Της Ελένης Καψοκόλη

Αθανάσιος Πλατιάς & Χρήστος Χατζηεμμανουήλ
Ελληνική Υψηλή Στρατηγική:
Διάλογοι με την Ηγεσία της Χώρας

Εκδόσεις ΕΥΡΑΣΙΑ, Ομήρου 47, Αθήνα, 10672, τηλ. 210 3614968.
www. eurasiabooks.gr – e-mail: info@eurasiabooks.gr,
ISBN: 978-618-5439-77-4, Σελίδες: 242

Οι διακεκριμένοι καθηγητές του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Αθανάσιος Πλατιάς και Χρήστος Χατζηεμμανουήλ, δημιούργησαν ένα ξεχωριστό βιβλίο που αφορά την ελληνική υψηλή στρατηγική και, ιδιαίτερα, την ηγεσία της Ελλάδας. Η προσπάθεια αποτύπωσης ενός καθολικά αποδεκτού όρου για την υψηλή στρατηγική, είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Στην καθημερινότητά μας, τα ερωτήματα που γεννιούνται από τη μελέτη της υψηλής στρατηγικής είναι τα εξής: «Πώς μπορούμε να ορίσουμε την έννοια της υψηλής στρατηγικής;», «Πώς εφαρμόζεται η υψηλή στρατηγική σε κάθε κράτος;» «Ποια είναι τα αποτελεσματικότερα μέσα υψηλής στρατηγικής;» και «Πως μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ένα κράτος έχει υψηλή στρατηγική»;

Η έννοια της υψηλής στρατηγικής γίνεται αντιληπτή ως η θεωρία ενός κράτους για το πώς μπορεί να προσφέρει ασφάλεια για τον εαυτό του. Σε κάθε περίπτωση, στην εποχή μας, ο όρος «υψηλή στρατηγική» χρησιμοποιείται για να συμπεριλάβει όλα τα διαθέσιμα μέσα (πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά, διπλωματικά κ.ά.) που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα κράτος, για να επιτύχει τους μακροπρόθεσμους πολιτικούς του σκοπούς, σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Η υψηλή στρατηγική δεν αναφέρεται μόνο σε περίοδο πολέμου, αλλά και σε αυτή της ειρήνης.

Οι καθηγητές του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Αθανάσιος Πλατιάς (αριστερά) και Χρήστος Χατζηεμμανουήλ (δεξιά), δημιούργησαν ένα βιβλίο ξεχωριστό τόσο ως προς τη δομή, όσο και ως προς το -σπάνια πρωτογενές- περιεχόμενό του.

Ο καθηγητής Πλατιάς, στο βιβλίο του «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στον Θουκυδίδη», αναφέρει ότι ένας επιτυχημένος σχεδιασμός υψηλής στρατηγικής πρέπει να καλύπτει τις ακόλουθες διαστάσεις: – α) την ανάλυση του διεθνούς περιβάλλοντος με σκοπό την εκτίμηση των απειλών κατά της εθνικής ασφάλειας και – β) τη συγκεκριμενοποίηση και ιεράρχηση των πολιτικών στόχων κάθε κράτους και την κινητοποίηση όλων των μέσων ισχύος για την επίτευξη αυτών των στόχων (προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας, προστασία των πολιτών και διατήρηση της σχετικής θέσης στο περιφερειακό ή το διεθνές σύστημα), – γ) την επιλογή και τον καθορισμό του αποτελεσματικότερου συνδυασμού μέσων ισχύος για την προώθηση των ιεραρχημένων πολιτικών στόχων και – δ) τη διαμόρφωση «της εικόνας» και της στρατηγικής που προβάλλεται από τη χώρα προς την διεθνή κοινότητα μέσω του «αφηγήματος» της.

Επομένως, η υψηλή στρατηγική προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο ένα κράτος είναι σε θέση να αναπτύξει και να χρησιμοποιήσει, με αποτελεσματικό τρόπο, όλα τα μέσα ισχύος τα οποία διαθέτει, προκειμένου να είναι σε θέση να επιτύχει τους βασικούς πολιτικούς στόχους, αλλά και την επιβίωσή του στο διεθνές σύστημα. Η Ελλάδα, έχει μια μακρά ιστορία με περιόδους ανόδου και πτώσης, με προκλήσεις και απαιτήσεις που εμφανίζονται πιο έντονα, ανάλογα με την εξεταζόμενη χρονική περίοδο.

Το συγκεκριμένο βιβλίο καταγράφει τις απόψεις επτά κορυφαίων ηγετικών προσωπικοτήτων της Ελλάδας, που έχουν αντίκτυπο σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ο πρώτος από τους επτά κορυφαίους Έλληνες ηγέτες, είναι ο νυν Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος αναλύει την Ελληνική Υψηλή Στρατηγική, όντας και ο βασικός της εκπρόσωπος. Ο δεύτερος είναι ο Μαργαρίτης Σχοινάς, Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος κάνει απόπειρα ανάλυσης της ευρωπαϊκής διάστασης σχετικά με την υψηλή στρατηγική. Ο τρίτος είναι ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, έχοντας πολυετή εμπειρία στην αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων και στη διαμόρφωση οικονομικών πολιτικών, αναλύει την οικονομική διάσταση της υψηλής στρατηγικής. Ο τέταρτος είναι ο Στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος, Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ), ο οποίος προσφέρει τη στρατιωτική χροιά της υψηλής στρατηγικής. Ο πέμπτος είναι ο Νίκος Δένδιας, νυν Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος είναι ο καταλληλότερος για να αναπτύξει τη δύσκολη διάσταση της εξωτερικής πολιτικής της υψηλής στρατηγικής. Προφανώς, δεν μπορούσε να λείψει και η προσέγγιση που έχει ο ιδιωτικός τομέας, και ιδιαίτερα της ναυτιλίας, αφού είναι από τις βασικές πηγές οικονομίας της Ελλάδας, και ο Θεόδωρος Βενιάμης, Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών. Τέλος, ο Αλέξης Τσίπρας, Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας, αναλύει την ελληνική υψηλή στρατηγική, υπό το πρίσμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Βασικός στόχος του βιβλίου είναι να καταγραφούν οι απόψεις και οι αντιλήψεις των κορυφαίων ιθύνοντων που χαράσσουν τη στρατηγική για το μέλλον της πατρίδας, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει ενιαία αντίληψη της ηγεσίας ασχέτως κομματικής τοποθέτησης ή πολιτικής θέσης, για το μέλλον της χώρας που αναπτύσσεται από την ελληνική υψηλή στρατηγική. Ολοκληρώνοντας ο αναγνώστης τη μελέτη του βιβλίου, έχει τη σαφή εικόνα ότι όλοι είναι ηγέτες στο χώρο τους και ότι υπάρχει στρατηγική σκέψη και κοινό όραμα για ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό προσανατολισμό της ελληνικής ηγεσίας σχετικά με τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της εθνικής πολιτικής.

Ως βασικοί στόχοι της ελληνικής υψηλής στρατηγικής αναδεικνύονται ζητήματα που απειλούν την εθνική ασφάλεια και εθνική κυριαρχία της χώρας. Αρχικά, υπάρχουν τα ζητήματα της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας, τα οποία αμφισβητούνται διαρκώς έμμεσα ή άμεσα από τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Με παρόμοιο τρόπο, υπάρχουν τα ζητήματα στην Ανατολική Μεσόγειο, που αφορούν την ασφάλεια και πολιτική ανεξαρτησία της Κύπρου, καθώς και την κατοχύρωση των ενεργειακών πόρων. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα λειτουργεί στρατηγικά με το να επιδιώκει την εξέλιξη της τόσο σε οικονομικό, όσο και πολιτικό επίπεδο για να μπορέσει να επιβιώσει στο διεθνές περιβάλλον και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ανατολική Ευρώπη και στα Δυτικά Βαλκάνια.

Ενώ οι βασικοί στόχοι της ελληνικής υψηλής στρατηγικής είναι σταθεροί, τα μέσα και οι μέθοδοι υλοποίησής τους προσαρμόζονται με τις νέες κοινωνικές και πολιτικές επιταγές και ανανεώνονται απαραιτήτως. Τα νέα στοιχεία της ελληνικής υψηλής στρατηγικής είναι: η πολιτική συμμαχιών, οι προσπάθειες διαμόρφωσης ευνοϊκού περιβάλλοντος, η πολυδιάστατη και πολυθεματική εξωτερική πολιτική, η ανάπτυξη μέσω ήπιας ισχύος και η κατηγορηματική διατύπωση των ελληνικών θέσεων με όρους διεθνώς κατανοητούς.

Το πρώτο στοιχείο της ελληνικής υψηλής στρατηγικής, είναι η σύναψη και διαμόρφωση συμμαχιών. Η ελληνική διπλωματία προσπαθεί να προωθήσει και να προστατεύσει τους στόχους της υψηλής στρατηγικής της μέσω της εξωτερικής εξισορρόπησης δυνάμεων, δηλαδή τη σύναψη σημαντικών πολιτικών και στρατιωτικών συμμαχιών για να μπορέσει να αναχαιτίσει ηγεμονικές και επεκτατικές τάσεις άλλων κρατών. Αν και είναι μέλος της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, αυτό δεν είναι αρκετό για να της παρέχει την απαιτούμενη ομπρέλα προστασίας σε περίπτωση ελληνοτουρκικής διένεξης. Για αυτό το λόγο, η Ελλάδα επιχειρεί να συνάψει συμμαχίες με κράτη, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Οι «τριμερείς» ή «τριγωνικές σχέσεις» έχουν ως στόχο την προσωρινή συσπείρωση ή αλλιώς αντι-συσπείρωση των εταίρων απέναντι στην αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων. Στο άναρχο διεθνές σύστημα με τη διαρκή ύπαρξη των διλημμάτων ασφαλείας, εκτός από προκλήσεις, αναδύονται, όμως, και σημαντικές ευκαιρίες, που οφείλει η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί. Συνεπώς, είναι αναγκαία η σύναψη σταθερών συμμαχιών με πιο ισχυρούς εταίρους, όπως είναι η Γαλλία και οι ΗΠΑ, που θα παρέχουν μια σταθερή και αξιόπιστη ασπίδα προστασίας από εχθρικές κρατικές συμπεριφορές, όπως είναι ο τουρκικός αναθεωρητισμός.

Οι καθηγητές Πλατιάς και Χατζηεμμανουήλ συμμερίζονται την άποψη των μελών της ηγεσίας της χώρας ότι είναι αναγκαία η σύναψη σταθερών συμμαχιών με πιο ισχυρούς εταίρους, όπως είναι η Γαλλία και οι ΗΠΑ, που θα παρέχουν μια σταθερή και αξιόπιστη ασπίδα προστασίας από εχθρικές κρατικές συμπεριφορές, όπως είναι ο τουρκικός αναθεωρητισμός. Στις φωτογραφίες, αριστερά, το Σεπτέμβριο του 2021, στο Παρίσι, ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης με τον Γάλλο πρόεδρο Εμ. Μακρόν, πριν από την υπογραφή της διμερούς Συμφωνίας Στρατηγικής Σχέσης, και, δεξιά, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας με τον Αμερικανό ομόλογό του Αντ. Μπλίνκεν κατά την υπογραφή της αναθεωρημένης Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), στην Ουάσιγκτον πέρυσι τον Οκτώβριο.

Όλες οι παραπάνω απόψεις είναι πολύ σημαντικές γιατί αναλύουν σε εσωτερικό και μακροσκοπικό επίπεδο όλες τις διαστάσεις της υψηλής στρατηγικής που επηρεάζουν την ελληνική κοινωνία, και τη θέση που πρέπει να έχει η χώρα μας τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, για να μπορέσει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις αναδυόμενες προκλήσεις του σήμερα και του αύριο.

Το δεύτερο στοιχείο της ελληνικής υψηλής στρατηγικής, είναι οι προσπάθειες διαμόρφωσης ευνοϊκού περιβάλλοντος, πέρα από τη σύναψη ανθεκτικών και ισχυρών συμμαχιών, για να προωθήσει την επίτευξη των πολιτικών στόχων. Η διαμόρφωση ευνοϊκού περιβάλλοντος απαιτεί την επίλυση παλαιών διπλωματικών προβλημάτων, την ενίσχυση των σχέσεων με γειτονικά κράτη, αλλά και τη δημιουργία βάσεων για περιφερειακή συνεργασία. Ένα από τα βασικά ζητήματα που επίλυσε είναι η ονομασία των Σκοπίων σε Βόρεια Μακεδονία, η χάραξη των θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ) με τις χώρες Ιταλία και Αίγυπτο, αλλά και ο διάλογος με την Αλβανία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας των δύο χωρών ώστε να αποκλιμακώσουν την τεταμένη διπλωματική κατάσταση. Η ελληνική κυβέρνηση σφράγισε τη δεσμευτικότητα των αρχών από τις παραπάνω συμφωνίες με τις αρχές που πρεσβεύουν τα Ηνωμένα Έθνη για το δίκαιο της θάλασσας (United Nations Convention on the Law of the Sea – UNCLOS), της οποίας το περιεχόμενο δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Το UNCLOS προσέφερε τη δυνατότητα για την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στο Ιόνιο Πέλαγος από τα έξι στα δώδεκα ναυτικά μίλια. Άρρηκτη σχέση με το παραπάνω έχει και το ζήτημα της ναυτικής ασφάλειας, το οποίο είναι βασικό στην ελληνοτουρκική διαφωνία. Η ελληνική ναυτιλία είναι η πρώτη παγκοσμίως σχετικά με τη κατοχή των πλοίων (21% του παγκόσμιου και 59% του ευρωπαϊκού στόλου). Η Ελλάδα προσπαθεί να διαμορφώσει ένα σύστημα κανόνων σχετικά με τις ανοικτές θάλασσες, την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και την ασφάλεια της θαλάσσιας μεταφοράς.  Η χώρα μας έχει βρει κοινό ενδιαφέρον με άλλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και ο Καναδάς, που αντιμετωπίζουν αντίστοιχα ζητήματα και ασκούν πίεση για την καθολική επικράτηση ενός επιθυμητού πλαισίου κανόνων που θα επιφέρει σε όλους θετικά αποτελέσματα.

Το τρίτο στοιχείο της ελληνικής υψηλής στρατηγικής, είναι η πολυδιάστατη και πολυθεματική εξωτερική πολιτική, το οποίο περιέγραψε ο νυν υπουργός εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, ως ένα σύστημα τεμνόμενων κύκλων, όπου η διπλωματία είναι παρούσα και έντονη απέναντι σε επιλεκτικούς εταίρους. Δηλαδή, σχετικά με τη  δύναμη της γεωγραφίας, η εξωτερική πολιτική αποσκοπεί στη δόμηση στενών σχέσεων συνεργασίας με κράτη που δεν είναι άμεσοι εταίροι, όπως είναι η Ινδία και κράτη της Αφρικής. Προσπαθούν, δηλαδή, με αυτό τον τρόπο να από-τουρκοποιήσουν την μέχρι πρότινος εξωτερική πολιτική και η Ελλάδα να αποκτήσει το ρόλο του διαμορφωτή των σχέσεων και διαμεσολαβητή για την επίλυση προβλημάτων. Επομένως, η Ελλάδα αποσκοπεί στον πολλαπλασιασμό των σχέσεων εντός και εκτός ευρωπαϊκής και ευρωατλαντικής σφαίρας, με κράτη-εταίρους από την Αφρική και την Ανατολή. Ειδική μνεία αξίζει να γίνει για τη σημασία της δημόσιας διπλωματίας, που είναι η προστασία της εικόνας της χώρας και η προώθηση μιας θετικής εικόνας. Αυτό πρακτικά σημαίνει, οικοδόμηση σχέσεων όχι μόνο με επίσημους φορείς άλλων χωρών, αλλά και με τις κοινωνίες τους. Η δημόσια διπλωματία αφορά την επικοινωνία μιας κυβέρνησης με την κοινή γνώμη άλλων κρατών ώστε να γίνουν κατανοητές και αντιληπτές οι αξίες, οι ιδέες και οι επιδιώξεις της Ελλάδας. Η εξυπηρέτηση της υψηλής στρατηγικής γίνεται με την απόκτηση «Ασφάλειας Φήμης» και την προστασία αυτής της φήμης από κακόβουλους ανταγωνιστές που προσπαθούν να αποδομήσουν την εικόνα της χώρας.

Η ελληνική υψηλή στρατηγική και η ελληνική διπλωματία, εκτός από τη χρήση της «σκληρής ισχύος» (hard power), κάνουν στροφή και προς μη παραδοσιακές μορφές ισχύος, όπως είναι η «ήπια ισχύς» (soft power), η «έξυπνη ισχύς» (smart power), η «αιχμηρή ισχύς» (sharp power) και η «ισχύς της πληροφορίας» (power of information).

Το τέταρτο στοιχείο είναι η ανάπτυξη της Ελλάδας με τη χρήση μέσων της «ήπιας ισχύος». Ένα κοινό χαρακτηριστικό των ηγετικών εκπροσώπων της Ελλάδας είναι ότι η ελληνική υψηλή στρατηγική απαιτεί τη στοχευμένη αξιοποίηση των μέσων «ήπιας ισχύος». Η ήπια ισχύς είναι η ικανότητα ενός κράτους να επιτυγχάνει τους στόχους του χωρίς να χρησιμοποιεί εξαναγκαστική στρατιωτική ή οικονομική ισχύ (σκληρή ισχύ). Η εργαλειοποίηση της ήπιας ισχύος ενισχύει τις σχέσεις της Ελλάδας με άλλα κράτη, προσδίδει κύρος και διαμορφώνει μια εικόνα ενός σύγχρονου κράτους σε τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης, αλλά και ως βασικού και απαραίτητου συμμάχου. Τα αποθέματα ήπιας ισχύος που έχει ήδη η χώρα μας είναι πολυάριθμα, τα οποία της επιτρέπουν να δομήσει ένα ελκυστικό «αφήγημα», όπως είναι: αρχαία φιλοσοφία, ιστορία, πολιτισμός, γλώσσα, αξιακό σύστημα, επιστήμες, δημοκρατικές αρχές και αξίες. Αυτά τα μέσα αντικρούουν προβλήματα ή προκλήσεις όπως είναι η μετριοπαθής εξωτερική πολιτική, η συμμετοχή στους σημαντικότερους δυτικούς θεσμούς, η διεθνής συνεργασία, και η διαχρονική αξιοπιστία στις συμμαχικές υποχρεώσεις. Η αποτελεσματική χρήση της ήπιας ισχύος αποδεικνύεται από την απόπειρα ανάπτυξης διαπολιτισμικού και διαθρησκευτικού διαλόγου με τις αραβικές χώρες, για να περιορίσει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις για τις διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η τελευταία έχει αναπτύξει ένα αφήγημα, το οποίο εξυπηρετεί τους σκοπούς της για την δημιουργία αναταραχών θρησκευτικού χαρακτήρα. Ο πολιτισμός λειτουργεί ως διπλωματική γέφυρα με την Κίνα, ώστε η Ελλάδα να αναδείξει την κλασική πολιτιστική της κληρονομιά ως σημαίνουσα με αυτή της Κίνας στο πλαίσιο μιας μη ευρω-κεντρικής ιστορίας της ανθρωπότητας. Η Ελλάδα είναι ένθερμος υποστηρικτής της επίλυσης των διαφορών με τα Δυτικά Βαλκάνια και την υποστήριξή τους στο ενδεχόμενο ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμερίζοντας ιστορικές διαφορές ή πολιτικές εκκρεμότητες.

Το τελευταίο στοιχείο είναι η κατηγορηματική διατύπωση των ελληνικών πολιτικών θέσεων απέναντι στη διεθνή κοινότητα προκειμένου να προβάλει επιτυχώς τις θέσεις της και να προωθήσει την εξωτερική νομιμοποίηση τους.

Η ελληνική υψηλή στρατηγική είναι σε μια φάση ωριμότητας και κάνει μια στροφή από τα παραδοσιακά εργαλεία ισχύος σε πιο σύγχρονα και αποτελεσματικά. Εκτός από τη χρήση της «σκληρής ισχύος» (hard power) – τη στρατιωτική, τη διπλωματική, την οικονομική και την τεχνολογική ισχύ – η ελληνική υψηλή στρατηγική έχει υιοθετήσει και μη παραδοσιακές μορφές ισχύος, όπως είναι η «ήπια ισχύς» (soft power), η «έξυπνη ισχύς» (smart power), η «αιχμηρή ισχύς» (sharp power) και η «ισχύς της πληροφορίας» (power of information). Η ελληνική υψηλή στρατηγική χαρακτηρίζεται από την ικανότητα του ελληνικού κράτους για έγκαιρο προγραμματισμό και προετοιμασία, την ικανότητα προσήλωσης σε πιο μακροπρόθεσμους στόχους, αλλά και της αυξημένης αποτελεσματικότητας. Συνοψίζοντας, η Ελλάδα αναπτύσσει μεθόδους και εργαλεία στα πλαίσια της υψηλής της στρατηγικής για να μπορέσει να αντισταθμίσει και να αντικρούσει τα αντεπιχειρήματα και να προβάλει την δική της ισχύ με την προβολή των ιδεών της μέσω παραδοσιακών και μη παραδοσιακών καναλιών.