Ελληνοτουρκικά: Αμφίβολη – αλλά απαραίτητη – επανεκκίνηση μέσα σε ναρκοθετημένο τοπίο
Δεν είναι απαραίτητο να μοιάσεις στον «αντίπαλο» για να μπορέσεις να τον αντιμετωπίσεις. Ίσως να ήταν και λάθος εάν συνέβαινε… Αυτό που οφείλεις να κάνεις ωστόσο σε κάθε περίπτωση, είναι να προσαρμόσεις τη στρατηγική σου (κι όχι απλώς την τακτική σου) στο «παιχνίδι» της δύναμης που έχεις απέναντί σου. Και επειδή μιλάμε για αγώνα διαρκείας, πάνω σε σκακιέρα (χιλιοειπωμένο κλισέ αλλά ισχύει), το βλέμμα δεν μπορεί παρά να κοιτάει μπροστά: τέσσερις με πέντε κινήσεις μπροστά ή και παραπάνω, για να δανειστούμε μια σκέψη από όσα αναφέρει ο γκρανμαίτρ Γκάρι Κασπάροφ στο «Η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι».
Το ότι η Τουρκία αναθεωρεί εδώ και χρόνια – με σχέδιο κι όχι απλώς με κραυγές – την ήδη αναθεωρητική της ατζέντα, επεκτείνοντας και εμβαθύνοντας τις τουρκικές διεκδικήσεις έναντι των γειτόνων ως επίδοξη περιφερειακή δύναμη, με στόχο τη διαμόρφωση ενός τουρκοκεντρικού πλαισίου κοινά αποδεκτών τετελεσμένων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, είναι προφανές.
Το ότι η Ελλάδα «δεν χωράει» μέσα σε ένα τέτοιο νεο-οθωμανικό όραμα ως ισότιμος εταίρος είναι όμως, επίσης, προφανές. Όχι επειδή το λέμε εμείς, διαμαρτυρόμενοι, αλλά επειδή το έχει υπογραμμίσει κατ’ επανάληψη δημοσίως η ίδια η τουρκική ηγεσία τα τελευταία χρόνια… υπενθυμίζοντάς μας τη Μικρασιατική Καταστροφή («αν οι Έλληνες επιθυμούν και πάλι να πέσουν στη θάλασσα, ας μας το πουν») και τις τουρκικές εισβολές στο εξωτερικό («θα έρθουμε μια νύχτα, ξαφνικά»), καλώντας μας να περιοριστούμε στο ΝΑΤΟ («γιατί επιδιώκουν άλλες συμμαχίες;») και να μειώσουμε τις αμυντικές μας δαπάνες («σταματήστε τώρα τα εξοπλιστικά») αλλά και το γεωπολιτικό μας αποτύπωμα («οι ΗΠΑ μαζί με την Ελλάδα ετοιμάζουν κάτι εναντίον της Τουρκίας… μέσω Αλεξανδρούπολης»).
Αυτή η τάση υποτίμησης του γείτονα από την πλευρά της άλλοτε αυτοκρατορικής Τουρκίας δεν είναι καινοφανής. Κάθε άλλο.
«Ως “αποσχισθείσα πρώην επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”, η Ελλάδα […] είναι “μικρούλα” και “αδύναμη”, ενώ οι Έλληνες (Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι) που δυσανασχετούν και δεν υπακούουν στα τουρκικά κελεύσματα, “αυθαδιάζουν”, είναι “κακομαθημένα παιδιά” και οφείλουν να “γνωρίζουν ποια είναι η θέση τους” […] οι Μεγάλες Δυνάμεις που δημιούργησαν το κράτος τους, τους έχουν χρησιμοποιήσει ιστορικά σαν “πιόνι” στους “ιμπεριαλιστικούς” τους στόχους εναντίον της Τουρκίας […] Αυτοί είναι οι συνήθεις όροι που χρησιμοποιεί η κυρίαρχη τουρκική ρητορεία […] όταν μιλά για την Ελλάδα και την Κύπρο, τους κατοίκους και την ηγεσία τους…», γράφει ο Γιώργος Αγγελετόπουλος στο βιβλίο του «Η Hürriyet και η Πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό (1948-1955)» (Εκδόσεις Ρίζες), αναφερόμενος στις «στερεοτυπικές εκφράσεις και συμπεριφορές της τουρκικής καθεστωτικής νοοτροπίας».
Ακόμη και αυτή η «στερεοτυπική» τουρκική ατζέντα ωστόσο, δεν μένει στάσιμη. Αντιθέτως, εμπλουτίζεται με νέες – περισσότερο προωθημένες κάθε φορά – διεκδικήσεις οι οποίες μάλιστα έρχονται για να μείνουν, κι όχι απλώς ως διαπραγματευτικά πυροτεχνήματα, επιβαρύνοντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Μια αναδρομή σε όσα έχουν προηγηθεί τα τελευταία χρόνια δυστυχώς πείθει, και με το παραπάνω, για του λόγου το αληθές: Η τεμενοποίηση της Αγίας Σοφίας, η τουρκική στροφή προς κατευθύνσεις διχοτόμησης στο Κυπριακό, οι παράνομες τουρκικές γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, τα τουρκολιβυκά μνημόνια, η επιθετική εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού αλλά και μειονοτικών ζητημάτων, οι υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά, το αφήγημα της καλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας», η διασύνδεση της αποδοχής της ελληνικής κυριαρχίας επί συγκεκριμένων νησιών με την απαίτηση της αποστρατιωτικοποίησής τους, το Αιγαίο που έγινε «Turkaegean» και οι τουρκικές απαιτήσεις αναφορικά με τις ονομασίες με τις οποίες θα παρουσιάζονται η Κυπριακή Δημοκρατία και τα Στενά των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου στους νέους επιχειρησιακούς χάρτες του ΝΑΤΟ… έρχονται να στοιχειοθετήσουν το – ολοένα μεγαλύτερο και… αναθεωρητικότερο – καλάθι των απαιτήσεων που παρουσιάζει η τουρκική πλευρά ενώπιον της Ελλάδας αλλά και της διεθνούς κοινότητας, μόλις λίγους μήνες έπειτα από την εσωτερική «δικαίωση» των επιλογών του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δια της επανεκλογής του στην τουρκική προεδρία και με τους υπερεθνικιστές να έχουν ενισχύσει σημαντικά εν τω μεταξύ την παρουσία τους στη νέα τουρκική εθνοσυνέλευση…
Το εάν θα μπορέσουν μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο να αναδυθούν «ιστορικές ευκαιρίες» επίλυσης ζητημάτων – οιωνδήποτε ζητημάτων – παραμένει εξόχως αμφίβολο.
Οι δίαυλοι ωστόσο πρέπει να μένουν ανοιχτοί, ακόμη και αν δεν δίνουν λύσεις.
Οι ηγεσίες Ελλάδας και Τουρκίας θα έχουν την ευκαιρία να τα πουν από κοντά, δια ζώσης, την επόμενη εβδομάδα στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας, ακυρώνοντας στην πράξη εκείνο το «Μητσοτάκης γιοκ» του πρόσφατου παρελθόντος χωρίς όμως να μπορούν και να το σβήσουν από τη μνήμη.
Η μετασεισμική/μετεκλογική ελληνοτουρκική «νηνεμία» του περασμένου διαστήματος επιτρέπει αυτήν την «επανεκκίνηση», χωρίς όμως να γεννά προσδοκίες για επικείμενες ελληνοτουρκικές συγκλίσεις ή συμφωνίες σε άλλα θέματα πέραν των διαδικαστικών (ΜΟΕ, διερευνητικές).
Τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας θα είναι άλλωστε την επόμενη εβδομάδα στραμμένα μεν στην Τουρκία και στον Ερντογάν αλλά για άλλους λόγους… σχετικούς με την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Για την ιστορία, κάτι ανάλογο είχε όμως συμβεί και πέρυσι το καλοκαίρι στη νατοϊκή Σύνοδο της Μαδρίτης, γεγονός το οποίο λέει πολλά για την (εκβιαστική) στάση της Τουρκίας έναντι των συμμάχων αλλά και για τη στάση (ανοχής) των συμμάχων απέναντί της…