Του Βασίλη Τσιάμη

Στη φωτογραφία: Η πρόεδρος της Κομισιόν Ουρ. φον ντερ Λάιεν, ο υψηλός εκπρόσωπος Ζ. Μπορέλ και ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας Εντ. Χέγκερ, κατά την επίσκεψή τους στην Ουκρανία, στις 8 Απριλίου 2022.

Ο πλανήτης παρακολουθεί με «κομμένη την ανάσα», μία έκφραση ιδιαίτερα αγαπητή στα δελτία ειδήσεων, τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Τους νεκρούς και τους τραυματίες, το ανθρώπινο δράμα, τις επιδιωκόμενες αλλαγές συνόρων, την καταστροφή. Θα έλεγε κανείς παραφράζοντας την γνωστή ρήση: είναι ο πόλεμος ηλίθιε!

Τι κάνουμε για να τελειώσει το δράμα; Η πραγματική ερώτηση, κοιτώντας ήδη την επόμενη ημέρα (έστω και αν δεν γνωρίζουμε πότε θα έρθει και ποια θα είναι), είναι τι πρέπει να κάνουμε, για να αποφύγουμε τον επόμενο πόλεμο. Γιατί, για τη γενιά που δεν έζησε τα «προεόρτια» του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πώς το θηρίο ανδρώθηκε, τώρα είναι σαν να ζω εκείνη την εποχή. Και να καταλαβαίνω τόσο τη συμπεριφορά της διεθνούς κοινότητας στην -καταστραμμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο- Γερμανία, που την περιθωριοποίησε και την αγνόησε, όσο και την πολιτική του κατευνασμού, όταν όλα τα σημάδια έδειχναν ότι κάτι έρχεται. Η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα και ας ευχηθούμε αυτό να μην φτάσει σήμερα ως το τέρμα.

Είχαμε και έχουμε ενώπιόν μας την επανάληψη της συμπεριφοράς της διεθνούς κοινότητας στην -καταστραμμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο- Γερμανία, που την περιθωριοποίησε και την αγνόησε (εικονογράφηση, στο Imperial War Museum του Λονδίνου, της υπογραφής της ταπεινωτικής Συμφωνίας των Βερσαλλιών του Ιουνίου 1919), όσο και την πολιτική του κατευνασμού, όταν όλα τα σημάδια έδειχναν ότι κάτι έρχεται (στη φωτογραφία, ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεϊν ανταλλάσσει χειραψία με τον Αδ. Χίτλερ, το Σεπτέμβριο του 1938).

Στο πνεύμα της συζήτησης για την επόμενη ημέρα, θέλω να επικεντρώσω την ανάλυση στις ανακοινωθείσες, από σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο, δραστικές αυξήσεις των αμυντικών τους δαπανών. Η Γερμανία ανακοίνωσε 100 επιπλέον δις ευρώ για την Άμυνα, ξεπερνώντας το όριο  του 2% που έχει τεθεί στους συμμάχους του ΝΑΤΟ (σήμερα οι αμυντικές δαπάνες της φτάνουν το 1,53% του ΑΕΠ). Η Σουηδία θα επενδύσει 300 εκ. ευρώ επιπλέον μέσα στο 2022 για την Άμυνα και στοχεύει να πιάσει το στόχο του ΝΑΤΟ του 2% (αν και δεν είναι επίσημα μέλος του ΝΑΤΟ ακόμα αλλά συνδεδεμένο μέλος) μέχρι το 2033. Σουηδία και Φιλανδία ανακοίνωσαν ότι σκοπεύουν να επανεξετάσουν άμεσα την αίτηση τους να γίνουν πλήρη μέλη του ΝΑΤΟ στο αμέσως επόμενο διάστημα, γεγονός που προϋποθέτει επιπλέον αύξηση των αμυντικών τους προϋπολογισμών. Η Δανία, επίσης, ανακοίνωσε την απόφασή της να φτάσει το στόχο του ΝΑΤΟ του 2% μέχρι το 2033, αλλά και -το πιο σημαντικό- να πραγματοποιήσει ένα νέο δημοψήφισμα, ώστε η χώρα να ενταχθεί πλήρως και στα θέματα Ασφάλειας και Άμυνας της Ε.Ε., όπου μέχρι σήμερα δεν συμμετείχε κατόπιν ειδικής εξαίρεσης. Νορβηγία, Ελβετία, Βαλτικές Χώρες, Πολωνία και μία σειρά ευρωπαϊκών χωρών-μελών του ΝΑΤΟ ή της Ε.Ε. (ή και των δύο) έχουν κάνει αντίστοιχες ανακοινώσεις.

Τα παραπάνω δεν έρχονται, ασφαλώς, τυχαία. Είναι ο πόλεμος στη Ουκρανία που αφυπνίζει αυτές τις χώρες, για κάτι που δυστυχώς θα έπρεπε να έχουν αποτρέψει ή τουλάχιστον προβλέψει. Το θέμα όμως είναι ότι τώρα, παρά τις αλλεπάλληλες επισημάνσεις των οργάνων τόσο της Ε.Ε. όσο και του ΝΑΤΟ, για τη συνεχή απώλεια στη Δύση στρατιωτικών, βιομηχανικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων, συνειδητοποιούν ότι ο «βασιλιάς είναι γυμνός» ή σχεδόν «γυμνός». Το ΝΑΤΟ παραμένει ο πιο σημαντικός παράγοντας ασφάλειας της Ευρώπης, αλλά, όπως αποδεικνύεται στον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν αρκεί. Και τελικά για άλλη μια φορά η Ε.Ε., για μία κρίση στην άμεση γειτονιά της δεν είναι ο κύριος παίχτης. Η Ε.Ε. δύναται και πρέπει να ενδυναμωθεί στα θέματα Ασφάλειας και Άμυνας, διαδικασία που έχει μεν ξεκινήσει από το 2016, όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα άρθρα, αλλά άργησε και τώρα την ώρα της κρίσης και πάλι δεν είμαστε έτοιμοι.

Ο καγκελάριος Ο. Σολτς ανακοίνωσε 100 επιπλέον δις ευρώ για την Άμυνα, ξεπερνώντας το όριο του 2% που έχει τεθεί στους συμμάχους του ΝΑΤΟ (σήμερα, οι αμυντικές δαπάνες της Γερμανίας φτάνουν το 1,53% του ΑΕΠ).

Ο προβληματισμός ή ένας από τους προβληματισμούς της επόμενης μέρας είναι πώς θα ξοδευτούν όλα αυτά τα νέα χρήματα για την Άμυνα. Θα επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος ή μάλλον κάτι μάθαμε;

Αν πάμε στην εποχή μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου και πριν από την οικονομική κρίση του 2010, οι ευρωπαϊκές χώρες είτε επέλεγαν σταδιακά να αφοπλίζονται (η αίσθηση ότι το ΝΑΤΟ, δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πλέον εκεί για εμάς και δεν χρειάζεται εθνική συνεισφορά ήταν η επικρατούσα) είτε συνέχιζαν τις αμυντικές δαπάνες  με εντελώς εθνική προσέγγιση. Χωρίς διαφάνεια, χωρίς συντονισμό, χωρίς ενδιαφέρον για τη βιομηχανική και τεχνολογική βάση της Ευρώπης. Το νομικό πλαίσιο του Άρθρου 296 της Συνθήκης (μετέπειτα 346 του ενοποιημένου κειμένου) παρείχε αυτή τη δυνατότητα. Το αποτέλεσμα: απώλεια στρατιωτικών δυνατοτήτων και ποιοτικά και ποσοτικά, διασπάθιση δημοσίου χρήματος  μέσω διαφθοράς, απώλεια ευρωπαϊκών βιομηχανικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων, άναρχη ανάπτυξη -κάποιων από αυτές- με αποτέλεσμα τη σημερινή παρατηρούμενη εξάρτηση της Ε.Ε., από χώρες εκτός Ε.Ε., σε βασικές στρατιωτικές δυνατότητες, όπως η δορυφορική παρατήρηση, ο ηλεκτρονικός πόλεμος κ.α. Αυτό είναι το «όραμα» και στη νέα δυναμική που θα δημιουργηθεί για τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες μετά την λήξη του πολέμου;

Στην εποχή μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου και πριν από την οικονομική κρίση του 2010, αρκετές ευρωπαϊκές επέλεγαν, σταδιακά, να αφοπλίζονται με την αίσθηση ότι το ΝΑΤΟ, δηλαδή οι ΗΠΑ, πράττουν τα πάντα και δεν χρειάζονται άλλες εθνικές συνεισφορές. Στη φωτογραφία, ασκήσεις στη βάση του Γκράφενβερ, στη Βαυαρία.

Στην περίοδο μετά το 2010, η οικονομική κρίση οδήγησε ακόμα και εκείνες τις ευρωπαϊκές χώρες  που συνέχιζαν -έστω και με προβληματικό τρόπο- ενίοτε να επενδύουν στην Άμυνα, να ελαχιστοποιήσουν αυτές τις δαπάνες. Το «ξοδεύω για την Άμυνα» δεν ήταν κοινωνικώς αποδεκτό. Και οι πολιτικοί ακολούθησαν αυτό που ήθελαν οι πολίτες. Ευτυχώς ή δυστυχώς, η περίοδος αυτή  ήταν σύντομη, γιατί τα σημάδια των καιρών και οι απειλές για την Ε.Ε. και τους πολίτες της άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονα: η αδυναμία της Ε.Ε. να διαχειριστεί αποτελεσματικά μία κρίση στη γειτονιά της, την κρίση της Λιβύης, η διαρκώς εντεινόμενη απειλή της Ρωσίας, η τρομοκρατία που απείλησε έμπρακτα τους Ευρωπαίους πολίτες στη γειτονιά τους κ.α. Όλα αυτά οδήγησαν την Ε.Ε. να αναλάβει δράση και να σοβαρευτεί, κυρίως μετά την έλευση της διοίκησης Τραμπ στις ΗΠΑ και τα αμφίσημα μηνύματα που εκπέμπονταν σε ότι αφορά την δέσμευση των ΗΠΑ τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην Ευρώπη, αλλά όπως πάντα με πάντα με τον γνωστό αργό ρυθμό της.

Τα λάθη του παρελθόντος δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η Στρατηγική Αυτονομία της Ε.Ε., που είναι πλέον βασική πολιτική κατεύθυνση στην Ασφάλεια και Άμυνα, αλλά και σε αριθμό άλλων τομέων, όπως η υγεία και η ενέργεια, πρέπει να αποτελέσει τον κύριο οδηγό. Και υπάρχουν πλέον οι συνθήκες, αλλά και οι δομές προς τούτο.

Η Ε.Ε. έχει ξεκινήσει την πορεία για τη χειραφέτησή της στα θέματα Ασφάλειας και Άμυνας: μέσω της υιοθετηθείσας Παγκόσμιας Στρατηγικής της Ε.Ε., αλλά και προσφάτως με την έγκριση της Στρατηγικής Πυξίδας, η οποία, ουσιαστικά, κωδικοποιεί τα βήματα για μία Ευρώπη της Άμυνας ακόμη και με τη δημιουργία Ενόπλων Δυνάμεων. Άρα, οι πολιτικές υπάρχουν.

Στην περίοδο μετά το 2010, η οικονομική κρίση προκάλεσε την ελαχιστοποίηση των αμυντικών δαπανών, αλλά η αναποτελεσματική διαχείριση της κρίσης της Λιβύης (φωτογραφία), η τρομοκρατία και η εντεινόμενη απειλή της Ρωσίας οδήγησαν, σταδιακά, στην αλλαγή αυτής της πολιτικής.

Υπάρχουν όμως και οι δομές ή ακόμα κάποιες δημιουργούνται: ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας, η Γενική Διεύθυνση της Ε.Ε. για θέματα Αμυντικής Βιομηχανίας, οι δομές της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης σε ότι αφορά την Άμυνα, η Στρατιωτική Επιτροπή της Ε.Ε. κ.α.

Οι Ευρωπαίοι πολίτες «πιέζουν» πλέον τους πολιτικούς για γρήγορα βήματα: άρα, υπάρχει και η κουλτούρα. Η κουλτούρα τόσο σε επίπεδο λαών, μιας και η ασφάλεια είναι ένα υπέρτατο αγαθό, όσο και σε επίπεδο κυβερνήσεων δεδομένου ότι σήμερα καταλαβαίνουν ότι η απειλή στον ένα είναι απειλή για όλους.

Οι αμυντικοί προϋπολογισμοί αυξάνονται δραστικά, ενώ ήδη η Ε.Ε., για πρώτη φορά σε ότι αφορά το χρηματοδοτικό πλαίσιο 2021-2027, έχει εντάξει 8 δις Ευρώ για θέματα Ασφάλειας και Άμυνας. Πρόκειται για το γνωστό Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας. Επομένως, και οι πόροι υπάρχουν.

Σε ότι αφορά δε το νομικό πλαίσιο, η Ε.Ε. διαθέτει σήμερα τα νομικά εργαλεία για την υλοποίηση αμυντικών προμηθειών με διαφάνεια, ενώ παράλληλα παρέχει τη δυνατότητα για γρήγορες και ευέλικτες αποφάσεις όπου και όταν απαιτείται.

Επομένως, εφόσον όλα τα συστατικά υλικά υπάρχουν, η Ε.Ε. πρέπει, αν κινηθεί γρήγορα, να αξιοποιήσει αυτή την καταστροφή ως ευκαιρία, για να διαμορφώσει την ταυτότητα και το διακριτό της ρόλο σε θέματα Άμυνας και Ασφάλειας. Επί τη βάσει συνεργασιών τόσο μεταξύ των κρατών-μελών, όσο και με τους εταίρους της, κυρίως με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Η νέα εικόνα στην Ε.Ε. συντίθεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας, τη Γενική Διεύθυνση για θέματα Αμυντικής Βιομηχανίας, τις δομές της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης και τη Στρατιωτική Επιτροπή. Στη φωτογραφία, ο πρόεδρός της, Ιταλός στρατηγός Κλ. Γκρατσιάνο (κέντρο και αριστερά), με τον τότε πρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ, Σερ Στιούαρτ Πιτς (κέντρο και δεξιά), σε περσινή κοινή συνεδρίαση των δύο οργάνων.

Τα παραπάνω δεν υπονοούν ότι η εθνική προσέγγιση στα θέματα Ασφάλειας και Άμυνας πρέπει να παραχωρήσει την θέση της σε μία πιο ευρωπαϊκή θεώρηση. Η Ασφάλεια και Άμυνα παραμένουν και πρέπει να παραμένουν στα χέρια των κυβερνήσεων, γιατί μόνο εκείνες ξέρουν τις εθνικές τους απειλές. Παρά ταύτα, η συνεργασία και ο συντονισμός με άλλες χώρες, συμμάχους ή εταίρους, για την εξεύρεση λύσεων, πρέπει να είναι η πρώτη επιλογή και όχι η τελευταία.