«Διπλωματία των σεισμών»: το πλαίσιο προσέγγισης Ελλάδος-Τουρκίας 1999-2000

ΜΕΡΟΣ Β’
του Ιωάννη Σ. Λάμπρου
Όπως επισημάναμε στο α’ μέρος («Α&Δ», τ. 370, Απριλίου 2023), εσωτερικές προτεραιότητες καθώς και διεθνή γεγονότα στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης συνέργησαν, ώστε να δημιουργηθεί το σκηνικό επαναπροσέγγισης Αθήνας και Άγκυρας την περίοδο 1999-2000. Παράλληλα, η τάση για εκσυγχρονισμό και εξευρωπαϊσμό θεσμών και νοοτροπιών, αν και οι όροι αυτοί είχαν διαφορετικές προκείμενες, περιεχόμενο και στοχεύσεις σε Ελλάδα και Τουρκία, ενίσχυσε περαιτέρω την απόπειρα επαναπροσέγγισης των δύο χωρών. Οι σεισμοί συνέπεσαν με τις προσπάθειες των δυο χωρών να υιοθετήσουν μια εκσυγχρονιστική θεματολογία με την προοπτική της εμβάθυνσης στο ευρωενωσιακό εγχείρημα της πρώτης, και της ενίσχυσης των ερεισμάτων της για απόκτηση καθεστώς υποψήφιας χώρας η δεύτερη.[1] Από την ελληνική πλευρά, η κρίση των Ιμίων ενίσχυσε τη στάση πως η απουσία διαλόγου με την Άγκυρα ήταν αντιπαραγωγική ενώ η αλλαγή ηγεσίας στο κυβερνών ΠΑ.Σ.Ο.Κ. και η άνοδος του Κ. Σημίτη, εκπροσώπου της εκσυγχρονιστικής μερίδας του κόμματος, ανέδειξε σε πρώτιστη προτεραιότητα τη μεταρρύθμιση της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής με στόχο την ουσιαστική ενσωμάτωση στο κοινοτικό σύστημα από το οποίο θεωρείτο πως η χώρα απείχε.[2]
Παράλληλα, μετά την κρίση Οτσαλάν, η άνοδος στο υπουργείο Εξωτερικών του Γ. Παπανδρέου, που εμφορείτο από την ίδια εκσυγχρονιστική αντίληψη διαχείρισης των εξωτερικών θέσεων της χώρας, ενίσχυσε αυτή την τάση, προσπαθώντας να κρατήσει ανεπιτυχώς, παράλληλα, τις ισορροπίες έναντι της ευαίσθητης στα εθνικά θέματα βάσης του κόμματος όντας ο υιός του ιδρυτή του κόμματος.[3]
Από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Νέα Δημοκρατία), η άνοδος ενός νέου αρχηγού με μικρές ιδεολογικές αποσκευές και έμφαση στις έννοιες του «μεσαίου χώρου» και «κοινωνικού κέντρου», διευκόλυνε τη σύγκλιση με την κυβερνητική πολιτική υπό το πρόσχημα του ενιαίου μετώπου έναντι της Τουρκίας.[4] Η σχετική δε ευφορία που επικρατούσε στη χώρα λόγω της επικείμενης εισόδου στη ζώνη του κοινού νομίσματος, η τεχνητή οικονομική ευμάρεια και η ανάληψη διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 δημιούργησαν την ψευδή εντύπωση ανέξοδης και άνευ κόστους ομαλοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Από την πλευρά της Άγκυρας, η ίδρυση του AKP, το 2001, και η μετέπειτα άνοδός του -υπό την ηγεσία του Ρ.Τ. Ερντογάν- στην εξουσία συνδέθηκε με την απογοήτευση του εκλογικού σώματος με την παλιά πολιτική φρουρά εξαιτίας, μεταξύ άλλων, και της διάστασης της διαφθοράς, η οποία άγγιζε και το μέγεθος της καταστροφής του σεισμού της 17ης Αυγούστου 1999.[5] Μετά το σεισμό στη Νικομήδεια, η διαφθορά επισημάνθηκε ως ένα φαινόμενο που συνετέλεσε στην καταστροφή εξαιτίας αδιαφανών διαδικασιών στις κατασκευές και στην καθορισμό ζωνών χρήσεων γης, ενισχύοντας την τάση για αλλαγή, εκσυγχρονισμό δομών και κανόνων.[6] Παράλληλα, ως αντίβαρο στην χρόνια περιθωριοποίηση και κακομεταχείριση του κεμαλικού στρατο-γραφειοκρατικού κατεστημένου στο ισλαμικό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας, το AKP έκανε εργαλειακή χρήση της προοπτικής ένταξης στην Ε.Ε., αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο μια -τεχνητή και επιφανειακή- προσπάθεια ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού. Χρονικά, αυτή η τουρκική προσπάθεια, συμπορεύθηκε με τη διαδικασία εκσυγχρονισμού που προωθούσε η τότε κυβέρνηση Σημίτη, αν και η τελευταία περίπτωση διέθετε βαθύτερη θεωρητική βάση και μπορούσε πολύ καλύτερα να προσιδιάσει στα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας από την αντίστοιχη τουρκική απόπειρα.
Οι σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας, αν και επίσημα είχαν εγκαινιασθεί από τη δεκαετία του 1960, εντούτοις είχαν αποτελματωθεί εξαιτίας της ακαταλληλότητας της Άγκυρας να εκπληρώσει τα κριτήρια εισδοχής, ώστε να καταστεί πλήρες μέλος. Στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Λουξεμβούργο, το Δεκέμβριο του 1997, ετίθετο ως προϋπόθεση μιας μελλοντικής ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η βελτίωση των σχέσεων με την Αθήνα. Η Άγκυρα αντέδρασε, υποστηρίζοντας ότι δεν θα δεχόταν πιο αυστηρούς όρους ένταξης από τις υπόλοιπες υποψήφιες χώρες.[7] Η Άγκυρα εξέφραζε την απροθυμία της να δεχθεί να προβεί σε παραχωρήσεις, υιοθετώντας πιο άτεγκτη στάση έναντι των Αθηνών, ώστε να μην δοθεί η εικόνα ότι υποκύπτει στις απαιτήσεις των Βρυξελλών.[8]

Στο ενδεχόμενο της εγκατάστασης του πυραυλικού συστήματος S-300 στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός Σημίτης εξέφρασε την άποψη πως η πιθανή επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα έβλαπτε τις προσπάθειες της χώρας να καταστεί μέλος στην νομισματική ζώνη του ευρώ. Και πως, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες άμυνας της κυπριακής νήσου, σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης, το πυραυλικό σύστημα έπρεπε να εγκατασταθεί στην Κρήτη.[9]
Η πρόσκαιρη παραμονή του αρχηγού της οργάνωσης PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν στην Ελλάδα έγινε εργαλείο από την τουρκική κυβέρνηση, για να κατηγορήσει την Ελλάδα ότι στηρίζει την τρομοκρατία, ενώ τα τουρκικά ΜΜΕ συνηγορούσαν υπέρ των μακροχρόνιων δεσμών μεταξύ του PKK και της ελληνικής κυβέρνησης. Παράλληλα, στην Ελλάδα έλαβαν χώρα πολλές συγκεντρώσεις αλληλεγγύης στον επικεφαλής του PPK, ενώ τα ελληνικά ΜΜΕ τόνιζαν την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία.[10]
Η έναρξη αεροπορικής επίθεσης του ΝΑΤΟ εις βάρος της Γιουγκοσλαβίας, συνεπεία της εσωτερικής διαμάχης Βελιγραδίου-Αλβανών του Κοσσόβου, δημιούργησε ανησυχία σε Αθήνα και Άγκυρα, αφενός λόγω της πιθανότητας εισροής προσφυγικού αλβανικού πληθυσμού στην ελλαδική επικράτεια στην περίπτωση της πρώτης. Και φόβους, στην περίπτωση της δεύτερης, αναφορικά με το κόστος φιλοξενίας των πιθανών αυτών προσφυγικών ροών, αν οι τελευταίες κατευθύνοντας στην Τουρκία. Αφετέρου, αν και η ελληνική και τουρκική γνώμη τάσσονταν υπέρ διαφορετικών μερών στην αντιπαράθεση Βελιγραδίου και Αλβανών του Κοσσόβου, εντούτοις, Αθήνα και Άγκυρα ήσαν -διακηρυκτικά τουλάχιστον η δεύτερη- αντίθετες στο ενδεχόμενο αλλαγής συνόρων λόγω επιπλοκών που αυτό μπορεί να είχε στο μέλλον τόσο αναφορικά με τις διμερείς τους σχέσεις, όσο και με τρίτα γειτονικά κράτη[11].
Ακολούθησε επικοινωνία μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών, Γ. Παπανδρέου και Ι. Τζεμ, σχετικά με την κατάσταση στο Κόσσοβο, ενώ το επόμενο διάστημα διευρύνθηκε η θεματολογία με την πρόταση της Άγκυρας για διάλογο σχετικά με την τρομοκρατία και την υιοθέτηση ενός σχεδίου συμφιλίωσης μεταξύ των δύο χωρών με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών να προτείνει θεματικές κοινού ενδιαφέροντος όπως τουρισμός, περιβάλλον και οργανωμένο έγκλημα. Κατόπιν, δημιουργήθηκε μια ομάδα εργασίας αποτελούμενη από διπλωμάτες των δύο υπουργείων Εξωτερικών για εξεύρεση τρόπων συνεργασίας σε επίμαχα ζητήματα με την πρώτη συνάντηση να λαμβάνει χώρα τον Ιούλιο του 1999.[12] Ο στόχος ήταν η αντικατάσταση του νοοτροπίας του «μηδενικού αθροίσματος» με μια διαδικασία αμοιβαίου οφέλους (win-win process).[13]

Στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε τους δύο σεισμούς, οι συζητήσεις συνεχίστηκαν με τους υπόλοιπους γύρους των συνομιλιών με επίμαχες θεματικές, όπως ο πολιτισμός, η εκπαίδευση, η καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και του οργανωμένου εγκλήματος. Αξίζει να σημειωθεί πως ένα αρχικώς θεωρούμενο ζήτημα χαμηλής πολιτικής, όπως η παράνομη μετανάστευση, έχει πλέον εργαλειοποιηθεί. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της τουρκικής πολιτικής έναντι των Αθηνών σε βαθμό, ώστε σε μακροχρόνιο πλαίσιο να τίθεται σε αμφιβολία η βιωσιμότητα αριθμού ελληνικών νησιών, αν η Άγκυρα εκβιαστικά συνεχίζει να κατευθύνει λαθρομεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Η εργαλειοποίηση γίνεται, τα τελευταία έτη, από την Άγκυρα ως μοχλός πίεσης τόσο έναντι των Αθηνών, όσο και των Βρυξελλών, για την παροχή ανταλλαγμάτων σε άλλους τομείς. Η εξέλιξη αυτή φανερώνει πως ακόμα και τα ζητήματα τα οποία συμβατικά θεωρούνται ως «χαμηλής πολιτικής», και όπου αναμένεται από τις χώρες να μην εμμένουν εμφατικά στην προάσπιση του εθνικού συμφέροντος, υποκρύπτουν σχεδιασμούς και υστερόβουλες συμπεριφορές. Η έννοια του εθνικού συμφέροντος λοιπόν υπεισέρχεται ακόμα και στις πιο ακίνδυνες θεματικές μεταξύ των σχέσεων δύο χωρών.
Η επαναπροσέγγιση Αθηνών -Άγκυρας κορυφώθηκε με την αποδοχή της τουρκικής υποψηφιότητας από τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. του Ελσίνκι, το Δεκέμβριο του 1999, με παράλληλη πρόνοια της Ε.Ε. να επισημάνει πως οι όροι εισδοχής της Άγκυρας δεν ήσαν διαφορετικοί από αυτούς για τις άλλες υποψήφιες χώρες.[14] Η παραπάνω απόφαση υποχρέωνε την κυβέρνηση Σημίτη να πείσει την ελληνική κοινή γνώμη ότι η συναίνεση της Ελλάδος στην τουρκική υποψηφιότητα, άνευ προηγούμενης απτής πράξης της Τουρκίας, δεν έπρεπε να ιδωθεί ως απώλεια. Τους επόμενους δύο μήνες, Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2000, υπεγράφησαν στις δύο πρωτεύουσες εννέα συμφωνίες σχετικά με συνεργασία στον τομέα του τουρισμού, την προστασία του περιβάλλοντος και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Tο Μάιο και τον Ιούνιο του ίδιου έτους, έλαβαν χώρα, στην Ελλάδα, κοινές στρατιωτικές ασκήσεις υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ.[15] Η ελληνική πλευρά ενθάρρυνε την επέκταση της κοινωνίας των πολιτών, ελπίζοντας στην εμβάθυνση των σχέσεων των δύο κοινωνιών και για να μεταφέρει τους ευρωπαϊκούς κανόνες και τη νοοτροπία στην εσωτερική σκηνή της γείτονος.[16]

Υποστηρίζεται πως η «διπλωματία των καταστροφών» επέτρεψε σε μια πληθώρα μη κρατικών δρώντων να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων στην εξωτερική πολιτική σε κυβερνητικό επίπεδο.[17] Επισημάνθηκε, παράλληλα, πως το «παλιό ρεαλιστικό παράδειγμα, κρατοκεντρικό και ανταγωνιστικό, αντικαταστάθηκε από ένα νέο φιλελεύθερο παράδειγμα που εστιάζει στη δέσμευση και στη συνεργασία».[18] Αυτό συνεπαγόταν τη στήριξη, εκ μέρους των Αθηνών, δράσεων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων ενώ ανάλογη φιλική, προς τη λειτουργία των ΜΚΟ, στάση υιοθέτησε και η Άγκυρα το 2004 με σχετική νομοθεσία.[19]
Στο ίδιο πνεύμα με τις παραπάνω διατυπωθείσες θέσεις, επισημάνθηκε πως οι σεισμοί αποτέλεσαν το ερέθισμα διεργασιών σε πολλαπλά επικοινωνιακά επίπεδα των κοινωνιών των δύο χωρών. [20]
Τα ΜΜΕ συνεισέφεραν, με τις ανταποκρίσεις τους, να αμφισβητούν την κυρίαρχη εικόνα του «εχθρού».[21] Στο μη-κυβερνητικό επίπεδο, «η διαρκής υστεροφημία των σεισμών ήταν ότι επέτρεψαν στους λαούς των δύο χωρών να ξεφύγουν από τη γλώσσα και τις προκαταλήψεις του παρελθόντος και να αναπτύξουν έναν νέο τρόπο θέασης του άλλου».[22] Παράλληλα, όμως, με τις παραπάνω αισιόδοξες επισημάνσεις, η κοινοτικοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων τις τοποθετούσε, από το διμερές Αθηνών-Άγκυρας, στο πλαίσιο Βρυξελλών-Άγκυρας. Οι προοπτικές της Τουρκίας για ένταξη στην Ε.Ε. θα κρίνονταν από τη συμμόρφωση της πρώτης με τα κριτήρια αποδοχής μεταξύ των οποίων και οι σχέσεις με τις γειτονικές χώρες. Συνεπώς, και με την Ελλάδα. Η Αθήνα μετέθετε την ευθύνη διαχείρισης των ελληνοτουρκικών διαφορών στις Βρυξέλλες, ευελπιστώντας πως η θέληση του τουρκικού πολιτικού συστήματος να εισέλθει στην Ε.Ε. θα επέβαλλε την εγκατάλειψη της αναθεωρητικής πολιτικής έναντι των Αθηνών. Ελπίδα, η οποία διαψεύστηκε.

[1] Diez Thomas, Agnantopoulos Apostopolos and Kaliber Alper, “Turkey, Europeanisation and Civil Society; An Introduction,” στο Mavrogenis S. Kelman Ilan «Perceptions of Greece-Turkey Disaster Diplomacy: Europeanization and the Underdog Culture», p.94.
[2] Perceptions of Greece -Turkey…, p.80.
[3] Ibid.
[4] Η εκσυγχρονιστική μεταρρυθμιστική πολιτική των κυβερνήσεων Κ. Σημίτη και ο «μεσαίος χώρος» που επικαλείτο ο Κ. Καραμανλής καθιστούσαν περιττές τις σαφείς δεσμευτικές ιδεολογικές αναφορές επηρεαζόμενες από το γενικότερο κλίμα της δεκαετίας του 1990 σύγκλισης των ρευμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και του φιλελευθερισμού (ή καλύτερα στην προσαρμογή της πρώτης σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον από εκείνου του διπολικού κόσμου) προς δημιουργία του Τρίτου Δρόμου ο οποίος σύμφωνα με τον A. Giddens «αποπειράται να υπερβεί τόσο την παλαιού τύπο σοσιαλδημοκρατία όσο και τον νεοφιλελευθερισμό». (Ο Τρίτος Δρόμος, Η ανανέωση της Σοσιαλδημοκρατίας, Πόλις, 1998, σελ. 44-45).
[5] Akarca Ali T. and Tansel Aysit, “Impact of the 1999 Earthquakes and the 2001 Economic Crisis on the Outcome of the 2002 Parliamentary Election in Turkey,” στο Perceptions of Greece-Turkey…, p.92.
[6] Lewis James, “Housing Construction in Earthquake-Prone Places: Perspectives, Priorities and Projections for Development,” The Australian Journal of Emergency Management 18(2), 2003, pp. 35-44; Rita Jalali, “Civil Society and the State: Turkey after the Earthquake” στο Perceptions of Greece-Turkey…, p.92.
[7] Ker-Lindsay, James (2000). «Greek-Turkish rapprochement The Impact of Disaster diplomacy», Cambridge Review of International Affairs, Vol. XIV, NO.1), p.217.
[8] Ibid., p.218.
[9] Ibid.
[10] Ibid., p. 218-219.
[11] Ibid., p. 219. Σημειώνεται πως ειδικά για την Τουρκία πως η στάση υπέρ της διατήρησης των συνόρων σε σχέση με την Ελλάδα βρίσκει εφαρμογή στα χερσαία σύνορα της Θράκης, και δεν ισχύει στην περίπτωση του Αιγαίου και της Κυπριακής Δημοκρατίας [Ibid., p. 228] Στην περίπτωση του Αιγαίου το πιο πάνω καταφαίνεται από τη συστηματική αμφισβήτηση όχι μόνο κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά για αυτής της κυριαρχίας της Ελλάδος σε ελληνική επικράτεια. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω προώθησης λύσεων οι οποίες αποβλέπουν στην κατάλυσης της.
[12] Ibid., p. 220.
[13] Perceptions of Greece and Turkey…, p. 81.
[14] Greek-Turkish rapprochement…, p. 226.
[15] Ibid.
[16] Panayotis Tsakonas, The Incomplete Breakthrough in Greek-Turkish Relations, pp. 75-78 στο Perceptions of Greece-Turkey…, p.92.
[17]Ibid. p. 68 στο Perceptions of Greece-Turkey…, p.88.
[18] Dimitris Keridis, (2006) “Earthquakes, Diplomacy and New Thinking in Foreign Policy,” στο Perceptions of Greece-Turkey…, p.91-92.
[19] Perceptions of Greece -Turkey…, p.92.
[20] Eugenia Vathakou, (2007) “The Emergence of a Greek-Turkish Cooperation System as a Result of a ‘Butterfly Effect,’” p. 108, στο Perceptions of Greece-Turkey…, p.94.
[21] George Kalpadakis and Dimitris Sotiropoulos, (2007) “Europeanism and National Populism: The Europeanization of Greek-Civil Society and Foreign Policy;” και Christos Frangonikolopoulos, (2007) “The Media and Foreign Policy: The Case of Greece,” στο Perceptions of Greece-Turkey…, p.94.
[22] Ker-Lindsay James, (2007) Crisis and Conciliation. A Year of Rapprochement between Greece and Turkey, p. 119 στο Perceptions of Greece-Turkey…, p.98.