Το είδαμε κι αυτό! Μέχρι τη στιγμή που έγινε φανερό ότι η Τουρκία προχωρεί τάχιστα στις γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, όποτε και (σχεδόν αναγκαστικά) όλοι στην Αθήνα ξύπνησαν, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας προσέρχονταν στις θερινές κάλπες, χωρίς βούληση ή και την παραμικρή διάθεση για την παρουσίαση θέσεων και προγραμμάτων για την εξωτερική και αμυντική πολιτική στους ψηφοφόρους.

Ασφαλώς, το φαινόμενο δεν εκπλήσσει και δεν είναι πλέον πρωτόγνωρο. Οι προ μηνός Ευρωεκλογές πραγματοποιήθηκαν, χωρίς την παρουσίαση των απόψεών τους για το μέλλον της Ε.Ε. Σε μία περίοδο μάλιστα που η γηραιά ήπειρος συγκλονίζεται από πολλά προβλήματα και στις Βρυξέλλες τίθεται πάλι το ζήτημα της καθιέρωσης ειδικών πλειοψηφιών στα μείζονα θέματα (δηλαδή, η απόλυτη διπλωματική καταστροφή και συρρίκνωση ισχύος για τα μικρότερα μέλη, όπως η Ελλάδα). Παρόμοια σιγή ασυρμάτου για τα διπλωματικά και αμυντικά θέματα υπήρξε σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις της 15ετίας που πέρασε. Ίσως η τελευταία φορά που υπήρξε κάποιος ουσιαστικός διάλογος να ήταν στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 2004 ενόψει των τελικών διευθετήσεων και διαπραγματεύσεων για το Σχέδιο Άναν στην Κύπρο.

Κατά μία άποψη -με την οποία η «Α&Δ» διαφωνεί ριζικά για τον απλό λόγο ότι οδηγεί στην υποβάθμιση της πολιτικής ζωής και στην …αποβλάκωση του ψηφοφόρου- είναι θετικό ότι δεν υπάρχει πια κομματική αντιπαράθεση για τα λεγόμενα «εθνικά θέματα», επειδή αποφεύγεται η πόλωση και δεν αποκαλύπτονται, δημοσίως, ορισμένα στοιχεία. Πραγματικά, στο παρελθόν υπήρξαν ακρότητες. Όπως με την εκατέρωθεν δημοσιοποίηση απόρρητων επιστολών των Ανδρέα Παπανδρέου και Ευάγγελου Αβέρωφ  στις Ευρωεκλογές του 1984. Αν και αμφότεροι οι πολιτικοί άνδρες ήταν από τους λίγους ουσιαστικούς γνώστες και διέθεταν σπάνια αντίληψη για θέματα εθνικής ασφάλειας, ενέδωσαν στον πειρασμό των ψήφων. Και ας ήταν οι ίδιοι, που ένα χρόνο νωρίτερα, είχαν συνεργαστεί αρμονικά στη Βουλή, για να απομακρύνουν τις υποψίες διαρροής απόρρητων πληροφοριών από την Ουάσιγκτον προς την Αθήνα. Κάλυψαν απόλυτα την «πηγή» που τότε υπήρχε (και αποδείχθηκε το 1993 ότι ήταν ο Στήβεν Λάλας) δήθεν αλληλοκατηγορούμενοι για την εμπλοκή στο ελληνικό πολιτικό παιχνίδι μίας Αμερικανίδας ανταποκρίτριας της οποίας ο σύζυγος εργαζόταν στο Κογκρέσο!

Ωστόσο η προεκλογική συζήτηση θεμάτων εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής αποτελεί δημοκρατικό δικαίωμα και απαίτηση των ψηφοφόρων, όπως συμβαίνει και με όλα τα υπόλοιπα ζητήματα που συζητούν (αν συζητούν κι αυτά) οι πολιτικοί αρχηγοί και οι πρωτοκλασάτοι υποψήφιοί τους. Για παράδειγμα, δεν πρέπει να γνωρίζει και να εγκρίνει ο ελληνικός λαός τη διεύρυνση των χωρικών υδάτων ή τη γενική διαμόρφωση της πολιτικής μας στα Βαλκάνια και τη ΝΑ Μεσόγειο; Δεν κρίνονται οι επιμέρους διπλωματικοί χειρισμοί, αλλά η γενική κατεύθυνση.

Δυστυχώς, τα κόμματα παραμερίζουν αυτό το στοιχειώδες δικαίωμα του ψηφοφόρου και κάνουν ακόμα ένα κεφαλαιώδες λάθος. Αντί να τον διαφωτίσουν, ώστε να ωριμάσει, τον κρατούν στο σκοτάδι και τον αγνοούν. Σπρώχνουν τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Σε περίπτωση κρίσης όμως δεν θα έχουν τον πολίτη συμπαραστάτη και, δικαίως ή αδίκως, ίσως να είναι απέναντί τους. Με κόστος για τα ίδια τα κόμματα και, κυρίως, για τη σταθερότητα της χώρας.