EDIS: ευκαιρίες και προκλήσεις της Αμυντικής Βιομηχανικής Στρατηγικής
Του Βασίλη Τσιάμη
Στη φωτογραφία: Η Πρόεδρος της Κομισιόν, Ουρ. φον ντερ Λάιεν, και ο Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Τ. Μπρετόν.
Οι πρωτοβουλίες της Ε.Ε. για την ενίσχυση της Ασφάλειας και της Άμυνας συνεχίζονται. Το Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε σειρά δράσεων και πρωτοβουλιών με κύρια την πρόταση για την υιοθέτηση μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανικής Στρατηγικής (EDIS).
Άλλες πρωτοβουλίες που ανακοινώθηκαν είναι:
- Πρώτον, το -συνοδεύον τη Βιομηχανική Στρατηγική- Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για τις Αμυντικές Βιομηχανίες (EDIP), ουσιαστικά ένα Πρόγραμμα μέσω του οποίου η Επιτροπή σχεδιάζει να ξεκινήσει την υλοποίηση της Βιομηχανικής Στρατηγικής προικοδοτημένο με 1,5 δις επιπλέον από τον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
- Δεύτερον, η ανακοίνωση της πρώτης πρόσκλησης υποβολής προτάσεων στο πλαίσιο του Προγράμματος Κοινών Αμυντικών Προμηθειών (EDIRPA) που επικεντρώνεται, όχι τυχαία, στα πυρομαχικά (στο μέλλον προβλέπεται να καλύψει και άλλες περιοχές).
- Τρίτον, η νέα σειρά Προσκλήσεων στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Ταμείου (EDF).
Οι προκλήσεις για την ασφάλεια και άμυνα της Ευρώπης, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (που θέτει πλέον την Ε.Ε. προ της πιθανής πρόκλησης αμφισβήτησης των συνόρων της), έχει ενεργοποιήσει τις διαδικασίες για γρήγορες αποφάσεις και πρωτοβουλίες. Ως μία από αυτές, η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Αμυντική Βιομηχανία στοχεύει να ενισχύσει την ποιοτική και ποσοτική επιρροή της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Τεχνολογικής και Βιομηχανικής Βάσης (EDTIB) στους αμυντικούς εξοπλισμούς των κρατών-μελών, η οποία ιστορικά είχε σημαντικά αμβλυνθεί , λόγω της περιόδου αποεπένδυσης που προηγήθηκε, αλλά και του σημαντικού κατακερματισμού. Κύριος στόχος είναι η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τους εξοπλισμούς.

Συγκεκριμένοι στόχοι
Η EDIS ανακοινώθηκε, για πρώτη φορά, στην ομιλία για την κατάσταση της Ένωσης το 2023 από την Πρόεδρο της Επιτροπής von der Leyen και περιγράφει λεπτομερώς το σχέδιο της Ε.Ε. για την ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική για την επόμενη δεκαετία. Είναι σημαντικό ότι η EDIS είναι απότοκος εξαντλητικής διαδικασίας διαβούλευσης με τα κράτη-μέλη, αλλά και με την αμυντική βιομηχανία όλων των κρατών-μελών και, επίσης, εκτός Ε.Ε., καθώς εξετάζει θέματα, όπως -για παράδειγμα- η ενσωμάτωση της ουκρανικής αμυντικής βιομηχανίας στην EDTIB.
Όπως κάθε σοβαρή προσπάθεια, η EDIS θέτει συγκεκριμένους στόχους σε στενά χρονικά πλαίσια, για την παρακολούθηση της προόδου υλοποίησής της. Οι στόχοι αυτοί, κατά τη γνώμη μου, είναι απολύτως ρεαλιστικοί, κατά πρώτον, γιατί εκπέμπουν το βαθμό του επειγόντως και, κατά δεύτερον, γιατί αντιλαμβάνονται τις πραγματικότητες. Όντως, για τα επόμενα έξι χρόνια, το EDIS στοχεύει να αυξήσει την αξία του ενδοκοινοτικού εμπορίου στην αμυντική αγορά της Ε.Ε. κατά 35% (δηλαδή, με ένα ποσοστό που δεν κλείνει την πόρτα για προμήθειες εκτός Ε.Ε. που θα ήταν ανεδαφικός στόχος), παράλληλα με την αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών-μελών κατά τουλάχιστον 50%, ακολουθούμενη από μία επιπλέον αύξηση 10% έως το 2035. Σε ό,τι αφορά την ενθάρρυνση των συνεργατικών δεσμεύσεων, το EDIS απαιτεί, επίσης, από τα κράτη-μέλη να προμηθεύονται τουλάχιστον το 40% του εξοπλισμού που χρησιμοποιούν με συλλογικό τρόπο, Αφήνοντας έτσι τη δυνατότητα (πάντα των κρατών-μελών) για προμήθειες κατά την κρίση τους και ανάλογα με τις ιδιαίτερες απειλές που αντιμετωπίζουν.
Η EDIS αντιπροσωπεύει στην πράξη μία ολοκληρωμένη προσέγγιση της Ε.Ε. για χάραξη κοινής πολιτικής σχετικά με τις αμυντικές δυνατότητες, καθώς στοχεύει στη συνέχιση προηγούμενων χρηματοδοτηθέντων έργων έρευνας και ανάπτυξης. Επίσης, στην υποστήριξη νέων προγραμμάτων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη στρατιωτικών δυνατοτήτων, αλλά και στην υποστήριξη κοινών προμηθειών off-the-shelf για την κάλυψη άμεσων αναγκών. Αποτελεί, δηλαδή, μία ολοκληρωμένη βραχύ-μέσω-μακροπρόθεσμη προσέγγιση.

Εισαγωγή νέων δομών
Πέραν των ανωτέρω εισάγονται νέες δομές, όπως:
- Το Defence Industrial Readiness Board και το European Defence Industry Group με σκοπό να επιτευχθεί μία πιο συνεργατική κουλτούρα μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά και μεταξύ των Ευρωπαϊκών Αμυντικών Βιομηχανιών.
- Η Δομή για το ένα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Εξοπλισμών (SEAP), ώστε τα κράτη-μέλη να σχεδιάζουν από κοινού τους τρόπους κάλυψης των μακροπρόθεσμων αναγκών τους. Αυτή ήταν η κύρια αιτία που, μέχρι τώρα, οι κοινές προμήθειες δεν ήταν εφικτές μιάς και η συνεργασία επιδιωκόταν στα τελευταία στάδια που ήταν πλέον πολύ αργά τόσο λόγω του σχεδιασμού των εθνικών προϋπολογισμών, όσο και λόγω της σύνταξης διαφορετικών τεχνικών προδιαγραφών.
- Η υιοθέτηση της λογικής Προγραμμάτων Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI) στον τομέα της Άμυνας, μια εμπεδωμένη πρακτική στην Ε.Ε. σε άλλους τομείς (όπως στις μεταφορές, την ενέργεια και την ψηφιοποίηση), που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να διοχετεύουν κατ´ εξαίρεση πόρους σε έργα που έχουν χαρακτηριστεί ως PCI. Όντως, γιατί όχι και στον τομέα της Άμυνας.
- Η υιοθέτηση ενός μηχανισμού ευρωπαϊκών στρατιωτικών πωλήσεων, όμοιου με τα αμερικανικά FMS (Foreign Military Sales), προκειμένου να ενισχύσει τις εξαγωγικές (εκτός Ε.Ε.) δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανίας.
- Το Ταμείο για την επιτάχυνση του Μετασχηματισμού της Αμυντικής Εφοδιαστικής Αλυσίδας (FAST) για μΜΕ εταιρείες και εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης, που συνήθως έχουν μικρότερες ευκαιρίες αξιοποίησης των διαφόρων Ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών χρηματοδότησης.
- Εισάγεται, επίσης, μία σειρά άλλων νεωτερισμών, όπως τρόποι μείωσης των κινδύνων για τους επενδυτές στην ευρωπαϊκή αμυντική αγορά για περαιτέρω συμμετοχή, με μείωση των φραγμών και του ρίσκου, την ένταξη μη-Ε.Ε. αγορών όπως της Ουκρανίας, τον καλύτερο συντονισμό με το NATO και άλλες.
- Προτείνεται η υιοθέτηση μιας κοινής Ευρωπαϊκής αντίληψης σχετικά με την εξασφάλιση της εφοδιαστικής αλυσίδας (security of supply) που εκτείνεται μέχρι την αποδοχή μιας buy-European λογικής. (Είναι ενδιαφέρον ότι, έχοντας συμμετάσχει ενεργά στις διαπραγματεύσεις για την υιοθέτηση της οδηγίας 81/2009 για τις Αμυντικές Προμήθειες πριν από 15 χρόνια, την «περίοδο των ρόδων» που κάνεις στην Ευρώπη πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δεν αισθανόταν απειλές, η Επιτροπή αναμασάει τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν τότε κάποια κράτη-μέλη. Συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας σχετικά με την ιδιαιτερότητα των αμυντικών εξοπλισμών και την υποστήριξη της εθνικής τους βιομηχανίας).

Η αναγκαία χρηματοδότηση
Η EDIS αναφέρεται σε μια κουλτούρα αμυντικής ετοιμότητας, προωθώντας τη σύνδεση όλων των πρωτοβουλιών (εθνικών και ευρωπαϊκών), συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτήσεων, με την υλοποίησή της. Όποια χώρα δεν το αντιληφθεί αυτό στο σχεδιασμό των αμυντικών της εξοπλισμών από εδώ και πέρα, θα μείνει εκτός των προνομίων.
Θα μπορούσε να πει κάνεις και δικαίως ότι οι αλληλοσυμπληρούμενες αυτές πρωτοβουλίες κινούνται αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικές, αν δεν υποστηριχτούν με ικανοποιητική χρηματοδότηση. Τα 10 δις ευρώ, που χονδρικά έχει προγραμματίσει η Επιτροπή για την περίοδο 2021-2027, δεν επαρκούν ούτε στο ελάχιστο. Η πρωτοβουλία κάποιων κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, για την έκδοση ενός ευρωομολόγου που θα παρείχε ικανοποιητική χρηματοδότηση ή εναλλακτικά η πρόταση Breton για ένα νέο σχέδιο που ομοιάζει με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ύψους 100δις προσαρμοσμένο όμως για την Άμυνα), θα ήταν μια αποφασιστική επέμβαση στον τομέα της χρηματοδότησης. Αυτό, συνεπικουρούμενο με το συζητούμενο «άνοιγμα» των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ) για προγράμματα αμιγώς αμυντικά, θα παρείχε ικανοποιητικό ύψος χρηματοδοτικής υποστήριξης για την υλοποίηση της EDIS. Το πρώτο βήμα έχει ήδη γίνει κάποια χρόνια πριν με την υιοθέτηση χρηματοδοτήσεων για προϊόντα διττής χρήσης. Πάλι θυμάμαι ότι αυτή ήταν μία «επανάσταση» όταν αποφασίστηκε, αλλά σήμερα πλέον δεν αρκεί. Σήμερα, θα δρούσε και ως καταλύτης, ώστε τα κράτη-μέλη να ξεφύγουν οριστικά από μια αμιγώς εθνική προσέγγιση στους εξοπλισμούς.

Η περίπτωση της Ελλάδας
Η Ελλάδα, αναμφίβολα, πρέπει να κινηθεί γρήγορα και να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Ευτυχώς, κάποιες από τις αμυντικές βιομηχανίες της χώρας μας ακολούθησαν τα τελευταία χρόνια τις εξελίξεις στις Βρυξέλλες με πολύ καλές επιδόσεις στα αποτελέσματα των προηγούμενων προσκλήσεων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας. Αυτό που χρειάζεται όμως είναι ένα συνεκτικό σχέδιο. Πρωτίστως την ανανέωση της Εθνικής Βιομηχανικής Στρατηγικής της χώρας μας που συντάχθηκε το 2013-14 με μία προσέγγιση του «να ικανοποιηθούν όλοι». Αυτό δεν είναι πλέον δυνατόν. Η νέα στρατηγική πρέπει να αντικατοπτρίζει σε εθνικό επίπεδο τη συμμετοχή της Ελλάδας στην υλοποίηση της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής Στρατηγικής. Ακόμη και η εμπλοκή πλέον των εθνικών βιομηχανιών στα εθνικά αμυντικά προγράμματα θα είναι έτσι απολύτως αιτιολογημένα.
Επιπλέον, είναι αναγκαίο να ξεφύγουμε από τα συμπλέγματα του παρελθόντος. Όντως, οι αμυντικές προμήθειες στην Ελλάδα ιστορικά αποτέλεσαν πηγή διαφθοράς και σκανδάλων. Αυτό οδήγησε τη χώρα να υλοποιεί προμήθειες μόνο μέσω διακυβερνητικών συμφωνιών, οι οποίες μπορεί πολιτικά να είναι ασφαλείς, αλλά -με βάση μελέτες- προσθέτουν περίπου 30% στο κόστος. Η Ελλάδα οφείλει να ενεργοποιήσει διαγωνιστικές διαδικασίες για την προμήθεια των αμυντικών της εξοπλισμών, να συμμετάσχει ενεργά σε κοινές προμήθειες και ασφαλώς να συνεχίσει τις διακυβερνητικές συμφωνίες προμηθειών, ανάλογα με το τι είναι απαραίτητο κατά περίπτωση.
Είναι, επίσης, σημαντική η σύνδεση των αναγκών των ενόπλων δυνάμεων με την καινοτομία, τις βιομηχανικές δυνατότητες και τέλος τις χρηματοδοτήσεις. Η πρόσφατη απόφαση για την ίδρυση του Κέντρου Καινοτομίας για την Άμυνα είναι αποφασιστικής σημασίας. Αρκεί να εξασφαλίσει μια στενή επικοινωνία με τη βιομηχανία.

Επίσης, υπάρχει το ζήτημα των ελληνικών βιομηχανιών. Δεν αναφέρομαι μόνο στις τυπικές αμυντικές βιομηχανίες, αλλά και σε αυτές που σήμερα δεν έχουν δράσεις στις άμυνα, αν και διαθέτουν τη δυνατότητα να εμπλακούν. Μην ξεχνάμε ότι οι απειλές σήμερα είναι υβριδικές, οπότε οι ελληνικές βιομηχανίες, που δραστηριοποιούνται στην ενέργεια, την κυβερνοάμυνα, τις τηλεπικοινωνίες και τις υψηλές τεχνολογίες, μπορούν εύκολα να προσαρμόσουν τα προϊόντα τους, καλύπτοντας και αμυντικές ανάγκες. Ο CEO μιας μεγάλης ευρωπαϊκής βιομηχανίας μου είχε πει κάποτε ότι η βιομηχανία ακολουθεί πάντα τα χρήματα και εδώ οι προβλεπόμενες επενδύσεις είναι σημαντικές. Επομένως, οι ελληνικές βιομηχανίες οφείλουν να μελετήσουν προσεκτικά τις επιπλέον ευκαιρίες που ανοίγονται. Οφείλουν να ενισχύσουν την εξωστρέφεια τους (η εκδήλωση του ΣΕΚΠΥ στις Βρυξέλλες στις 28 Φεβρουαρίου είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα), να συντονίσουν τις δράσεις τους με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας (η εθνική βιομηχανική στρατηγική θα δράσει ως καταλύτης προς τούτο) και να προσαρμόσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στις πραγματικές ανάγκες τις χώρας και της Ευρώπης.
Οι ευρωπαϊκές εξελίξεις παρέχουν δυνατότητες στα κράτη-μέλη να συντονιστούν και να προωθήσουν με αποτελεσματικό τρόπο την εξασφάλιση της άμυνας και της ασφάλειας των Ευρωπαίων πολιτών, σε καιρούς υψηλής αβεβαιότητας. Παράλληλα, μπορούν να αξιοποιηθούν σε εθνικό επίπεδο στα πλαίσια ενός συγκροτημένου εθνικού σχεδίου. Είναι γνωστό ότι η χώρα μας έχασε πλήθος ευκαιριών να δημιουργήσει μια υγιή και ανταγωνιστική τεχνολογική και βιομηχανική βάση παρά τον πάντα υψηλό αμυντικό της προϋπολογισμό. Ας μην χάσουμε ακόμη μία, την τελευταία ίσως ευκαιρία, σε μια περίοδο όχι θεωρητικών αλλά πραγματικών απειλών.