Η Άγκυρα των Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Ντεβλέτ Μπαχτσελί υποκρίνεται έναντι όλων, αναζητώντας “συμπρωταγωνιστές” στο τουρκογενές όργιο αναξιοπιστίας που η ίδια έχει στήσει και προωθεί με απώτερο στόχο να απομονώσει Ελλάδα και Κύπρο.

Για του λόγου το αληθές, αρκεί μια ματιά στα τουρκικές κινήσεις των τελευταίων μηνών, όπως εκείνες θα εξελίσσονταν στον δρόμο προς την (εκ του αποτελέσματος ευνοϊκή για την Τουρκία) ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου (10-11 Δεκεμβρίου) αλλά και στον απόηχο εκείνης, καθώς το βλέμμα πλέον στρέφεται στην επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου (25-26 Μαρτίου).

Το 2021 θα ξεκινούσε με την Τουρκία του Ερντογάν να έχει αποσύρει τα πλωτά της γεωτρύπανα Oruç Reis και Yavuz από την Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμη και το σεισμογραφικό Barbaros θα αποσυρόταν… προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τον 61ο γύρο των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιανουαρίου. Έναν γύρο επαφών τον οποίο το τουρκικό καθεστώς θα φρόντιζε όμως να αξιοποιήσει επικοινωνιακά και με το παραπάνω (κατά τρόπο μάλλον πρωτοφανές), μέσα από επίσημα tweets που θα συνοδεύονταν και από φωτογραφίες των δύο αποστολών, με τον εκπρόσωπο της τουρκικής προεδρίας Ιμπραχίμ Καλίν να ποζάρει – αν και “απρόσκλητος” – δίπλα στον Παύλο Αποστολίδη προσδίδοντας έτσι πρόσθετο πολιτικό “βάρος” στην επανέναρξη των διερευνητικών, και τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου να έρχεται ολίγα 24ωρα αργότερα και να βαφτίζει τις διερευνητικές επαφές “επαφές διαβουλεύσεων”… Ενώ η ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών είχε φροντίσει ωστόσο νωρίτερα να υπενθυμίσει προς πάσα κατεύθυνση ότι οι διερευνητικές “δεν είναι διαπραγματεύσεις”.

Η Τουρκία φρόντισε, λοιπόν, να αξιοποιήσει επικοινωνιακά την επανέναρξη των διερευνητικών, αποσπώντας μάλιστα θετικά σχόλια και από την πλευρά των Δυτικών που δεν θα μπορούσαν άλλωστε παρά να καλωσορίσουν επισήμως μια τέτοια εξέλιξη.

Τα τουρκικά γεωτρύπανα μπορεί να αποχώρησαν, πλην όμως οι τουρκικές προκλήσεις δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή. Αντιθέτως, θα συνέχιζαν να εκδηλώνονται σε επίπεδο δηλώσεων, με την τουρκική πλευρά να κινείται σε τρία μέτωπα:

  • Αμφισβητώντας ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα (γκρίζες ζώνες, στρατιωτικοποίηση νησιών, συγκυριαρχία στο Αιγαίο κ.ά.)
  • Διατηρώντας στο τραπέζι όλες (μα όλες) τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας
  • Βγαίνοντας εκτός πλαισίου ΟΗΕ στο Κυπριακό (ρητορική δύο κρατών, παραβιάσεις των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας)
  • Και παράλληλα στήνοντας και έναν μηχανισμό ανθελληνικής προπαγάνδας που αντιστρέφει την πραγματικότητα… παρουσιάζοντας τη “μαξιμαλιστική” και “επιθετική” Ελλάδα ως “απειλή” για την Τουρκία ενώπιον της διεθνούς κοινότητας.

Η έξοδος του ωκεανογραφικού Cesme που ακολούθησε τις τελευταίες ημέρες στο Βόρειο Αιγαίο δεν συνιστά – επισήμως – παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων καθώς το πλοίο του τουρκικού πολεμικού ναυτικού πλέει σε διεθνή ύδατα πραγματοποιώντας έρευνες στην υδάτινη στήλη.

Το Cesme έρχεται ωστόσο – επί της ουσίας – να λειτουργήσει κατά τρόπο εξόχως ύπουλο στα χέρια της Άγκυρας:

  • Διατηρώντας ζωντανές τις τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις (συγκυριαρχία στο Αιγαίο)
  • Στήνοντας “αφορμές” για την κατασυκοφάντηση της Ελλάδας στο εξωτερικό
  • Αποκηρύσσοντας ως “παράνομη” κάθε ελληνική αντίδραση
  • Αλλά και θέτοντας τις βάσεις για τη δημιουργία τετελεσμένων συγκυριαρχίας στο Αιγαίο (σε μια “λογική” τύπου “ό,τι έχει δικαίωμα να κάνει η Ελλάδα, έχει δικαίωμα να το κάνει και η Τουρκία”).

Τα φερέφωνα του τουρκικού καθεστώτος (ερντογανικά ΜΜΕ) έσπευσαν – σε σύμπραξη με το τουρκικό υπουργείο Άμυνας και τον ίδιο τον Χουλουσί Ακάρ – να καταγγείλουν στις 23 Φεβρουαρίου την “παρενόχληση” του Cesme από ελληνικά μαχητικά (ενδεικτικό μεταξύ άλλων και το σχετικό δημοσίευμα στο κρατικό Anadolu) υποστηρίζοντας ότι “είναι η Ελλάδα εκείνη που συνδαυλίζει την ένταση… σε διεθνή ύδατα… από την επανέναρξη των διερευνητικών στις 25 Ιανουαρίου και έπειτα”, σε αντίθεση με την Τουρκία που απλώς “αντιστέκεται” προχωρώντας σε “νόμιμες” και “δικαιολογημένες” στρατιωτικές ασκήσεις (όπως η αναβληθείσα λόγω πανδημίας “Γαλάζια Πατρίδα-Mavi Vatan” το διάστημα 25 Φεβρουαρίου με 7 Μαρτίου).

Η προσπάθεια της Άγκυρας να απομονώσει την Ελλάδα ήταν έκδηλη, ωστόσο, και στον τρόπο με τον οποίο ο εκπρόσωπος του τουρκικού ΥΠΕΞ Χαμί Ακσόι σχολίασε στις 11 Φεβρουαρίου τη διεξαγωγή του “Φόρουμ Φιλίας” στην Αθήνα, υπογραμμίζοντας τότε ότι “το δίδυμο Ελλάδας/Ελληνοκυπρίων επιτρέπει να αποτρέψει την ΕΕ από το να διαμορφώσει μια θετική ατζέντα με την υποψήφια προς ένταξη Τουρκία […] απειλώντας έτσι την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή […] σε μια περίοδο κατά την οποία γίνονται προσπάθειες ώστε να εδραιωθεί μια ειλικρινή και χωρίς αποκλεισμούς συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο μέσα από την πρόταση της Τουρκίας για τη διεξαγωγή διεθνούς διάσκεψης”…

Το τουρκικό καθεστώς έχει – με τη στάση του – τορπιλίσει κάθε απόπειρα ουσιαστικής προσέγγισης στα ελληνοτουρκικά. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το μέλλον των διερευνητικών επαφών τίθεται εκ νέου εν αμφιβόλω. Και το πιο πιθανό είναι πως η Τουρκία θα πάει να χρεώσει στην Αθήνα την όποια αποτυχία ή κατάρρευση. Ενδεικτικές ως προς αυτό και οι χθεσινές (23 Φεβρουαρίου) προκλητικά παραπλανητικές δηλώσεις του Ομέρ Τσελίκ περί… “αποσταθεροποίησης της διπλωματικής διαδικασίας” λόγω “ελληνικών προκλήσεων”… με φόντο το Cesme, η πραγματική αποστολή του οποίου προφανώς και δεν έχει καμία σχέση με ωκεανογραφικές έρευνες…