Η κυβέρνηση έχει ασφαλώς δίκιο, όταν τονίζει ότι η Ελλάδα υποδέχεται όλους τους επενδυτές υπό την προϋπόθεση σεβασµού της εθνικής και κοινοτικής νοµοθεσίας -ειδικά σε θέµατα ανταγωνισµούκαι ότι οι επενδύσεις της Κίνας στη χώρα µας δεν αφορούν τις βασικές υποδοµές, αλλά βρισκόµαστε σε σηµείο-καµπή.

Τα ελληνικά επιχειρήµατα δεν εκλαµβάνονται, τις τελευταίες εβδοµάδες, ως πειστικά από Αµερικανούς και Ευρωπαίους αξιωµατούχους, καθώς οι προτάσεις της COSCO και άλλοι σχεδιασµοί του Πεκίνου δείχνουν ότι πλέον επιχειρείται, ακριβώς, ο έλεγχος βασικών υποδοµών και η άσκηση πολιτικής επιρροής. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ απέρριψε το ελαφρυντικό πως η Κίνα ήταν η µόνη που συνέδραµε την Ελλάδα τα περασµένα χρόνια, δηλώνοντας ότι «εγώ θυµάµαι πως, όταν η Ελλάδα ήταν µέσα στην κρίση, ήρθε και η Αµερική για να βοηθήσει». Αν και αναγνώρισε ότι «η Ελλάδα θα πάρει τις κυρίαρχες αποφάσεις» και «κάθε χώρα έχει δικαίωµα να κάνει ό,τι θέλει», επισήµανε ταυτόχρονα ότι «ζητάµε να έχετε τα µάτια σας ανοικτά» γιατί, «όταν η Κίνα εµφανίζεται και το σχέδιο φαίνεται πολύ καλό για να είναι αληθινό, τότε πρέπει να προσέξετε».

Παρόµοια (ή αυστηρότερη) φρασεολογία έχει χρησιµοποιήσει, σε κλειστές διπλωµατικές διαβουλεύσεις, το Βερολίνο, το οποίο απορρίπτει την εκδοχή περί µη ελέγχου των βασικών υποδοµών, επισηµαίνοντας τον κίνδυνο παρεµβάσεων του Πεκίνου στην Αθήνα µε σκοπό τη διάσπαση της οµοφωνίας στην Ε.Ε. Παρόµοιες ανησυχίες εκφράζονται, εδώ και µήνες, από τη Γαλλία που ως γνωστόν έχει προτεραιότητα στον ελλαδικό και κυπριακό σχεδιασµό για την αποτροπή δυσµενών εξελίξεων στη ΝΑ Μεσόγειο.

Ωστόσο το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι και η Κίνα σκληραίνει τη στάση της, αυξάνοντας τις απαιτήσεις έναντι της Ελλάδας! Το Πεκίνο επιδιώκει αφενός να εκµεταλλευθεί το -δικαιολογηµένο- άγχος της κυβέρνησης για ξένες επενδύσεις και αφετέρου την -αδικαιολόγητησπουδή της να παρουσιάσει µία εικόνα έλευσης δισεκατοµµυρίων ευρώ µέσα σε ελάχιστο χρόνο. Οι σκληρότατοι Κινέζοι διαπραγµατευτές θα συναινέσουν σε πολλά -και ανέξοδα- Μνηµόνια Κατανόησης (MoU) που θα δηµιουργήσουν νέες ελπίδες στην Αθήνα και θα προσφέρονται για την έναρξη ατέρµονων συζητήσεων µε σκοπό τη µεγαλύτερη εξάρτηση της ελληνικής κυβέρνησης από την ισχύ του Πεκίνου. Την ίδια στιγµή, θα επανεξεταστούν θέµατα σχετικά µε την ελληνική συµµετοχή στην πρωτοβουλία One Belt One Road και τη συνδεόµενη διαδικασία «17+1» µε χώρες των Βαλκανίων και της κεντρικής Ευρώπης. Τα κύρια ζητούµενα είναι η ελληνική κυβέρνηση, από τη µία πλευρά, να αξιοποιήσει τις πραγµατικές επενδύσεις της Κίνας και, από την άλλη, να µην παγιδευτεί στην πρόθεση του Πεκίνου να τη χρησιµοποιήσει ως αδύναµο κρίκο µέσα στην Ε.Ε.