Ο πόλεμος που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου με τη ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία συνεχίζεται μέσα σε ένα σπιράλ φαινομενικά αδιέξοδης κλιμάκωσης, με τον Πούτιν από την πλευρά του να διαμηνύει ότι οι στόχοι της Μόσχας θα επιτευχθούν «όπως και να έχει» («no matter what»), ακόμη και αν η Ουκρανία χρειαστεί να πάψει να υπάρχει ως κράτος («…they are calling into question the future of Ukrainian statehood»).

Ποιοι είναι όμως ακριβώς αυτοί οι στόχοι; Διότι η ρωσική ηγεσία έχει τις τελευταίες εβδομάδες απαιτήσει – άμεσα ή έμμεσα – πολλά και διαφορετικά: την «αποστρατιωτικοποίηση» της Ουκρανίας και τη συνταγματική κατοχύρωση της ουκρανικής «ουδετερότητας» στη διεθνή σκηνή, την αλλαγή όχι μόνο της πολιτικής αλλά και της θρησκευτικής ηγεσίας στο Κίεβο (Βολοντίμιρ Ζελένσκι και μητροπολίτης Επιφάνιος στο στόχαστρο), την απόσχιση ουκρανικών περιοχών και την προσάρτησή τους στη Ρωσική Ομοσπονδία κ.ά., διαβεβαιώνοντας βέβαια ότι δεν προτίθεται να παραμείνει η ίδια μακροπρόθεσμα εντός της Ουκρανίας ως δύναμη κατοχής αν και οι όποιες ρωσικές διαβεβαιώσεις έχουν πια χάσει την αξιοπιστία τους στον απόηχο μιας στρατιωτικής εισβολής που η Μόσχα διαβεβαίωνε πως δεν θα γινόταν.

Κόστος – απώλειες – αντιδράσεις

Η Μόσχα, προς το παρόν, έπειτα από σχεδόν δύο εβδομάδες πολέμου, δεν έχει εξασφαλίσει όσα θα ήθελε. Αυτό είναι σαφές. Αντιθέτως, έχει «εξασφαλίσει» κόστη και απομόνωση.

Το – άλλοτε «εγκεφαλικά νεκρό» και «απαρχαιωμένο» – ΝΑΤΟ βγαίνει από την κρίση «αναζωογονημένο» και «επίκαιρο».

Η Ευρώπη μοιάζει κι εκείνη να βγαίνει γεωπολιτικά εάν όχι αφυπνισμένη (ως προς το γεωπολιτικό εκτόπισμα που της αναλογεί στη διεθνή σκηνή και τη διαχρονική αξία της σκληρής ισχύος) τότε οπωσδήποτε περισσότερο ψυχρή και απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις.

Οι εγγυήσεις ασφαλείας που είχε θέσει ως προϋπόθεση αποκλιμάκωσης προς τη Δύση η Ρωσική Ομοσπονδία τον Δεκέμβριο του 2021 έχουν πια «πάει περίπατο» στον απόηχο της ρωσικής στρατιωτικής κλιμάκωσης. Ακόμη και αν η Ουκρανία μελλοντικά περιέλθει σε κάποιο καθεστώς «αφοπλισμένης ουδετερότητας», δεν πρόκειται να ισχύσει κάτι ανάλογο και για τις άλλες χώρες της ευρύτερης ουκρανικής γειτονιάς. Αντιθέτως, εκείνες πια ενισχύονται με το βλέμμα στραμμένο στο Κρεμλίνο.

Εάν κατάφερε κάτι η Μόσχα με τη στρατιωτική της εισβολή στην Ουκρανία, αυτό ήταν να δώσει μια σειρά από πολύ απτά επιχειρήματα σε όσους τώρα πια έχουν πολύ πιο άμεσους (γεωγραφικά, χρονικά) λόγους να καταγγέλλουν τον «ρωσικό ιμπεριαλισμό». Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μεταξύ αυτών βρίσκονται πια – εξ ανάγκης καθότι ο Πούτιν δεν τους άφησε κανένα άλλο περιθώριο – και πολιτικές δυνάμεις για τις οποίες ο ιμπεριαλισμός είχε μέχρι πρότινος αποκλειστικά και μόνο δυτικό πρόσημο.

Εισβάλλοντας στρατιωτικά στην Ουκρανία, η Μόσχα έδωσε μια «εξαιρετική ευκαιρία» στους δυτικούς να μπλοκάρουν τα – παλαιόθεν υπονομευτικά απέναντι στη δυτική συνοχή και στους δυτικούς θεσμούς – κρατικά ρωσικά δίκτυα RT και Sputnik, με τα οποία η Δύση είχε «ανοιχτούς λογαριασμούς» ήδη από πριν από το 2015. Σημαντική σημείωση προς όλους τους φίλους της πολυφωνίας: και το TASS (που δεν έχει μπλοκαριστεί) επίσης τυγχάνει ρωσικό και μάλιστα κρατικό ρωσικό, πλην όμως η δράση του δεν ήταν ανάλογη εκείνης του RT της Μαργαρίτας Σιμονιάν, προφανώς επειδή κάποιοι πίσω στη Ρωσία και όχι στη Δύση επέλεξαν να το κρατήσουν πιο σοβαρό και αξιόπιστο.

Απομόνωση

Η Ρωσία μοιάζει να βγαίνει από την κρίση δυσβάσταχτα απομονωμένη, εκτός και αν υπάρχει κανείς που να θεωρεί ότι τα σχόλια των (ενίοτε ανώνυμων ή ψευδώνυμων) ρωσόφιλων ινφλουένσερ στα social media είναι σημαντικότερα από τις 141 ψήφους κατά της Ρωσίας στον ΟΗΕ και τις 35 αποχές (Κίνα και Κούβα ΔΕΝ στήριξαν ανοιχτά τη Ρωσία, προτίμησαν να απόσχουν), ή ότι η Ρωσία θα μπορούσε να επιβιώσει στη διεθνή σκηνή ως άλλη Βόρεια Κορέα, με μοναδικό της «φίλο» το Πεκίνο. Αυτό το τελευταίο ενδεχομένως και να μπορούσε να γίνει μακροπρόθεσμα, με τη Μόσχα όμως σε ρόλο υποτελούς δορυφόρου της Κίνας και όχι ισότιμου εταίρου.

Εν τω μεταξύ, τα πλήγματα που έχει δεχθεί η ρωσική πλευρά, σε επίπεδο ήπιας ισχύος και οικονομίας, είναι εάν όχι συντριπτικά (ακόμη δεν έχει επιβληθεί εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικών υδρογονανθράκων και ενδεχομένως να μην επιβληθεί) τότε οπωσδήποτε πρωτοφανή, με το ρούβλι να καταρρέει, το χρηματιστήριο της Μόσχας να παραμένει κλειστό εδώ και σχεδόν δύο εβδομάδες υπό τον φόβο της κατάρρευσης και τους Ρώσους ολιγάρχες να αναζητούν απάνεμα από κυρώσεις λιμάνια για τα γιοτ τους.

Η Μόσχα, από την στρατιωτική της εισβολή στην Ουκρανία, βγαίνει πολλαπλώς «απονομιμοποιημένη». Όλος ο αντιδυτικισμός του κόσμου δεν αρκεί πια για να σπρώξει συμψηφιστικά κάτω από τα χαλί όσα έχουν λάβει χώρα βορείως της Μαύρης Θάλασσας από τις 24 Φεβρουαρίου και έπειτα.

Η Μόσχα ενεπλάκη με τακτικές χερσαίες δυνάμεις (και όχι μόνο με μισθοφόρους ή αεροπορία) σε έναν πόλεμο ακριβώς δίπλα στα σύνορά της από τον οποίο προς το παρόν – σχεδόν 14 ημέρες μετά – δεν έχει βγει κερδισμένη. Τις προηγούμενες φορές που είχε γίνει κάτι ανάλογο (Γεωργία-2008, Κριμαία-2014) οι Ρώσοι είχε φανεί σαν να κάνουν στρατιωτικό «περίπατο» (περίπου 12 ημερών στη Γεωργία, με λιγότερους από 100 νεκρούς στρατιώτες – περίπου 30 ημερών στην Κριμαία, χωρίς απώλειες) ενώ και οι κυρώσεις που είχαν ακολουθήσει ποτέ δεν ήταν αυτές που είναι τώρα.

Τον πόλεμο της περιόδου 2014-2021 στο Ντονμπάς ο υπογράφων δεν τον βάζει στην ίδια σύγκριση γιατί εκεί υποτίθεται, σύμφωνα με όσα υποστήριζε η ίδια η Μόσχα, ότι έως και τα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου δεν πολεμούσαν εισαγόμενοι Ρώσοι μαχητές παρά μόνο ρωσόφιλοι αυτονομιστές.

Ο πόλεμος που είχε ζορίσει χρονικά τη Ρωσία του Πούτιν ήταν, βέβαια, ο δεύτερος πόλεμος της Τσετσενίας (Αύγουστος 1999 – Μάιος 2000). Το Κίεβο όμως δεν είναι Γκρόζνι. Για την ακρίβεια, το Κίεβο βρίσκεται (γεωγραφικά, ιστορικά, πολιτικά, πολιτισμικά, επιχειρησιακά) στον αντίποδα του Γκρόζνι.

Νεκροί

Σύμφωνα με τους δυτικούς υπολογισμούς, οι νεκροί Ρώσοι στρατιώτες στον πόλεμο της Ουκρανίας ανέρχονται ήδη σε αρκετές χιλιάδες (από 2.000 έως και πάνω από 11.000, ανάλογα με την πηγή). Εάν αυτό ισχύει, τότε οι Ρώσοι κινδυνεύουν να θρηνήσουν στην Ουκρανία περισσότερους νεκρούς από όσους είχαν θρηνήσει στην Τσετσενία την περίοδο 1999-2000.

Η ίδια η Μόσχα είχε πάντως από την πλευρά της, πίσω στις 02 Μαρτίου, ανακοινώσει επισήμως 498 νεκρούς στην Ουκρανία, με τον εν λόγω αριθμό να έχει έκτοτε προφανώς ανέβει και άλλο. Ακόμη και αυτός ο αριθμός να ισχύει, μιλάμε για πλήθος πολλαπλάσιο εκείνου των ανδρών που έχει χάσει η Ρωσία όλα τα περασμένα χρόνια σε Γεωργία και Συρία.

Καθώς μπαίνουμε πια στη 14η μέρα πολέμου στην Ουκρανία, διερωτάται κανείς γιατί οι ρωσικές δυνάμεις έχουν φτάσει μέχρι το Κιέβο; Για να μπορέσει τελικώς η Ρωσία του Πούτιν να κρατήσει «μόνο» την Κριμαία (την οποία de-facto είχε από το 2014) και τα Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ (τα οποία επίσης de-facto είχε); Κι όλα αυτά σε μια χώρα που ήταν ήδη σαφές ότι δεν επρόκειτο τα επόμενα… πολλά χρόνια να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ (για την ιστορία, από τον Απρίλιο του 2008 οπότε το NATO καλωσόρισε τις ευρωατλαντικές βλέψεις της Ουκρανίας και της Γεωργίας έχουν ήδη περάσει 14 χρόνια)…

Ο Πούτιν πάντως από την πλευρά του επιμένει ότι θα επιτύχει τους στόχους του. Αυτό που μένει να φανεί είναι ποιούς ακριβώς στόχους, με ποιό τελικό κόστος και έπειτα από πόσο καιρό. Αυτό που μένει επίσης να φανεί είναι το πως θα είναι αναδιαμορφωμένη η διεθνής σκηνή τότε.