Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν θα μπορούσε, ειδικά στην παρούσα φάση, να αφήσει να δοθεί η εντύπωση ότι απορρίπτει κατηγορηματικά μια πρόταση την οποία έχει εγκρίνει ο Ντόναλντ Τραμπ. Εάν ο Αμερικανός πρόεδρος τον καλοπιάνει δίνοντάς του μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων, αναγνωρίζοντάς του ελαφρυντικά και αναπαράγοντας ρωσικές θέσεις ενώπιον της διεθνούς κοινότητας, τότε θα πρέπει κι εκείνος να «καλοπιαστεί» προετοιμάζοντας το έδαφος για προσδοκώμενες μελλοντικές «νίκες».

Δύο 24ωρα έπειτα από τη συμφωνία Αμερικανών-Ουκρανών στη Σαουδική Αραβία, και ενώ ο απεσταλμένος του Τραμπ Στιβ Γουίτκοφ είχε μεταβεί στη Μόσχα για συνομιλίες, ο Ρώσος πρόεδρος πήρε θέση.

Δεν απέρριψε μεν κατηγορηματικά την πρόταση για μια προσωρινή κατάπαυση πυρός διάρκειας 30 ημερών στην Ουκρανία (και στο Κουρσκ;), αλλά ούτε και την αποδέχθηκε.

«Η ίδια η ιδέα (σ.σ. της εκεχειρίας) είναι σωστή και σίγουρα την υποστηρίζουμε, αλλά υπάρχουν ζητήματα που θα πρέπει να συζητήσουμε […] με τους Αμερικανούς και με τους εταίρους μας (σ.σ. όχι με τους Ουκρανούς;)», είπε ο Πούτιν και, ως γνωστόν, το πραγματικό νόημα μιας φράσης που εμπεριέχει το «αλλά» είναι ό,τι ακολουθεί μετά από αυτό το «αλλά»…

Ο Ρώσος πρόεδρος έθεσε κάποιες «εύλογες» (δεδομένων των συνθηκών επί του πεδίου) ενστάσεις. Υποστήριξε ότι οι Ουκρανοί που πολεμούν εντός των ρωσικών συνόρων, στο Κουρσκ, θα πρέπει να παραδοθούν στις ρωσικές δυνάμεις· υπενθύμισε πάγιες ρωσικές θέσεις που ζητούν τη μείωση της νατοϊκής παρουσίας στην ανατολική Ευρώπη· και, το σημαντικότερο στην παρούσα φάση, διερωτήθηκε εάν οι ουκρανικές δυνάμεις θα παραλαμβάνουν όπλα από τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια αυτών των 30 ημερών της εκεχειρίας εάν εκείνη ενεργοποιηθεί.

Το συγκεκριμένο σημείο προφανώς ταιριάζει με αυτό που είχε αναφέρει νωρίτερα την Πέμπτη ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Πούτιν και πρώην πρέσβης της Ρωσικής Ομοσπονδίας στις ΗΠΑ, Γιούρι Ουσάκοφ, ο οποίος είχε πάρει μέρος και στις αμερικανορωσικές διαπραγματεύσεις στη Σαουδική Αραβία, ότι δηλαδή η προτεινόμενη εκεχειρία θα δώσει την ευκαιρία στην ουκρανική πλευρά να πάρει ανάσα και να ανασυνταχθεί, πράγμα το οποίο προφανώς δεν επιθυμεί η Μόσχα, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία οι ρωσικές δυνάμεις σημειώνουν κέρδη επί του πεδίου, κυρίως στο Κουρσκ αλλά και στην ανατολική Ουκρανία.

Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ είχε υπογραμμίσει κι εκείνος νωρίτερα, από την πλευρά του, ότι προτού πάρει μια τελική απόφαση, η Μόσχα περιμένει να ενημερωθεί από τους Αμερικανούς, μέσω διμερούς διαλόγου κι όχι μέσα από διαρροές στον Τύπο, για τις λεπτομέρειες του προωθούμενου πλάνου εκεχειρίας.

Η ρωσική πλευρά έχει αρχίσει, όπως φαίνεται, να πιέζεται από τις ΗΠΑ. Το ταξίδι εξπρές του Γουίτκοφ στη Μόσχα φανερώνει διαθέσεις, ενώ αξιοσημείωτος είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο Γουίτκοφ, ο οποίος έχει τη φήμη του σκληρού διαπραγματευτή, εμπλέκεται πια στο Ουκρανικό στη θέση του Κιθ Κέλογκ.

Και ο ίδιος ο Τραμπ έχει αφήσει, άλλωστε, να εννοηθεί ότι η Ρωσία θα μπορούσε να βρεθεί στο στόχαστρο νέων οικονομικών αντιποίνων (κυρώσεων; δασμών;) εάν αποφασίσει να τινάξει τη διαπραγμάτευση στον αέρα. Πράγματι, εάν οι Αμερικανοί αποφάσιζαν για παράδειγμα να επιβάλουν κυρώσεις στους εισαγωγείς ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, το πλήγμα θα ήταν βαρύ για τη ρωσική οικονομία.

Η Μόσχα ωστόσο, ακόμη δεν πιέζεται τόσο από τους Αμερικανούς ώστε να αναγκαστεί να κάνει πίσω σε κάποια θέματα. Αντιθέτως, η νέα αμερικανική ηγεσία (ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ κ.ά.) είχε σπεύσει να δηλώσει ανοιχτά, προτού καν ξεκινήσουν οι επαφές μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων στη Σαουδική Αραβία, ότι οι Ουκρανοί «χάνουν» και ότι δεν πρόκειται να ανακτήσουν εδάφη.

Ο Ντόναλντ Τραμπ επανήλθε σε αυτό το θέμα χθες, υποστηρίζοντας ότι οι Αμερικανοί έχουν συζητήσει με τους Ουκρανούς ποια εδάφη μπορεί να χαθούν και ποια όχι, ενώ σημείο διαπραγμάτευσης αποτελεί, με βάση όσα ανέφερε ο Αμερικανός πρόεδρος, και το μέλλον του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας της Ζαπορίζια που τελεί επί του παρόντος υπό ρωσική κατοχή και έχει επί της ουσίας πάψει να λειτουργεί.

Η ρωσική πλευρά είναι σαφές ότι επιδιώκει νέα εδαφικά κέρδη πριν από την όποια τελική διαπραγμάτευση. Ιδανικά, θα ήθελε να επεκτείνει τις ρωσικές κτήσεις στη Χερσώνα και στη Ζαπορίζια και εν συνεχεία να καταλήξει σε μια συμφωνία που θα κατοχυρώνει ως «κομμάτι της Ρωσικής Ομοσπονδίας» την Κριμαία, τη Ζαπορίζια, τη Χερσώνα, το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ.

Οι Ουκρανοί ωστόσο από την άλλη πλευρά, αν και γνωρίζουν ότι πρακτικά δεν πρόκειται να πάρουν πίσω εδάφη, προσπαθούν να περιορίσουν όσο τον δυνατόν περισσότερο τα όρια των υπό ρωσικό έλεγχο ουκρανικών περιοχών και όχι ακριβώς να τις αναγνωρίσουν ως «ρωσικές» αλλά να μεταθέσουν για το μέλλον (μετά από μια περίοδο 15 ετών;) τη συζήτηση αναφορικά με το καθεστώς τους.

Κατά τα λοιπά, το ενδεχόμενο να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ έχει προ πολλού αποκλειστεί. Το ζήτημα, ωστόσο, των εγγυήσεων ασφαλείας που θα πρέπει να δοθούν στην Ουκρανία μεταπολεμικά παραμένει, ενώ στην Ευρώπη αρχίζει να διαμορφώνεται πια ένας συνασπισμός προθύμων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να στείλουν ακόμη και ειρηνευτικές δυνάμεις εντός των ουκρανικών συνόρων.

Οι Ρώσοι από την πλευρά τους, επιμένουν να απαιτούν την αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας και προς το παρόν παρουσιάζονται να απορρίπτουν την προοπτική παρουσίας εκεί δυτικών ειρηνευτικών δυνάμεων. Στο τέλος της ημέρας ωστόσο, είναι σαφές ότι για να μπορέσει να υπάρξει μια μακροπρόθεσμη διευθέτηση, εάν υπάρξει, θα πρέπει και η Μόσχα να κάνει πίσω σε κάποια θέματα.

«Θα ήταν πολύ απογοητευτικό», εάν η Ρωσία απέρριπτε το σχέδιο ειρήνευσης, δήλωσε χθες ο Τραμπ, με το βλέμμα στραμμένο στη Μόσχα.

Οι Ρώσοι γνωρίζουν καλά, ωστόσο, ότι ο Αμερικανός πρόεδρος ενδιαφέρεται περισσότερο για την ειρήνευση (που μπορεί να του δώσει και το Νόμπελ Ειρήνης) παρά για το μέλλον της Ουκρανίας και, ως εκ τούτου, το πιο πιθανό είναι ότι θα επιχειρήσουν να του πουλήσουν μια «ειρήνη» που θα είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους.

Το πιο πιθανό είναι, επίσης, ότι θα επιχειρήσουν να κερδίσουν πρόσθετο χρόνο μεταθέτοντας την όποια τελική συμφωνία για μετά από τη συνάντηση που αναμένεται να έχουν Τραμπ και Πούτιν τους προσεχείς μήνες, τον Απρίλιο ή τον Μάιο όπως φημολογείται. Τι θα έχει γίνει όμως έως τότε στα πεδία των μαχών;