«…υπάρχει ακόμη δουλειά που πρέπει να γίνει», είπε ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, έπειτα από τη συνάντηση που είχε με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου. Η «δουλειά», στην οποία αναφέρθηκε ο σοσιαλδημοκράτης Γερμανός ηγέτης, αφορά στις κινήσεις που θα πρέπει να κάνει η Ευρώπη ώστε να διασφαλίσει την ενεργειακή της επάρκεια ενόψει χειμώνα τιθασεύοντας παράλληλα και τις τιμές της ενέργειας που κινούνται στο «κόκκινο». 

Η φράση «υπάρχει ακόμη δουλειά που πρέπει να γίνει»» (που μεταφράστηκε από κάποια ΜΜΕ και ως «έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας») θα μπορούσε, ωστόσο, να ειπωθεί και για τις ελληνογερμανικές σχέσεις που, μέσα σε έναν (λόγω πανδημίας, πολέμου στην Ουκρανία, μεταναστευτικού) μεταβαλλόμενο κόσμο, εξελίσσονται, αφήνοντας πίσω τους τις σκιές της μνημονιακής περιόδου («η αντιπροσωπεία μου και εγώ ήρθαμε σε μια νέα Ελλάδα», δήλωσε ο Σολτς υπογραμμίζοντας την ελληνική «αξιοπιστία») αλλά, ως φαίνεται, μόνο της μνημονιακής περιόδου.   

Ο Γερμανός καγκελάριος επισκέφθηκε την Ελλάδα, χωρίς όμως να επισκεφθεί παράλληλα, πριν ή μετά, και την Τουρκία. Από την Αθήνα όπου βρέθηκε στις 27 Οκτωβρίου, είπε τα προφανή: ότι «όλοι έχουν συμφέρον να υπάρχουν καλές σχέσεις γειτονίας», ότι «οι σχέσεις καλής γειτονίας Ελλάδας – Τουρκίας είναι σημαντικές όχι μόνο για τις δύο χώρες αλλά και για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ» και ότι « όλα τα ζητήματα που εγείρονται μπορούν και πρέπει να επιλύονται πάντοτε με διάλογο και επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου». 

Εάν έχουμε φτάσει στο σημείο να αντιμετωπίζουμε ως «είδηση» δηλώσεις που θα έπρεπε «κανονικά» να θεωρούνται προφανείς ή τυπικές, τότε προφανώς έχουμε πάψει να τις θεωρούμε προφανείς, πράγμα που είναι όμως προβληματικό, όχι μόνο για τις ελληνοτουρκικές αλλά και για τις ελληνογερμανικές και ευρύτερα τις ενδονατοϊκές σχέσεις. 

Είναι αλήθεια ότι η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ και ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα Ερνστ Ράιχελ έχουν αμφότεροι προχωρήσει σε ηχηρές παρεμβάσεις υπέρ του σεβασμού της ελληνικής κυριαρχίας τους περασμένους μήνες, η κα. Μπέρμποκ τον περασμένο Ιούλιο, προκαλώντας μάλιστα τότε την ενόχληση του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, και ο κ. Ράιχελ σε διάφορες περιστάσεις το τελευταίο διάστημα, μέσα από αναρτήσεις στα social media και συνεντεύξεις. 

Ο κ. Σολτς, από την πλευρά του, ήταν περισσότερο «λακωνικός» κατά τη συνέντευξη που παραχώρησε από κοινού με τον Έλληνα πρωθυπουργό στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου. Περισσότερο «λακωνικός» και λιγότερο «ηχηρός» από ό,τι στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει νωρίτερα στην εφημερίδα Τα Νέα.

Διότι είναι άλλο το «απαράδεκτη η αμφισβήτηση κυριαρχίας από νατοϊκό εταίρο» της έντυπης συνέντευξης και άλλο το «οι εταίροι στο ΝΑΤΟ δεν πρέπει να αμφισβητούν ο ένας την κυριαρχία του άλλου και όλα τα ζητήματα πρέπει να επιλύονται με διάλογο και στη βάση του Διεθνούς Δικαίου» της συνέντευξης Τύπου. Σε κάθε περίπτωση, τα σχετικά δημοσιεύματα της 27ης Οκτωβρίου στον γερμανικό Τύπο ήταν μάλλον υποστηρικτικά για την Ελλάδα και τις ελληνικές θέσεις, πράγματα θετικό (ενδεικτικοί οι τίτλοι «Scholz stützt Griechenland im Insel-Streit» και «Scholz: Türkische Drohungen nicht akzeptabel»). 

Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ωστόσο ότι παροξύνοντας τις επεκτατικά αναθεωρητικές διεκδικήσεις της, η Τουρκία μας έχει οδηγήσει πλέον στο σημείο να υπερασπιζόμαστε την κυριαρχία κατοικημένων ελληνικών νησιών και όχι μόνο βραχονησίδων ή θαλασσίων ζωνών όπως άλλοτε… 

Κατά τα λοιπά, σε ό,τι αφορά στις ελληνογερμανικές σχέσεις, υπάρχουν σημαντικά βήματα που έχουν γίνει (γερμανικά Marder στην Ελλάδα, ελληνικά BMP-1 στην Ουκρανία) και άλλα που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν αν διευκρινιστούν οι γερμανικές προθέσεις για πιθανές κοινές επενδύσεις στην Ελλάδα ή απλή αγορά νέου υλικού (σχέδια για εν Ελλάδι γραμμές παραγωγής και συντήρησης Lynx και Leopard αντίστοιχα). 

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, υπάρχουν και «αγκάθια» που παραμένουν, όπως είναι για παράδειγμα το ζήτημα της πώλησης γερμανικών υποβρυχίων στην Τουρκία (και ευρύτερα της γερμανικής στάσης/ανοχής απέναντι στους ευρύτερους τουρκικούς εκβιασμούς), η επικριτική προς την Ελλάδα «γραμμή» του γερμανικού Τύπου με φόντο το προσφυγικό – μεταναστευτικό, και οι εκρεμμότητες – πολεμικές επανορθώσεις του Β΄ Παγκοσμίου. 

Η Γερμανία έχει πια αλλάξει, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πράγματα που δεν υπήρχε περίπτωση να γίνουν άλλοτε (όπως η αποδέσμευση της γερμανικής οικονομίας από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, η στροφή της Γερμανίας προς τους αμυντικούς εξοπλισμούς, η αποστολή γερμανικής στρατιωτικής βοήθειας στο εξωτερικό, ακόμη και η έκδοση κοινού χρέους για την ανάκαμψη από την πανδημία), πλέον γίνονται… 

Επί της ουσίας, μιλάμε για μεγάλες μετατοπίσεις της γερμανικής πολιτικής και για βαθιές τομές που μένει όμως… να παγιωθούν διότι, όπως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, είναι ακόμη νωρίς… «υπάρχει ακόμη δουλειά που πρέπει να γίνει»» και «έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας»…