Αλέξανδρος Π. Μαλλιάς

Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία

Η Αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών

Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, Σόλωνος 116, Αθήνα 106 81, Τ: 210 3833434, 210 3837303
F: 210 3832294, E: contact@isideris.gr, ISBN 978-960-08-0795-0, σελίδες: 204

Του ειδικού συνεργάτη μας Παναγιώτη Ηλ. Μίχου *

«Ένα καλό βιβλίο δεν έχει τέλος» σύμφωνα με τη ρήση ενός παλιού συγγραφέα. Είναι πιθανό να ευσταθεί αυτός ο ισχυρισμός. Διότι ένα εμβριθές ανάγνωσμα δημιουργεί σχέση με τον αναγνώστη την οποία μάλιστα διατηρεί και μετά το πέρας των σελίδων του. Του προκαλεί ερεθίσματα και αναζητήσεις και τότε πραγματικά κρίνεται ως επιτυχημένο, μια και πέτυχε τον σκοπό του∙ δηλαδή να κινητοποιήσει το γνωσιαρχικό μηχανισμό του αναγνώστη. Δύναται αυτό να συμβεί και με βιβλία που αφορούν την πολιτική, την ιστορία, τις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματία; Κυρίως σε αυτά, είναι η απάντηση του γράφοντος. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται και το νέο βιβλίο του πρέσβη ε.τ. Αλέξανδρου Μαλλιά που τιτλοφορείται ως «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία-Η Αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών».

Ο πρέσβης πραγματοποιεί μια ακτινογραφία της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ο ίδιος, εξάλλου, γνωρίζει πολύ καλά και εκ του σύνεγγυς τα Βαλκάνια. Πέραν του ότι διατέλεσε πρέσβης της Ελλάδας σε πΓΔΜ και Αλβανία, ήταν επί χρόνια διευθυντής Βαλκανικών Υποθέσεων στο υπουργείο Εξωτερικών. Με τη γνώση και τη σώρευση προσωπικής εμπειρίας επί των ζητημάτων, εκπόνησε ένα δοκίμιο χρήσιμο για όποιον επιθυμεί να κατανοήσει μια σύνοψη των όσων προηγήθηκαν στις σχέσεις Αθήνας-Σκοπίων τη τελευταία 30ετία, αλλά και το τι ακριβώς συνομολογήθηκε τον Ιούνιο του 2018 στις Πρέσπες. Το βιβλίο προλογίζεται από τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Με τη πυκνή και ξεχωριστή γραφή του, κάνει ένα δυναμικό πρελούδιο για το δοκίμιο που ακολουθεί. Εισαγάγει τον αναγνώστη στο γράμμα και το πνεύμα αυτών που θα διαβάσει.

Το πόνημα του Αλέξανδρου Μαλλιά είναι συνολικά 202 σελίδες και χωρίζεται σε δύο μέρη.
Οι πρώτες 110 σελίδες περιλαμβάνουν ιστορικά στοιχεία για τις σχέσεις των δύο χωρών, την ιστορία του ονοματολογικού και φυσικά την ανάλυση του συγγραφέα για τη Συμφωνία.

Στο δεύτερο μέρος, παρατίθενται κάποια πολύ χρήσιμα παραρτήματα, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών στην αγγλική γλώσσα (όπως συνομολογήθηκε μεταξύ των δύο κρατών), η μετάφραση της στα ελληνικά (όπως δόθηκε από την ελληνική κυβέρνηση), οι αποφάσεις 817 και 845 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που αφορούν στην υπόθεση, και μια εκτενής ανάλυση της καταδικαστικής απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σε βάρος της Ελλάδας –ύστερα από προσφυγή της πΓΔΜ- το Δεκέμβριο του 2011.

Ας πάρουμε όμως το βιβλίο από την αρχή.  Ο πρέσβης ξεκινά, εξηγώντας γιατί χαρακτήρισε «δύσκολη» τη Συμφωνία. Επρόκειτο για μια συμφωνία που συνομολογήθηκε δύσκολα μεταξύ των δύο πλευρών. Επρόκειτο για μια συμφωνία που δεν είχε την εκατέρωθεν  πολιτική στήριξη του όλου πολιτικού συστήματος και στις δύο χώρες, αλλά και η εφαρμογή της – κυρώσεις, δημοψήφισμα, αναθεώρηση- απαιτεί πολλά στάδια. Η σχολαστικότητα με την οποία παραθέτει τα στάδια δεικνύει τη καλή και εκ των έσω γνώση για τα τεκταινόμενα στις δύο χώρες αλλά και το πόσο σοβαρά αντιμετωπίζει τις επίσημες θεσμικές διαδικασίες.

Εν συνεχεία, προκύπτει μια «αδυναμία» του βιβλίου. Ο συγγραφέας απογοητεύεται για το επίπεδο της συζήτησης που έλαβε χώρα στη ελληνική Βουλή, προτού η κυβέρνηση της χώρας βρεθεί στις Πρέσπες και υπογράψει την ομώνυμη Συμφωνία. Είναι η ακλόνητη πίστη ενός απόμαχου διπλωμάτη πως, ακόμη και την τελευταία στιγμή, το πολιτικό σύστημα θα αντιμετωπίσει ως πρέπει ένα εθνικό θέμα. Όμως, κατά το μάλλον ή το ήττον, συνηθίζεται στην Ελλάδα, για σοβαρά θέματα και μη, να γίνονται συζητήσεις ανάξιες του επιπέδου που αρμόζουν σε ένα εθνικό κοινοβούλιο μιας ευρωπαϊκής χώρας. Σύγκρουση, φανατισμός∙ η εκάστοτε αντιπολίτευση δεν βρίσκει τίποτα σωστό στο προς συζήτηση θέμα, αλλά και η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία παρουσιάζει το κάθε ζήτημα ως μεγάλη της επιτυχία, δίχως να αναγνωρίζει ούτε ένα ψεγάδι. Να κάτι που έχει συνέπεια και συνέχεια στη χώρα μας. Αποτελεί μια σταθερά της πολιτικής μας κουλτούρας. Δυστυχώς  παρατηρεί  ο συγγραφέας.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει το κεφάλαιο που αφορά στον αποχαρακτηρισμό και στη δημοσιοποίηση των απορρήτων εγγράφων. Όπως τεκμηριώνεται, πρόκειται για μια νομότυπη μεν άκαιρη δε , λαθεμένη και επικίνδυνη διαδικασία/τακτική.  Για τους λόγους που εξηγούνται στο βιβλίο, δεν παραθέτουν την πλήρη αλήθεια και μάλλον μας ζημιώνουν. Σημείο αναφοράς, επίσης, αποτελεί η μη ύπαρξη συνεννόησης για ένα τόσο μείζον εθνικό θέμα∙ ή, για την ακρίβεια, η επιδίωξη σύγκρουσης (της κυβέρνησης με την αντιπολίτευση) με αφορμή και το Μακεδονικό.

Εν συνεχεία, ο Αλέξανδρος Μαλλιάς αποκαθιστά μια ιστορική αλήθεια. Καταγράφει, λοιπόν, στο βιβλίο του ότι, από το 1993, η Ελλάδα, δημόσια, διμερώς αλλά και πολυμερώς, διαπραγματεύεται με τη γειτονική χώρα, μία σύνθετη ονομασία. Μέσω αυτής της τοποθέτησης, γνωστοποιεί στο κοινό, ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών το 1992, ουσιαστικά ποτέ δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη, και ας αποτελούσαν μέσο επίκλησης από μερίδα του πολιτικού συστήματος για αρκετά χρόνια. Με ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις  τις οποίες καταγράφει, η πολιτική μας ηγεσία  διαχρονικά, δεν ένιωσε την ανάγκη να ενημερώσει το λαό και να προετοιμάσει, θεμελιωδώς, την κοινή γνώμη σε ποια κατεύθυνση κινείται η χώρα επισήμως επί του θέματος.

Μεγάλο ρόλο στις διμερείς σχέσεις Ελλάδος-πΓΔΜ, έπαιξε η αναγνώριση της γειτονικής χώρας από τις ΗΠΑ, το Νοέμβριο του 2004, με τη συνταγματική τους ονομασία. Μία κίνηση, που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των γειτόνων, οι οποίοι χρησιμοποίησαν παντοιοτρόπως αυτή την αναγνώριση. Προπάντων, αλαζονικά στις διμερείς μας συνομιλίες.

Η ανάλυση της Συμφωνίας των Πρεσπών

Σε ότι αφορά, αμιγώς, στη Συμφωνία των Πρεσπών, το κείμενό της, ο πρέσβης κάνει μια μεστή ανάλυση. Ξεκαθαρίζει ότι το «Republic of North Macedonia» είναι μία από τις ονομασίες που επιθυμούσε η ελληνική πλευρά από το 1995, καθώς περιέχει και όλα όσα αποτέλεσαν, επισήμως, δημοσίως και με ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής την ελληνική εθνική γραμμή από το 2007, επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή, με υπουργό Εξωτερικών τη Ντόρα Μπακογιάννη.

Το όλον, όμως, αυτά, που θεωρεί δυσλειτουργικά και πως βλάπτουν την ελληνική πλευρά είναι τα λεγόμενα ζητήματα ταυτότητας. Δηλαδή, η ιθαγένεια και η αποκωδικοποίησή της, μια και δεν σηκώνει μία μόνο μετάφραση η αγγλική της διατύπωσης, τα περί γλώσσας της γειτονικής χώρας, για την οποία μάλιστα ο κος  Αλέξανδρος Μαλλιάς κάνει μια εξαιρετική αντιπρόταση, δεικνύοντας ότι όσοι διαπραγματεύονται εθνικά θέματα εκτός από ενδιαφέρον για αυτά, χρειάζονται και άφθονη γνώση. Πρόκειται για την ουσία του βιβλίου και είναι κατά κόρον ανάγκη να διαβάσει ο αναγνώστης την ουσιαστική και αναλυτική κριτική της Συμφωνίας, των συγκεκριμένων άρθρων και όσων συνεπάγονται η συνομολόγησή τους.

Επιπλέον γίνεται μια αναφορά στο θετικό ρόλο που διαδραμάτισε το αλβανικό στοιχείο στη πΓΔΜ, καθώς για πολλά χρόνια αποτελούσε τη μόνη αξιόπιστη πηγή επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων.

Στο κλείσιμο, διαπιστώνεται πως πριν «στεγνώσει η μελάνη», οι δύο χώρες ερμηνεύουν διαφορετικά τα ζητήματα της ταυτότητας. Ο πρέσβης εξηγεί ότι μπορεί μεν να λύθηκε το επίπονο ζήτημα του ονόματος, αλλά, όπως προσθέτει, η συμφωνία «μεταφέρει στις επόμενες γενιές τις σύγχρονες βασικές γενεσιουργές προκλήσεις του Μακεδονικού ζητήματος», για να καταλήξει, με σεμνότητα, «εύχομαι και ελπίζω να κάνω λάθος».

Πρόκειται για ένα εξαιρετικό, ουσιαστικό, σύντομο, σοβαρό και οικονομικό ανάγνωσμα. Ένα βιβλίο γραμμένο, με σύνεση, μετριοπάθεια και  γνώση, από έναν άνθρωπο που υποστήριξε εμπράκτως το ελληνικό εθνικό συμφέρον. Εάν, λοιπόν, ανήκετε στην κατηγορία αυτών που ενδιαφέρονται για την εξωτερική πολιτική, τις Διεθνείς Σχέσεις, τα ελληνικά εθνικά θέματα ή, σύμφωνα με την αναφορά του ιστότοπου του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, για τα «Ειδικά θέματα εξωτερικής πολιτικής», τότε το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να το διαβάσετε το βιβλίο του Αλέξανδρου Μαλλιά.

*Ο Παναγιώτης Μίχος είναι Απόφοιτος του Εργαστηρίου Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και μέλος του Τομέα Ευρωατλαντικών Μελετών στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων. Τώρα είναι φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.