Το 2019, σίγουρα, δεν εισέρχεται με τους καλύτερους οιωνούς στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, καθώς κανείς από τους στόχους που είχε θέσει η κυβέρνηση στις αρχές του προηγούμενου έτους -ή και ακόμα νωρίτερα- δεν επιτεύχθηκε. Η θεωρία ότι τα βαλκανικά προβλήματα έπρεπε και μπορούσαν να λυθούν γρήγορα, ώστε η χώρα να έχει καλυμμένα τα νώτα της και να αφοσιωθεί ταχέως στην αντιμετώπιση του εξ ανατολών κινδύνου, όχι μόνον δεν απέκτησε πρακτικό αντίκρισμα, αλλά κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος.

Ανεξάρτητα από ιδεολογικές ή κομματικές προτιμήσεις, η πραγματικότητα είναι ότι οι εκκρεμότητες με την Αλβανία αυξήθηκαν και ότι η Συμφωνία των Πρεσπών αποσταθεροποιεί, συνεχώς, την Ελλάδα αντί να σταθεροποιεί τις σχέσεις Αθήνας-Σκοπίων και τη γενικότερη κατάσταση στα Βαλκάνια. Από την πλευρά τους, οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και οι εταίροι στην Ε.Ε. υποστηρίζουν ότι η πολυετής διαμάχη για το ονοματολογικό έπρεπε να τερματιστεί, αλλά υποκρίνονται πως δεν βλέπουν τα νέα προβλήματα που αναφύονται.

Ασφαλώς, στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, η σημερινή κυβέρνηση πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αναστρέψει τακτική, απαιτώντας αναθεώρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ωστόσο το δύσκολο δεν είναι αδύνατον στην πολιτική. Η αυτονόητη εθνική απαίτηση είναι ότι δεν αρκούν απλές διευκρινίσεις ή δηλώσεις προθέσεων από την πλευρά της ΠΓΔΜ, αλλά συμπληρωματικό νομικό πλαίσιο που θα βελτιώνει, στο μέτρο του δυνατού, την απαράδεκτη Συμφωνία. Η κυβέρνηση δηλώνει, σε κάθε ευκαιρία, ότι η λεγόμενη τακτική της ακινησίας είναι βλαπτική για τα εθνικά συμφέροντα. Δεν είναι, επομένως, δεκτό να παραμένει η ίδια ακίνητη και απαθής, όταν βλέπει τη γειτονική χώρα να παραβιάζει, βάναυσα και προσβλητικά, το πνεύμα και το γράμμα των Πρεσπών, πριν ακόμα ολοκληρωθούν οι κυρωτικές διαδικασίες.

Υπό την ίδια λογική, η κυβέρνηση οφείλει να επανεξετάσει την τακτική της έναντι της Τουρκίας. Ορθώς, το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών επιμένουν στη στρατηγική υποστήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Άγκυρας, ως μοναδικό μέσο προσφοράς κινήτρων και ελέγχου της επιθετικότητάς της, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα μέτρα συμμόρφωσής της προς τους όρους που θέτει η Κομισιόν. Ειδικά, η Κοινή Δήλωση του Μαρτίου 2016, που συγκράτησε αρχικά τις μεγάλες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές, κινδυνεύει να καταντήσει κενό γράμμα, καθώς οι παράνομες αφίξεις συνεχίζονται, οι επιστροφές-επανεισδοχές είναι ελάχιστες και η Ελλάδα επιβαρύνεται, χωρίς προοπτική επίλυσης (ή καν βελτίωσης) του προβλήματος.

Δυστυχώς, η εικόνα, που δίδεται συνολικά για την εξωτερική πολιτική, είναι ότι οι κυβερνητικές προσπάθειες, αν και πραγματικές έναντι της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, είναι μη αποτελεσματικές. Έχουν ξεπεραστεί από τα γεγονότα και δίδεται η εντύπωση ότι η κυβέρνηση απλώς παίζει εσωτερική «πολιτική ρουλέτα», με τα εξωτερικά θέματα, μέχρι το χρόνο των εκλογών.