Στη φωτογραφία ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου.

Η σημερινή Τουρκία μπορεί πράγματι να «αποκλίνει από την Τουρκία των αρχών της δεκαετίας του 2000», όπως δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας στην Καθημερινή και τον Βασίλη Νέδο. Η Τουρκία του 2021 «δεν είναι (σ.σ. καν) η Τουρκία του 2016», όπως θα σημείωνε ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας.

Κι όμως, για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τους συν αυτώ, η χρονιά ξεκίνησε μάλλον… φιλοευρωπαϊκά, με τον 66χρονο Τούρκο πρόεδρο να κάνει ανοίγματα προς την πλευρά της ΕΕ («Είμαστε έτοιμοι να επαναφέρουμε τις σχέσεις μας σε καλό δρόμο. Περιμένουμε από τους Ευρωπαίους φίλους μας να δείξουν την ίδια καλή θέληση») και τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών να διαμηνύει πως Τουρκία και ΕΕ είναι «αναντικατάστατες» η μία για την άλλη. Για την ιστορία και μόνο, ήταν ο ίδιος ο Ερντογάν που διακήρυττε (ως άλλος Ερντογάν) σχετικά πρόσφατα – το 2017, το 2016 – ότι η Τουρκία «δεν έχει ανάγκη την ΕΕ»…

Είναι γνωστή η ευκολία με την οποία η τουρκική ηγεσία ενίοτε αλλάζει στάση, τείνοντας ξαφνικά χείρα «φιλίας» προς κέντρα εξουσίας τα οποία μέχρι πρότινος η ίδια καθύβριζε σε Ισραήλ, ΕΕ, Σαουδική Αραβία κ.ά. Υπενθυμίζεται πως για το καθεστώς Ερντογάν, το Ισραήλ ήταν μέχρι πρότινος «κράτος τρομοκράτης», οι Σαουδάραβες «δολοφόνοι», ο Εμανουέλ Μακρόν «ψυχασθενής» και η ΕΕ… «αναποτελεσματική», «ρηχή», «χωρίς όραμα».

Από την Πορτογαλία την οποία επισκέφθηκε στις 7 Ιανουαρίου (λίγα 24ωρα πριν από τους κ.κ. Μητσοτάκη και Δένδια), ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου έστειλε το μήνυμα ότι η Άγκυρα «είναι έτοιμη να εξομαλύνει τη σχέση της» με τη… Γαλλία, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι έχουν – μαζί με τον Γάλλο ομόλογό του, Ζαν Ιβ Λε Ντριάν – συζητήσει και έναν οδικό χάρτη για την αποκατάσταση των δεσμών ανάμεσα στις δύο χώρες.

Μια ημέρα αργότερα (8 Ιανουαρίου), ο Τούρκος ΥΠΕΞ θα θυμόταν – από την Ισπανία – και την καλούµενη Συµµαχία των Πολιτισµών (United Nations Alliance of Civilizations) στη δημιουργία της οποίας είχαν προ δεκαεξαετίας πρωτοστατήσει Μαδρίτη και Άγκυρα. Το ότι η ίδια η Άγκυρα, μόλις πριν από ολίγους μήνες, αποδόμησε την όποια έννοια «συμμαχίας» των πολιτισμών μετατρέποντας ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς όπως είναι η Αγία Σοφία σε τέμενος (για «χτύπημα εναντίον της Συμμαχίας των Πολιτισμών» μιλούσε τότε ο υπουργός Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, Ζαν Άσελμπορν)… προφανώς και έχει πια «ξεχαστεί». Όπως φαίνεται να έχουν πια «ξεχαστεί» και όλες εκείνες οι αλυτρωτικές αναφορές του ιδίου Ερντογάν (το 2020 αλλά και το 2015) στη… «μουσουλμανική Ανδαλουσία».

Ξαφνικά, η Τουρκία της «Γαλάζιας Πατρίδας» και των S-400, η κατ’ επανάληψη καταδικασθείσα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εμφανίζεται να στοχεύει στην αποκατάσταση των δεσμών της με την ΕΕ, χρεώνοντας όμως παράλληλα τα όποια προβλήματα… στα «καπρίτσια» της «κακομαθημένης» Ελλάδας που, όπως επιμένει να καταγγέλλει το ισλαμοεθνικιστικό τουρκικό καθεστώς, επιλέγει την «απειλητική ρητορική» έναντι του διαλόγου.

Η Τουρκία αναμένεται να συνεχίσει το προσεχές διάστημα να λοιδορεί ως «αδιάλλακτη» την Αθήνα , διακινώντας παράλληλα διεθνώς μυθεύματα περί ελληνικών «μαξιμαλισμών», με φόντο πια τις διερευνητικές επαφές που ξεκινούν στις 25 Ιανουαρίου (61ος γύρος), τη διεθνή διάσκεψη που ενδεχομένως να πραγματοποιηθεί για την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τις εξελίξεις στο Κυπριακό (την επικείμενη νέα πενταμερή).

Πέρα από τις όποιες ρητορικές επικλήσεις στον διάλογο, η Τουρκία προσέρχεται σε όλα αυτά τα διαφορετικά fora με επί της ουσίας άκρως επιθετικές διαθέσεις… παίζοντας με την απειλή της διχοτόμησης στο Κυπριακό, ενώ παράλληλα διατηρεί  ανοιχτές στα τραπέζι και όλες τις επεκτατικές-αναθεωρητικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας (γκρίζες ζώνες, αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών, μειονοτικό, «Γαλάζια Πατρίδα», χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, έρευνα και διάσωση στο Αιγαίο).

Ο ίδιος ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου δεν παρέλειψε, κατά τη συνάντηση που είχε με τους πρέσβεις της ΕΕ στην Άγκυρα στις 12 Ιανουαρίου, να υποστηρίξει πως Ελλάδα και Κύπρος «καταχρώνται» την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στο βωμό διμερών ζητημάτων όπως είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.

Οι Τούρκοι βέβαια από την πλευρά τους γνωρίζουν πολύ καλά τι θέλουν από την ΕΕ, όπως φάνηκε και κατά την τηλεφωνική συνομιλία που είχε ο Ερντογάν στις 9 Ιανουαρίου με την την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν:

  • την επικαιροποίηση της συμφωνίας του 2016 για το προσφυγικό (με τον εκπρόσωπο της Κομισιόν Έρικ Μάμερ να αναγνωρίζει ότι πρόκειται για ένα θέμα που είναι «υπό συζήτηση»),
  • την απελευθέρωση της βίζας,
  • τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης,
  • και τη διεθνή διάσκεψη για την Ανατολική Μεσόγειο.

Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου πρόκειται να μεταβεί στις Βρυξέλλες στις 21 Ιανουαρίου,  προκειμένου να συζητήσει όλα αυτά τα θέματα με τον Ζοζέπ Μπορέλ.

Στο ίδιο πλαίσιο της επιχειρούμενης αποκατάστασης των δεσμών της με την ΕΕ, η Άγκυρα ετοιμάζεται φέτος και για μεμονωμένα ανοίγματα προς συγκεκριμένες ευρωπαϊκές χώρες (2nd Turkey-Portugal Intergovernmental Summit, 7th Turkey-Spain Intergovernmental Summit κ.ά.).

Οι Τούρκοι, λοιπόν, ξέρουν τι θέλουν. Το ερώτημα είναι εάν οι Ευρωπαίοι ξέρουν τι μπορούν να προσφέρουν, ειδικά σε μια χρονιά γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών όπως είναι η τρέχουσα.

Οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες από την πλευρά τους ετοιμάζονται να εκλέξουν νέο ηγέτη, με τον πρώτο γύρο της σχετικής ψηφοφορίας να πραγματοποιείται το Σάββατο, 16 Ιανουαρίου. Μιλώντας στη Deutsche Welle πρόσφατα, εις εκ των υποψηφίων για την ηγεσίας της παράταξης, ο          Φρίντριχ Μερτς, υποστήριξε ότι η συμφωνία στην οποία κατέληξαν πρόσφατα Ηνωμένο Βασίλειο και ΕΕ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρότυπο και για τις μελλοντικές σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ. Η δήλωσή του θα προκαλούσε ωστόσο ερωτηματικά καθώς η Άγκυρα βρίσκεται σε τελωνειακή ένωση με την Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από το 1996.

Όσο για την ομοσπονδιακή βουλή της Γερμανίας, εκείνη μπορεί να έχει ζητήσει από τον περασμένο Νοέμβριο να τεθούν εκτός νόμου οι Γκρίζοι Λύκοι στη χώρα, πλην όμως το γερμανικό υπουργείο Εσωτερικών εμφανίζεται να ορρωδεί επικαλούμενο νομικά δυσκολίες και εμπόδια…

«…Είμαστε όλοι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ. Η Τουρκία είναι ένας από τους σημαντικότερους γείτονες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μας συνδέουν οικονομικοί δεσμοί, κοινωνικοί δεσμοί πάρα πολύ ισχυροί. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη τουρκική κοινότητα που ζει και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] θα προσπαθήσουμε να υπάρξει μια εξομάλυνση των σχέσεων όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και εν τέλει να φτάσουμε το Μάρτιο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όχι με τις προτάσεις που εγκρίθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο, αλλά […] με μια νέα ατζέντα, […] μια νέα σχέση με την Τουρκία χωρίς φυσικά να ξεχνάμε τα δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου», θα δήλωνε από την πλευρά του ο Πορτογάλος πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα στις 11 Ιανουαρίου από τη Λισαβόνα, έχοντας στο πλευρό του τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με την Πορτογαλία να έχει εν τω μεταξύ διαδεχθεί τη Γερμανία στην προεδρία της ΕΕ για το επόμενο εξάμηνο.

«Προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντά της, η Ιταλία πρέπει να διατηρήσει μια προσέγγιση στρατηγικής ευελιξίας, ισορροπώντας ανάμεσα στην ενδοευρωπαϊκή αλληλεγγύη και την Τουρκία, πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που η επιρροή της Άγκυρας καθίσταται πια ολοένα και πιο σημαντική σε πολλές περιοχές όπως είναι το Αζερμπαϊτζάν και η Λιβύη», έγραφε περίπου δύο εβδομάδες νωρίτερα ο Ντάριο Κριστιάνι, μέσα από τον ιστοχώρο του German Marshall Fund of the United States, αποτυπώνοντας την ιταλική τάση… Μια τάση «εξισορρόπησης» την οποία φαίνεται να υιοθετούν και άλλοι εντός της ΕΕ, θυσιάζοντας όμως έτσι τις ευρωπαϊκές αξίες (ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, προσήλωση στο διεθνές δίκαιο) στον βωμό τουρκικών αναθεωρητικών προκλήσεων.