιανμάρ, Λάος, Μαλαισία, Ινδονησία, Ταϊλάνδη, Σιγκαπούρη, Βιετνάμ, Μπρουνέι), ενώ πρόσφατα, στις 8 Μαΐου, πραγματοποιήθηκε μέσω βιντεοδιάσκεψης και η Σύνοδος των ηγετών ΕΕ-Ινδίας, με τις δύο πλευρές να συμφωνούν «να επανεκκινήσουν τις διαπραγματεύσεις για συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών και να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για δύο επιπλέον εμπορικές συμφωνίες», δρομολογώντας παράλληλα και μια «νέα εταιρική σχέση συνδεσιμότητας». Η σύνοδος «έδωσε νέα ώθηση στη στρατηγική εταιρική σχέση Ε.Ε.-Ινδίας, η οποία στηρίζεται στις κοινές αξίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας, του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», σημειώνει στην επίσημη ιστοσελίδα του το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με το βλέμμα στραμμένο στον Ινδο-Ειρηνικό.