Η επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Αντ. Μπλίνκεν και οι συνομιλίες του 4ου γύρου του Στρατηγικού Διαλόγου με τις ΗΠΑ επιβεβαίωσαν τη στήριξη της Ουάσιγκτον στην ανάδειξη της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου της ευρύτερης περιοχής. Άλλωστε, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρε τις προ ετών επιφυλάξεις των ΗΠΑ για την, εκ νέου, απόδοση μέγιστης σημασίας στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.

Ο δε πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης αναθεώρησε τις προτεραιότητές του μετά την -πολλαπλώς επιβεβαιωμένη μέχρι τα τέλη του 2021- βούλησή του για άνευ όρων συνεργασία με την Κίνα και τη Ρωσία.

Όμως οι διμερείς επαφές Ελλάδας-ΗΠΑ δεν διευκρίνισαν σημαντικές πτυχές του σχεδιασμού για τον ενεργειακό κόμβο. Παραμένει μελλοντικός στόχος, χωρίς διακριτή ταυτότητα. Πρώτα απ’ όλα, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία για την προστασία των υποδομών και, ειδικά, των πιθανών επενδύσεων αμερικανικών εταιριών, η Ουάσιγκτον δεν ενδιαφέρεται για την προώθηση του σχήματος «3+1» (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ + ΗΠΑ).

Σχεδόν το σύνολο της γραφειοκρατίας του Στέητ Ντηπάρτμεντ, αλλά και πολλοί πολιτικοί αξιωματούχοι (διορισμένοι από τη διοίκηση Μπάιντεν και της απόλυτης εμπιστοσύνης του κ. Μπλίνκεν) αφήνουν να ατονήσει η συνεργασία στο πλαίσιο του «3+1», γνωρίζοντας ότι η φθορά του χρόνου θα το υποβαθμίσει ή και, ντε φάκτο, διαλύσει.

Ο κ. Μητσοτάκης δεν αξιοποίησε τις παλαιότερες ευκαιρίες για ταχεία προώθηση του «3+1» και δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία, για να διαψεύσει τις εκτιμήσεις και ανησυχίες του Στέητ Ντηπάρτμεντ ότι η Τουρκία θα αντιδράσει έντονα. Αρχικός στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν να υπάρξει (μετά τις καθυστερήσεις της πανδημίας) εντυπωσιακή αναβάθμιση του «3+1» εντός του 2021, ενώ για το 2022 επιδιώχθηκε συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών σε κάποια από τις τέσσερις συμμετέχουσες πρωτεύουσες.

Όταν διαψεύστηκαν αυτές οι ελπίδες, η Αθήνα πρότεινε, χωρίς αποτέλεσμα, υπουργική συνάντηση στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ακολούθησαν νέες προτάσεις για συνάντηση ως τα τέλη του 2022 και, στη συνέχεια, έστω για την πραγματοποίηση μίας βιντεοδιάσκεψης.

Τίποτα από τα δύο δεν συνέβη και η ελληνική κυβέρνηση ήλπισε ότι η άφιξη του κ. Μπλίνκεν στην Αθήνα θα έδινε, σχεδόν αυτόματα, την ευκαιρία αναζωογόνησης του «3+1». Επειδή, ωστόσο, σε τέτοια θέματα δεν υπάρχουν διπλωματικοί αυτοματισμοί ούτε βήματα προόδου αν δεν μοχθήσει ο εκάστοτε Πρωθυπουργός, η αμερικανική πλευρά δεν έβαλε καν το θέμα στην ατζέντα του κ. Μπλίνκεν.

Παρόλα αυτά, ο κ. Μητσοτάκης, που επιμένει στην αποτυχημένη τακτική της «προσωπικής διπλωματίας» (αποκλείοντας μέχρι και τον -διορισμένο από τον ίδιο- υπουργό Εξωτερικών από την ιδιαίτερη συνάντηση με τον κ. Μπλίνκεν), φέρεται ικανοποιημένος. Επειδή, βάσει εισηγήσεων άμεσων συνεργατών του Πρωθυπουργού, η κυβέρνηση πρότεινε σύγκληση του «3+1» κατά τη Γ.Σ. του ΟΗΕ το Σεπτέμβριο του 2023 και η αμερικανική πλευρά υποσχέθηκε απλώς να εξετάσει το ζήτημα.

Παράλληλα, ο τρόπος και ο χρόνος εδραίωσης της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου εξαρτάται και από τις ισορροπίες που ακολουθεί η κυβέρνηση έναντι των μεγάλων ελληνικών εταιριών (αυτόνομων ή με διεθνείς συνεργασίες) που θα επενδύσουν εκατομμύρια ευρώ για τη συμμετοχή τους. Αν και οι συναρμόδιοι Αμερικανοί αξιωματούχοι (βοηθός υπουργός Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης Κάρεν Ντόνφριντ, βοηθός υπουργός για θέματα Ενεργειακών Πόρων Τζέφρεϊ Πάιατ και προεδρικός συντονιστής για θέματα Ενεργειακής Ασφάλειας Άμος Χοχστάιν) έχουν συστήσει ταχεία διευκρίνιση των όρων του επιχειρηματικού παιχνιδιού, η κυβέρνηση δεν έχει επιλύσει πολλές εκκρεμότητες.

Γι’ αυτό δεν έχουν οριστικοποιηθεί ούτε και από την Ουάσιγκτον οι δικές της υποστηρικτικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, ως προς τις ενδεχόμενες χρηματοδοτήσεις από τον οργανισμό DFC παρά τη σχετική παράκληση, που υπεβλήθη από Έλληνα υπουργό, στον κ. Πάιατ τον περασμένο Δεκέμβριο.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατία” την 1η Μαρτίου 2023