Είμαστε (και πάλι) σε μια περίεργη στιγμή!
Στο άρθρο του προηγούμενου τεύχους, είχαμε προβληματιστεί και τονίσει ότι βρισκόμαστε σε μια «περίεργη στιγμή», όπου όλοι οι επενδυτές είχαν ξεμείνει από φρέσκιες ιδέες. Κανείς δεν αισθανόταν βολικά να αγοράσει, αλλά και κανείς δεν ήθελε να πουλήσει.
Τελικά, η αγορά έδωσε μια καλή αφορμή για διόρθωση και οι τιμές του δείκτη S&P 500 υποχώρησαν κατά περίπου 12.5%. Οι επενδυτές, στη συνέχεια, έλαβαν ως ευκαιρία τη διόρθωση των τιμών και έσπευσαν σε αγορές, αγνοώντας τις εκθέσεις των περισσοτέρων αναλυτών που προειδοποιούν για αρχή ενός Bear Market[1] . Έτσι λοιπόν, την Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018, ο δείκτης έκλεισε στις 2.747,30 μονάδες μόλις 4,6% χαμηλότερα από τα υψηλά του 2018 (και όλων των εποχών).
[1] Bear market: πτωτική αγορά (αντίθετα η ανοδική λέγεται Bull market).
Αυτό ήταν λοιπόν; Τελείωσε η πτώση; Δυστυχώς, κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον και μάλιστα θα ήταν πολύ επικίνδυνο, εάν πίστευε ότι μπορεί να το κάνει! Οι άνθρωποι όμως πάντα μπορούν να συγκεντρώνουν τα διαθέσιμα στοιχεία και, βάσει αυτών, να καταστρώσουν πιθανά σενάρια για το μέλλον, ώστε να είναι προετοιμασμένοι.
Τα δεδομένα, αυτή τη στιγμή, είναι ότι βρισκόμαστε σε περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων στις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει υποχώρηση στις τιμές των ομολόγων, οι οποίες είχαν ανατιμηθεί λόγω των αρνητικών επιτοκίων, αλλά και λόγω των αγορών από τις Κεντρικές Τράπεζες. H FED έχει αποσύρει το πρόγραμμα αγοράς παγίων και έχει αρχίσει, σταδιακά, να αυξάνει τα επιτόκια. Το ερώτημα είναι πόσες αυξήσεις θα κάνει έως το τέλος του 2018. Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες, το σενάριο ήταν για τρείς αυξήσεις των 25 μονάδων βάσης. Τώρα, διαβάζουμε ότι μπορεί να είναι και πέντε έως το τέλος του έτους.
Επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτών είναι πλέον ο κ. Jerome Powell, ο οποίος αποτελεί επιλογή του πρόεδρου Ντ. Τραμπ. Αξίζει να σημειώσουμε όμως ότι ο πρόεδρος Μπ. Ομπάμα τον διόρισε στο Federal Reserve Board of Governors το 2012. Αυτό σημαίνει ότι είναι ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής στις ΗΠΑ και αναμένουμε η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική να είναι, όσο το δυνατόν, εναρμονισμένες προς τον ίδιο στόχο. Οι αγορές φαίνεται ότι θέλησαν να δοκιμάσουν τον νέο κεντρικό τραπεζίτη, αλλά θέλουν και να του δώσουν το χρόνο να εκδηλώσει τις προθέσεις του. Ο κ. Powell δεν προέρχεται από την ακαδημαϊκή κοινότητα – έχει σπουδάσει νομικά, αλλά σταδιοδρόμησε στην επενδυτική τραπεζική. Διαθέτει, λοιπόν, πραγματική και όχι ακαδημαϊκή άποψη για την αγορά. Τέλος, θεωρείται από τους ανθρώπους που βλέπουν θετικά τη χαλάρωση ορισμένων περιοριστικών κανονισμών, οι οποίοι θεσμοθετήθηκαν στις ΗΠΑ μετά τη κρίση του 2008. Στη συγκεκριμένη συγκυρία λοιπόν. που η FED θα πρέπει να ανεβάσει τα επιτόκια χωρίς να υποχωρήσει βίαια η αγορά μετοχών και ομολόγων, ένας άνθρωπος της αγοράς έχει αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο!
Εάν παρατηρήσουμε την αρθρογραφία των αναλυτών τις τελευταίες εβδομάδες, βλέπουμε να επικεντρώνονται στο πόσο, πολύ ή λίγο, θα επηρεαστούν τα κέρδη των εταιρειών από την άνοδο των επιτοκίων. Έχει μετατοπιστεί το ενδιαφέρον από το πόσο θα αυξηθούν τα επιτόκια στο ποιές θα είναι οι συνέπιες από την αύξησή τους. Άρα, λοιπόν, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τις ανακοινώσεις των στατιστικών μεγεθών και των εταιρικών αποτελεσμάτων, καθώς, στους επόμενους μήνες, θα φανεί, εάν το κόστος χρήματος περιόρισε τη ζήτηση για προϊόντα και αύξησε το κόστος των εταιρειών.
Η αγορά, για να αγοράσει μετοχές, θα θέλει να δει ανάπτυξη και -πολύ περισσότερο- θα θέλει να δει κέρδη από τις εταιρίες. Τα τρέχοντα επίπεδα αποτιμήσεων δεν είναι ικανοποιητικά. Ο δείκτης τιμής προς κέρδη ανά μετοχή (Ρ/Ε) του S&P 500 είναι πάνω από το 30. Αυτό είχε συμβεί άλλες δύο φορές στο παρελθόν, το 1929 και το 2000. Θα πρέπει, επομένως, να υποχωρήσουν οι τιμές των μετοχών ή να αυξηθούν τα κέρδη, ώστε να έχουν ενδιαφέρον οι μετοχές .
Άρα, απαιτείται προσοχή στις ανακοινώσεις των στατιστικών μεγεθών και των εταιρικών αποτελεσμάτων τις επόμενες εβδομάδες. Ιδιαίτερη προσοχή όμως χρειάζεται στην ανάλυση όσων –αρχικών μηνυμάτων- είπε ο κ. Powell στο Κογκρέσο, στις 27 Φεβρουαρίου, και, κυρίως, στην press conference μετά την ανακοίνωση της απόφασης για τη νομισματική πολιτική της FED στις 21 Μαρτίου.