Ευρωπαϊκή Άμυνα: να μη γίνει θύμα του COVID-19!
Του Βασιλείου Τσιάμη
Αναμφίβολα, ο κορωνοϊός ή COVID-19, που έχει στοιχίσει ήδη πάρα πολλές ζωές σχεδόν σε όλο τον κόσμο, είναι μία μοναδική για τη γενιά μας τραγωδία, το πραγματικό μέγεθος και τις συνέπειες της οποίας κανείς δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να εκτιμήσει.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την πίεση των, εξελίξεων αφενός κινητοποιεί ό,τι μέσο και δυνατότητα διαθέτει (στην αλήθεια όχι πολλά και αυτό σε μία κρίση αυτού του μεγέθους είναι εξαιρετικά ευδιάκριτο) και αφετέρου αντιλαμβάνεται ότι τίποτα, μετά από αυτή την υγειονομική κρίση και την συνεπακόλουθη οικονομική, δεν θα είναι ίδιο.

Οικονομικές ενισχύσεις και ευελιξία έχουν ήδη αποφασιστεί από τα κράτη-μέλη, αν και κατώτερα των αναμενομένων μέχρι τη στιγμή που συντάσσεται αυτό το άρθρο, κυρίως, σε ότι αφορά τις χώρες του Νότου. Στα πλαίσια αυτά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε, επίσης, ότι προτίθεται να υποβάλλει μία τροποποιημένη πρόταση Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού για τα έτη 2021-2027, λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές συνέπειες που προκάλεσε η κρίση, αλλά και τις νέες προτεραιότητες που ανέδειξε. Έτσι κι αλλιώς, στην προηγούμενη πρόταση, παρά τις επίπονες διαπραγματεύσεις, δεν είχε κατορθωθεί να επιτευχθεί ομοφωνία μεταξύ των κρατών-μελών μέχρι σήμερα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι, μετά από μία τέτοια κρίση, ποια μπορεί να είναι η τύχη των δράσεων και η επίτευξη των στόχων στα πλαίσια της ενδυνάμωσης της Ευρωπαϊκής Άμυνας, όπως αυτές είχαν καθοριστεί και συμφωνηθεί μεταξύ των κρατών-μελών, πριν από την κρίση;
Σε ότι αφορά την ουσία, η αλήθεια είναι ότι και σε αυτή την κρίση οι Ένοπλες Δυνάμεις των κρατών-μελών είναι παρούσες είτε με τις υγειονομικές τους μονάδες είτε για να μεταφέρουν (ή ακόμα και να παράγουν) νοσοκομειακό και φαρμακευτικό υλικό είτε για να στηρίξουν τις δράσεις περιορισμού κυκλοφορίας είτε για τον επαναπατρισμό Ευρωπαίων πολιτών. Και αυτό είναι σημαντικό να το διαπιστώνουν, στο πραγματικό του μέγεθος, τόσο οι πολίτες όσο και οι κυβερνήσεις και όλες οι πολιτικές δυνάμεις των κρατών-μελών, ώστε αυτή η συνεισφορά να συνυπολογιστεί και στο σχεδιασμό της «επόμενης μέρας».
Παρά ταύτα, όλες οι παρελθούσες κρίσεις μας διδάσκουν ότι, όταν οι οικονομίες των κρατών-μελών αντιμετωπίζουν δυσκολίες και η πολιτική πίεση για εξοικονόμηση πόρων είναι ισχυρή (μία πραγματικότητα που αναμφίβολα όλες οι κυβερνήσεις και η Ε.Ε., συνολικά, θα αντιμετωπίσουν αμέσως μετά το τέλος της υγειονομικής αυτής κρίσης), μεταξύ άλλων, οι αμυντικοί προϋπολογισμοί και, κυρίως, το μέρος που αφορά την Έρευνα και Τεχνολογία είναι συνήθως το πρώτο θύμα.
Είναι νωπές οι μνήμες από την τελευταία οικονομική κρίση του 2008, όταν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, η μία μετά την άλλη, ανακοίνωναν δραστικές περικοπές των αμυντικών τους προϋπολογισμών. Είναι όμως ακόμα πιο νωπές οι διαπιστώσεις των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων, μετά το 2013, για τις αρνητικές συνέπειες που αυτές οι αποφάσεις προκάλεσαν στην αποδυνάμωση της αμυντικής ισχύς όλων των κρατών-μελών και εν γένει στο αίσθημα ασφάλειας των Ευρωπαίων πολιτών, όταν για παράδειγμα προκλήσεις, όπως αυτή της τρομοκρατίας, παρεισέφρησαν μέσα στις κοινωνίες και τις γειτονιές μας.
Αν υιοθετηθεί μία ίδια προσέγγιση και τώρα, αυτό θα συνεπάγεται τόσο περικοπές στους αμυντικούς προϋπολογισμούς σε εθνικό επίπεδο, δυστυχώς σε μία περίοδο που σχεδόν όλες οι χώρες είχαν επιστρέψει σε αυξημένες επενδύσεις στον τομέα της Ασφάλειας και Άμυνας, αλλά περικοπές και σε συλλογικό επίπεδο: τόσο σε ό,τι αφορά την υλοποίηση του σχεδίου για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα στον επόμενο προϋπολογισμό, με ικανοποιητικό μέγεθος κονδυλίων, όσο και σχετικά με την επίτευξη του στόχου του 2% για τους συμμάχους του ΝΑΤΟ. Ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα που έχουν ήδη σχεδιαστεί θα πρέπει να αναβληθούν ή καταργηθούν και πρωτοβουλίες, όπως η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία πιθανώς να καθυστερήσουν ή τροποποιηθούν.

Έχοντας την εμπειρία του παρελθόντος και γνωρίζοντας τα λάθη που έγιναν και οδήγησαν στην απώλεια στρατιωτικών, αλλά και βιομηχανικών δυνατοτήτων, σε μερικές περιπτώσεις ανεπιστρεπτί, ελπίζουμε, αυτή τη φορά, ο σχεδιασμός των περικοπών και του επανασχεδιασμού των προϋπολογισμών να μη γίνει «στο γόνατο», ακολουθώντας απλά την πεπατημένη.
Ασφαλώς, κανείς δεν υποστηρίζει ότι, στη μετά-ιό εποχή, η Άμυνα θα πρέπει να θεωρείται ως προτεραιότητα συγκριτικά με δράσεις για την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας, την προώθηση θέσεων εργασίας που χάθηκαν ή θα χαθούν, τις δράσεις για νέες τεχνολογίες σε τομείς όπως η Υγεία, η Ψηφιοποίηση ή το Περιβάλλον ή τέλος τις δράσεις για βελτίωση της ευρωπαϊκής αντίδρασης στις περιπτώσεις διαχείρισης κρίσεων.
Όμως, αυτό που είναι σημαντικό να θυμόμαστε, είναι το γεγονός ότι, σε όλα τα παραπάνω, η Άμυνα -συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογικής και βιομηχανικής της διάστασης- είναι ένα αναπόσπαστο μέρος, όπως και το γεγονός ότι, αν μέχρι σήμερα ήμαστε σε θέση να αξιοποιήσουμε στρατιωτικές δυνατότητες και δράσεις για την αντιμετώπιση και αυτής της κρίσης, αυτό ήταν αποτέλεσμα παλαιότερων επενδύσεων. Ό,τι σήμερα δεν προβλέψουμε, δεν θα το έχουμε διαθέσιμο για την επόμενη κρίση. Κυρίως, αν συνειδητοποιήσουμε ότι, όπως μας διδάσκει η πρόσφατη εμπειρία, καμία πλέον κρίση είτε αφορά φυσικές καταστροφές είτε σχετιζόμενη με τρομοκρατία είτε έχει σχέση με το προσφυγικό/μεταναστευτικό είτε τώρα η υγειονομική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αποκλεισμούς. Ό,τι μέσα, προσωπικό και υπηρεσίες διαθέτει η Πολιτεία, τα ενεργοποιεί -και σωστά- προς αντιμετώπιση των κινδύνων και σε αυτά τα πλαίσια οι Ένοπλες Δυνάμεις πάντοτε αποδεικνύονται μία σταθερή αξία.
Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο τομέας της Άμυνας, κυρίως σε ότι αφορά τη βιομηχανική και τεχνολογική του διάσταση, έχει ήδη υποστεί αρνητικές συνέπειες λόγω της παρούσας κρίσης τόσο άμεσες, σε ότι αφορά συμφωνίες που ακυρώνονται ή συνεργασίες που μετατίθενται για το μέλλον, όσο και έμμεσες σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της κρίσης στις αμυντικές βιομηχανίες. Κυρίως, στις μικρομεσαίες, αλλά και στις μεγαλύτερες, καθώς και στις αντίστοιχες εφοδιαστικές αλυσίδες. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε τις εμφανείς ήδη επιπτώσεις της κρίσης στην Πολιτική Αεροπορία, έναν τομέα που έχει άμεση επίδραση στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Τεχνολογική και Βιομηχανική Βάση. Οι συνέπειες αυτές πρέπει να ληφθούν υπόψη, όταν θα σχεδιαστεί η επόμενη μέρα και ο τομέας της Άμυνας και τις Ασφάλειας να έχει ίση μεταχείριση με όλους τους άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας των κρατών-μελών.
Αυτά σε ότι αφορά την οικονομική διάσταση του αμυντικού τομέα. Εδώ όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε και την ουσιαστική διάσταση του αμυντικού τομέα που αφορά την προστασία των Ευρωπαίων πολιτών, τον πιο σημαντικό παράγοντα σχετικά με το λόγο ύπαρξης ισχυρών στρατιωτικών δυνατοτήτων. Είναι αληθές ότι, προς το παρόν, τόσο η παγκόσμια οικονομία, όσο και η επιχειρηματική δράση, έχουν ουσιαστικά «παγώσει». Ομοίως, έχουν «παγώσει» και οι προκλήσεις ασφάλειας που αντιμετώπιζε η Ευρώπη, πριν από την κρίση. Αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψη στις αποφάσεις της Ε.Ε., αμέσως μετά την κρίση, είναι ότι αυτές οι προκλήσεις θα επανέλθουν και ίσως θα είναι ακόμα ισχυρότερες, καθώς, όπως είναι ήδη ευκρινές, η Ε.Ε. θα βγει αποδυναμωμένη μετά την κρίση, τόσο οικονομικά, όσο και πολιτικά, δεδομένης της έλλειψης και πάλι ειλικρινούς διάθεσης αλληλεγγύης. Η Ε.Ε. δεν πρέπει επουδενί να στείλει το μήνυμα, μετά την κρίση, ότι εισέρχεται σε μία φάση εσωστρέφειας και εξ αυτού του λόγου η διεθνής της θέση και παρουσία αποδυναμώνονται. Όπως και, κατά συνέπεια, η δηλωμένη διάθεσή της για ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνατοτήτων, καθώς το βάρος στην περίοδο που θα ακολουθήσει θα ριχτεί στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στην επίλυση των πολιτικών της ανισοτήτων. Αυτό θα ήταν ένα στρατηγικό λάθος.

Το ερώτημα είναι αν η Ε.Ε. θα μπορέσει να βρει την «μαγική συνταγή» να εξομαλύνει τις πολιτικές αντιθέσεις, να εξασφαλίσει τις αναγκαίες δράσεις και χρηματοδότηση ,για να αντιμετωπίσει όλες τις προκλήσεις που αυτή η κρίση θα επιφέρει, χωρίς να περιορίσει το όραμά της για ενεργή παρουσία στον κόσμο, ως παράγοντας ασφάλειας και ειρήνης, και για τη δημιουργία μιας αποτελεσματικής Ευρωπαϊκής Άμυνας.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ε.Ε., ιστορικά, πραγματοποιούσε αποφασιστικά βήματα εμπρός κυρίως ως αποτέλεσμα κρίσεων, ίσως -και σε αυτή την περίπτωση- η κρίση αυτή να προωθήσει πνεύμα περισσότερης αλληλεγγύης, ενοποίησης και συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών, για να αντιμετωπίσει τις μοναδικές προκλήσεις. Η κρίση αυτή, αν μη τι άλλο, απέδειξε πόσο αστραπιαία η πρόκληση του ενός μπορεί να γίνει πολυμερής ή και παγκόσμια πρόκληση. Πόσο αναγκαία είναι η ύπαρξη αλληλεγγύης και συντονισμένης δράσης, τουλάχιστον, για βασικές έννοιες, όπως η Υγεία. Το ίδιο ισχύει για το Περιβάλλον, την Ασφάλεια και άλλους τομείς. Όλοι είναι εξίσου σημαντικοί. Η σπουδαιότητα δεν κρίνεται a la carte και με όρους επικοινωνίας της στιγμής. Η Ε.Ε. οφείλει να αναπτύξει αντανακλαστικά αυτοματισμού για αντιμετώπιση τέτοιων προκλήσεων με ισχυρή διάσταση συνοχής.
Οι εύκολες συνταγές του παρελθόντος (της, κατά περίπτωση, δράσης με μία ισχυρή διάσταση επικοινωνιακής διαχείρισης), αποδείχτηκαν πολλαπλώς λανθασμένες και δεν πρέπει επουδενί να επαναληφθούν. Μία τέτοιου είδους διαχείριση, σε αυτό το σημείο της Ιστορία ίσως να συνεπάγεται και την αρχή του τέλους της Ε.Ε.