Του Ιωάννη Σ. Λάμπρου

Το σύντομο αυτό σημείωμα στόχο έχει να προβεί σε ορισμένες επισημάνσεις αναφορικά με  μια νοοτροπία, ευρέως διαδεδομένη στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την ανάλυση δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών και αναλυτών  η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, πρωτίστως, για την διευθέτηση του Συριακού (πτυχές του οποίου έχουν υπαρξιακές προεκτάσεις για την Άγκυρα ιδιαίτερα οι σχετικές με ζητήματα ασφάλειας διευθετήσεις στην τουρκοσυριακή μεθόριο, η θεσμική δομή του συριακού κράτους και ο ρόλος των Κούρδων σε αυτό) συνιστούν μία αυτόματη γεωπολιτική αναβάθμιση της Αθήνας.

Η Αθήνα, σύμφωνα με την παραπάνω λογική ρήξης των ΗΠΑ -και ευρύτερα του δυτικού παράγοντα-  με την Τουρκία  ενισχύεται, αυτόματα και συνεπώς, η πλήρης ταύτιση με το δυτικό παράγοντα, άρα και η συμμετοχή στη σφυρηλάτηση αντιρωσικού μετώπου, επιβάλλεται. Οι ομοιότητες δε, πραγματικές ή καθ’ υπερβολή,  των Ρ. Τ. Ερντογάν και Β. Πούτιν στην άσκηση κυβερνητικής εξουσίας φιλοτεχνούν την αντίληψη δύο διαφορετικών κόσμων με την Ελλάδα αναπόσπαστο τμήμα του δυτικού φιλελεύθερου στρατοπέδου.

Αν όντως η ρήξη, όμως, μεταξύ ΗΠΑ, Ε.Ε. και Τουρκίας ήταν αυτή  που περιγράφεται από πολλούς αναλυτές, δεν θα έπρεπε να είχε σημειωθεί  αλλαγή στάσης  των πρώτων αναφορικά με τις βασικές παραμέτρους της  επιδιωκόμενης λύσης στο Κυπριακό; Οι συμφωνίες για παροχή στρατιωτικού υλικού, αν και ενισχύουν την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας, περισσότερο συνιστούν ένα μήνυμα της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα, τμήμα μιας συνεχούς διαπραγματευτικής διαδικασίας. Επίσης, η τακτική της Άγκυρας στις κυπριακές θαλάσσιες ζώνες απαντάται με δηλώσεις αξιωματούχων που στηλιτεύουν την τουρκική πολιτική, εντούτοις, είναι λεκτικές, μη δεσμευτικές και αόριστες.

Παράλληλα, δεν υπάρχει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, αποδοχή της ανάγκης λήψης συγκεκριμένων μέτρων έναντι της Άγκυρας. Απεναντίας, οι δηλώσεις αξιωματούχων δυτικών χωρών περί αμφισβήτησης του καθεστώτος κυπριακών θαλάσσιων ζωνών και η συμμετοχή των χωρών αυτών σε ναυτικές ασκήσεις της Τουρκίας σε θαλάσσιες ζώνες, όπου αμφισβητούνται οι ελλαδικές και κυπριακές κυριαρχικές αρμοδιότητες, καταδεικνύουν ότι καταβάλλεται συνεχής προσπάθεια, εκ μέρους συμμάχων και εταίρων, να διατηρήσουν σημεία επαφής με την Άγκυρα.[1] Οι φραστικές αντιμαχίες δεν συνιστούν ρήξη των σχέσεων. Η δε ρήξη σχέσεων δεν αποτελεί επιλογή καμιάς χώρας, πολλώ δε μάλλον των Η.Π.Α., όταν η συνεννόηση με ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις διευκολύνει την προβολή ισχύος  της τελευταίας, εξοικονομώντας πόρους και ανθρώπινο δυναμικό.

Παράλληλα, η αντίδραση δυτικών συμμάχων στην απόπειρα επιβολής των τουρκικών θέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, με τη βία, δεν συνεπάγεται ότι δεν θα συναινέσουν σε προσπάθεια της Άγκυρας, υπό τη διακριτική απειλή χρήσης βίας φυσικά, και με όρους που να ικανοποιεί τις διαχρονικές στοχεύσεις της τελευταίας δημιουργίας πολυμερών, συνεργατικών σχημάτων στα οποία θα μετέχουν δυτικές χώρες, η Κυπριακή Δημοκρατία, Ελλάδα και Τουρκία και με κάποιο τρόπο θα προνοείται μεταφορά των μελλοντικών κερδών και στις κατεχόμενες περιοχές. Στη χειρότερη δε εκδοχή ενός τέτοιου σχήματος το δέλεαρ της εκμετάλλευσης μπορεί να ενεργοποιήσει τη διαδικασία επαναφοράς νέας πρότασης για την επίλυση του Κυπριακού στο πλαίσιο της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με έμμεσα, αλλά πολύ ουσιαστικά παρεμβατικά δικαιώματα της Άγκυρας, κυρίως στη λειτουργία του μορφώματος, ώστε να μην υφίστανται η ενοχλητική για τη διεθνή κοινή γνώμη και αντιβαίνουσα στο διεθνές δίκαιο δυνατότητα στρατιωτικής παρέμβασης.

Ακόμα, όμως, και η περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου στην Ανατολική Μεσόγειο, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να συντελέσει στην αποσαφήνιση του τοπίου στην περιοχή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν παράλληλα πως τα συμφέροντα των δρώντων περιπλέκονται και σε άλλες γεωγραφικές περιοχές και η όποια ισορροπία θα αποτελέσει αποτέλεσμα ευρύτερων συσχετισμών. Ιδιαίτερα στην περιοχή της Αν. Μεσογείου μια ελεγχόμενη ένταση  θα εντείνει την εξάρτηση των Αθηνών, άρα και της Λευκωσίας, από το δυτικό παράγοντα και θα αναγκάσει την Άγκυρα να εγκαταλείψει την έμφαση στη χρήση βίας. Αν δε το εν λόγω σενάριο πραγματοποιηθεί με ταυτόχρονη υπονόμευση του κύρους και της θέσης του Τούρκου προέδρου, τότε πιο εύκολα μπορεί να συγκροτηθούν τα προαναφερόμενα συνεργατικά σχήματα. Σε μια τέτοια περίπτωση, Αθήνα και Λευκωσία, ευγνωμονούσες προς συμμάχους και εταίρους για τη σωστική τους παρέμβαση θα είναι, ευεπίφορες -χαρακτηριζόμενες ως πυλώνες σταθερότητας από τον συμμαχικό παράγοντα – για αποδοχή ρυθμίσεων, οι οποίες θα αποδυναμώσουν έτι περαιτέρω την θέση του Ελληνισμού στην Αν. Μεσόγειο.

TΟ ΠΛΗΡΕΣ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ «Α&Δ» ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ.