«Διπλωματία των σεισμών»: το πλαίσιο προσέγγισης Ελλάδος-Τουρκίας
Γ’ ΜΕΡΟΣ
του Ιωάννη Σ. Λάμπρου
Στη φωτογραφία: H Αθήνα, συνεχώς, επαναλαμβάνει την ανάγκη διατήρησης ανοικτών διαύλων επικοινωνίας, όντας γενναιόδωρη στους όρους και προϋποθέσεις τους οποίους θέτει στην Άγκυρα, ενώ, συνήθως, ακολουθεί καταιγισμός δημοσιευμάτων και αναλύσεων σύμφωνα με τις οποίες «διανοίγονται βάσιμες προοπτικές» ειλικρινούς διαλόγου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συνάντηση των πρωθυπουργών Γ. Παπανδρέου και Ρ.Τ. Ερντογάν, στο Ερζερούμ στις 7 Ιανουαρίου 2011, με τους πανηγυρικούς τόνους, ενώ την παραμονή είχαν προηγηθεί υπερπτήσεις ελληνικών νησιών από τουρκικά μαχητικά.
H Αθήνα, συνεχώς, επαναλαμβάνει την ανάγκη διατήρησης ανοικτών διαύλων επικοινωνίας, όντας γενναιόδωρη στους όρους και προϋποθέσεις τους οποίους θέτει στην Άγκυρα. Οι όροι αυτοί, φυσικά, δεν ανατρέπουν την τουρκική πολιτική ούτε προϋποθέτουν διακηρύξεις εκ μέρους της τουρκικής πλευράς, οι οποίες θα ακύρωναν τη διαχρονική και δομική στρατηγική της γείτονος. Μάλλον αποσκοπούν στην εξασφάλιση μερικών εβδομάδων, ίσως μηνών, σχετικής ηρεμίας στο Αιγαίο και αυτοσυγκράτησης των Τούρκων αξιωματούχων από προκλητικές δηλώσεις. Η απουσία τους θα σήμαινε, για την ελλαδική κοινωνία, την «αλλαγή στάσης» της απέναντι πλευράς και την «έλευση μιας νέας εποχής» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.[1] Συνήθως, ακολουθεί καταιγισμός δημοσιευμάτων και αναλύσεων σύμφωνα με τις οποίες «διανοίγονται βάσιμες προοπτικές» ειλικρινούς διαλόγου με την Άγκυρα, προοπτικές τις οποίες η Αθήνα δεν θα πρέπει να απωλέσει, καθώς η εναλλακτική του διαλόγου, όπως υποστηρίζεται, είναι η τεταμένη ατμόσφαιρα και η κλιμάκωση των διμερών σχέσεων. Φυσικά, η επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών δεν διακόπηκε ποτέ. Ούτε ακόμα και τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1974, όταν η Αθήνα δεν διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία, αν και η τελευταία εισέβαλε στην Κυπριακή Δημοκρατία…
Η επικοινωνία μεταξύ των δύο κρατών -αναγκαία και επιβεβλημένη άλλωστε για τη διαχείριση των ζητημάτων γειτνίασης που προκύπτουν καθημερινά,-είναι συνεχής σε επίπεδο εκατέρωθεν πρεσβειών και υπηρεσιακών παραγόντων των δύο υπουργείων Εξωτερικών. Η εμμονή στις συνεχείς επαφές σε επίπεδο υπουργών ή πρωθυπουργών (Προέδρου πλέον για την τουρκική πλευρά) καταδεικνύει την ανασφάλεια της ελληνικής πλευράς. Η μη συνεχής επαφή, σε ανώτατο επίπεδο, θεωρείται ότι συνιστά απομάκρυνση, η οποία θα καταλήξει σε θερμό επεισόδιο και ίσως σε πολεμική σύρραξη.

Διαχείριση με υποθέσεις
Η ως άνω προσέγγιση (έμφαση σε διαπραγματεύσεις με την τουρκική πλευρά ακόμα και όταν η τελευταία παραβιάζει τους όποιους όρους θέτει η Αθήνα) μαρτυρά μια θεώρηση διαχείρισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η οποία υποθέτει πως η διαπραγμάτευση, αυτή καθαυτή, και η εμπλοκή της άλλης πλευράς σε συζητήσεις «παγώνουν» την εκδίπλωση της αναθεωρητικής της πολιτικής. Συγκεκριμένες φράσεις επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, για να δηλώσουν την ανάγκη συνεχών επαφών με την αντίπερα όχθη. «Πρέπει να κρατάμε ζωντανή την επαφή», «στο πλαίσιο της επιθυμίας μας για να επιτευχθεί πρόοδος», «με σκοπό να αναζητηθεί κοινός τόπος για την έναρξη διαπραγματεύσεων», «ενθαρρύνουμε τη συνέχιση των διερευνητικών και ελπίζουμε να αποδώσουν καρπούς», «ανάγκη να κρατήσουμε ανοιχτά και ενεργά τα κανάλια επικοινωνίας, τους δίαυλους επικοινωνίας, σε πολιτικό και σε διπλωματικό επίπεδο» και, φυσικά, η «ανάγκη να διατηρηθεί η δυναμική στις διερευνητικές επαφές».[2]
Ίσως, ελπίζεται ότι, όσο περισσότερες φορές λάβει χώρα συνάντηση μεταξύ ανώτατων αξιωματούχων των δύο χωρών, η τουρκική επιθετικότητα αμβλύνεται, η στοχοθεσία της Άγκυρας μεταβάλλεται. Δεν κατανοείται πως οι διμερείς επαφές κάλλιστα ενισχύουν τη στρατηγική της άλλης πλευράς· αφενός καλλιεργείται στην ελληνική κοινή γνώμη η εικόνα της διαλλακτικής Τουρκίας με συνέπεια ο κίνδυνος του εξ΄ ανατολών γείτονα να υποβαθμίζεται και ανάλογες ελπίδες να καλλιεργούνται για οριστική επίλυση των διμερών ζητημάτων. Η αναμονή αυτή ενισχύει τις διεθνιστικές φωνές («οι λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν» και τα συναφή) και όσους διαχρονικά θεωρούν ότι οι εξοπλιστικές δαπάνες συνιστούν πολυτέλεια σε συνδυασμό με την ευρεία καχυποψία περί ύποπτων συναλλαγών στον αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Αφετέρου, δίνεται η αναληθής εικόνα σε τρίτα κράτη, σύμμαχους και εταίρους, πως τα όποια διμερή ζητήματα μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας είναι διαχειρίσιμα. Και, ως εκ τούτου, δεν έχουν καμία υποχρέωση να λάβουν αυστηρή στάση έναντι της Άγκυρας με την οποία έχουν σημαντικές οικονομικές συναλλαγές, αλλά και φιλοξενούν ευμεγέθεις τουρκικές μεταναστευτικές κοινότητες.

Η θεωρούμενη ως αναγκαία και επιτακτική, από την πλευρά των Αθηνών, συνεχής επικοινωνία ανώτατων αξιωματούχων των δύο χωρών, παράλληλα με την καλλιέργεια της ως άνω ψευδαίσθησης μεταβολής της τουρκικής θέσης, καλλιεργεί τόσο στην ελλαδική κοινωνία, όσο και σε τρίτα κράτη την εντύπωση πως οι ελληνοτουρκικές διαφορές είναι διαχειρίσιμες και η πολιτική της Άγκυρας να επιθυμεί διαπραγμάτευση για αυτές είναι θεμιτή. Υποβαθμίζεται το γεγονός ότι οι τουρκικές απαιτήσεις -συνεχώς διευρυνόμενες σε εύρος και ένταση- αφορούν ζητήματα κυριαρχίας και ιδιοκτησίας ελληνικού εδάφους και αλλαγής συνόρων, όπως αυτά έχουν ρυθμισθεί με διεθνείς συνθήκες ένα αιώνα πριν.
Ερωτήματα μετά την παραδοχή
Η έλλειψη ιστορικής προοπτικής στην προσέγγιση των τουρκικών απαιτήσεων και η επικράτηση της διαχειριστικής λογικής, εκ μέρους των Αθηνών, αποτελεί μονόδρομο για την διαχρονική ηγεσία της χώρας. Σε διαφορετική περίπτωση -κατά την οποία η ηγεσία θα αποδεχόταν την υπαρξιακή απειλή της τουρκικής πολιτικής και την ανημποριά ή απροθυμία συμμάχων και εταίρων να συμπαρασταθούν ουσιαστικά στην Ελλάδα- τότε θα όφειλε αφενός να αποδεχθεί, ενώπιον της κοινωνίας, την αποτυχία διαχείρισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων επί τουλάχιστον 50 χρόνια! Διότι οι μονομερείς τουρκικές αξιώσεις εμμένουν πολλές δεκαετίες και, συνεπώς, η Αθήνα δεν πέτυχε να τις αποτρέψει μέσω απόκτησης στρατιωτικής υπεροχής. Αφετέρου, συνεπεία της παραπάνω αναγνώρισης εκ μέρους της ηγεσίας, θα ήταν η τελευταία να κινητοποιήσει την κοινωνία σε ανορθωτική προσπάθεια απέναντι στην υπαρξιακή τουρκική απειλή.
Παραμένει, φυσικά, το ερώτημα αν η χώρα διαθέτει τις δημογραφικές αντοχές, τις πνευματικές αντιστάσεις και την ποιότητα ηγεσίας και λαού, ώστε να αναληφθεί η εν λόγω ανορθωτική προσπάθεια. Σε κάθε περίπτωση, ο στοιχειώδης εθνικός σεβασμός αυτό απαιτεί. Τα τελευταία έτη, με καθυστέρηση αρκετών δεκαετιών, θεωρούμε πως, σταδιακά και με αργούς ρυθμούς, η φύση της τουρκικής απειλής γίνεται κατανοητή από μεγάλο τμήμα της ελλαδικής κοινωνίας. Η Γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, το Πογκρόμ του 1955, η εκδίωξη των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου, η εισβολή της Κύπρου, οι συνεχείς απειλές και η συστηματική αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων και της ελληνικής κυριαρχίας φαίνεται δεν ήσαν αρκούντως σαφή στους πολίτες αυτής της χώρας, επί τόσες δεκαετίες, αναφορικά με τις τουρκικές προθέσεις. Οι τελευταίοι συνειδητά συμμετείχαν σε αυτήν την παραποίηση της πραγματικότητας, απολαμβάνοντας παροχές, μείωση της στρατιωτικής θητείας και αποφεύγοντας οποιαδήποτε κινητοποίηση της κοινωνίας που θα διατάρασσε τον ανέμελο βίο και θα έθετε όρια στον καταναλωτισμό και την ανευθυνότητα τους. Συμπαιγνία συνειδητή, λαού και ηγεσίας λοιπόν.

Οι φυσικές καταστροφές ως φορείς αλλαγών;
Σε σχέση με το κοινό βίωμα φυσικών καταστροφών και αν αυτό δύναται να αποτελέσει τον αποφασιστικό παράγοντα μεταστροφής της στάσης χωρών με διμερή εκκρεμή ζητήματα μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
- α) Η «διπλωματία των καταστροφών» προσεγγίζεται διττά, αφενός ως η θεματική αποκλειστικά σχετική με τις καταστροφές και αναφέρεται σε συνεργασία κρατών για τη μείωση του κινδύνου, προετοιμασίας, ανταπόκρισης και αποκατάστασης.[3] Σχετικά παραδείγματα συνιστούν, μεταξύ άλλων, οι πολεοδομικοί κανονισμοί, τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, ο σχεδιασμός ανοικοδόμησης.[4] Μένοντας σε αυτήν την πρώτη προσέγγιση, μπορεί να τονιστεί πως μια καταστροφή τείνει να διαλύει υπάρχοντες κανόνες και πρακτικές μεταξύ κρατών δημιουργώντας μια στιγμιαία ευκαιρία αναγνώρισης της ευθραυστότητας που ενώνει όλους τους ανθρώπους.[5] Ακόμα και η πρόσκαιρη διακοπή αντιζηλιών μπορεί να βοηθήσει στον επανακαθορισμό ενός πιο συνεργατικού πλαισίου μεταξύ κρατών που αντιμετωπίζουν κοινές απειλές.[6] Σε αυτές τις συνθήκες, ταυτοποιούνται κοινά στοιχεία που διευκολύνουν την εποικοδομητική συνεργασία στη μείωση κοινού κινδύνου.[7] Ο κίνδυνος αυτός δημιουργεί την απαίτηση των κοινωνιών για μετριασμό της απειλής αυτής.[8] Συνεπώς, η συνεργασία με σκοπό τη καλύτερη δυνατή διαχείριση του κινδύνου αποτελεί αίτημα των ίδιων των κοινωνιών.
- β) Η κοινή επιστημονική έρευνα προσφέρει μια βάση για οικοδόμηση συνεργατικών σχέσεων προς στήριξη κοινής δράσης, ώστε να μειωθεί ο καταστρεπτικός αντίκτυπος της εκάστοτε επικινδυνότητας (σεισμός, πλημμύρες). [9] Το κέρδος από τη συντονισμένη δράση, στον τομέα αντιμετώπισης καταστροφών, προς μείωση κοινού κινδύνου δύναται να υπερβαίνει εχθρότητες βασισμένες σε οικονομικές, θρησκευτικές, εθνικές ή πολιτικές αντιζηλίες.[10] Χωρίς τη συνδρομή της επιστημονικής κοινότητας και το κύρος που συνοδεύει τα πορίσματά της, οι συνεργατικές σχέσεις, θεμελιωμένες κάτω από την πίεση καταστροφών, είναι πιθανόν να καταρρεύσουν, σταδιακά, υπό την πίεση ανταγωνιστικών διαδράσεων.[11]
Σε αυτό το πλαίσιο, η Comfort καταθέτει τέσσερεις προτάσεις ενίσχυσης πολιτικής μακροπρόθεσμου μετριασμού των καταστροφών και οικοδόμησης συνεργατικού περιβάλλοντος μεταξύ πρώην αντιπάλων:
- Οικοδόμηση υποδομής πληροφοριών προς συλλογή της επιστημονικής έρευνας.
- Αξιολόγηση της ικανότητας απορρόφησης των οργανισμών και θεσμών έγκυρων επιστημονικών δεδομένων.
- Ταυτοποίηση κατάλληλων χρονικών διαστημάτων και τρόπων παρέμβασης σε υπάρχουσες πολιτικές και πρακτικές σε περιοχές επιρρεπείς σε κινδύνους.
- Συντονισμό κοινών προσπαθειών μείωσης του κινδύνου. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσέγγισης θα είναι η νοηματοδότηση του όρου «διπλωματία των καταστροφών» πέραν της συνεργασίας μεταξύ εκπροσώπων των ενδιαφερομένων κρατών, αλλά μιας ευρύτερης διαδικασίας οργανωσιακής και διαοργανωσιακής μάθησης βάσει της οποίας τα κράτη αποτελούν τμήμα μόνο ενός συνόλου εντός ενός ευρύτερου παγκόσμιου συστήματος.[12]

Παράλληλα, πέραν της παραπάνω θεώρησης επικεντρωμένης στη διαχείριση των κινδύνων αυτών καθ’ εαυτών, μια εναλλακτική θεώρηση εξετάζει πως δράσεις σχετιζόμενες με καταστροφές πυροδοτούν ευρύτερες πολιτικές αλλαγές.[13]
Πιο συγκεκριμένα, η «διπλωματία των καταστροφών», υπό αυτήν την οπτική, εστιάζει στο πώς και γιατί οι δράσεις, οι σχετικές με τις καταστροφές, αποδίδουν ή όχι διπλωματικά κέρδη, μελετώντας κυρίως την επιρροή των προαναφερόμενων δράσεων στην διπλωματία παρά το αντίθετο.[14]
Σε σχέση με τη συγκεκριμένη θεώρηση, πρώτιστης σημασίας είναι η φύση των διμερών σχέσεων και των εκκρεμουσών διαφορών, καθώς και η μελέτη του προ της καταστροφής πλαισίου πολιτικής συνεργασίας και αν είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επιτρέπει την εμβάθυνση της συνεργασίας τόσο στον εξειδικευμένο τομέα της αντιμετώπισης καταστροφών, όσο και στα υψηλής προτεραιότητας ζητήματα ασφάλειας και κυριαρχίας. Μια διασταλτική ερμηνεία, όπως η παραπάνω, ανεβάζει ψηλά τον πήχη των προσδοκιών σε αντίθεση με την αντίστοιχη συσταλτική, όπου τα όποια ωφελήματα αναμένονται να περιοριστούν στη μακροχρόνια διακρατική συνεργασία στη διαχείριση φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών.
Παράγοντες, κατά τον Kelman, που επιβοηθούν τη διπλωματία των καταστροφών, είναι η αποφυγή επιβολής χρονοδιαγραμμάτων στη διαδικασία, αποκλειστική έμφαση στις δράσεις τις σχετικές με τη διαχείριση καταστροφών παρά στη διπλωματία, χρήση ανεπίσημων δικτύων προς ενίσχυση της επικοινωνίας, χρήση πολλαπλών επιπέδων στη διαχείριση της καταστροφής, εγκατάσταση πολλαπλών συνδέσμων μεταξύ των διαφορετικών δρώντων, έμφαση στην κατοχύρωση της επιστημονικής γνωσιακής βάσης και συνειδητοποίηση της σημασίας του συμβολισμού στο πλαίσιο των καταστροφών (προσφορά/άρνηση βοήθειας).[15]
Ως παράγοντες που παρεμποδίζουν την διπλωματία των καταστροφών, ο Kelman αναφέρει την άρνηση συμμετοχής σε δράσεις αναφορικά με τη διαχείριση καταστροφών, την προσέγγιση της καταστροφής ως βασικού διαύλου διπλωματίας, τη χρήση καταστροφών ως όπλο εναντίον άλλης χώρας (καταστροφή φράγματος), την αντίδραση σε γεγονότα τα οποία υπερβαίνουν καταστροφές (αλλαγή στην ηγεσία), τη δημιουργία υπερβολικών προσδοκιών με επίκεντρο τις σχετικές με την καταστροφή ενέργειες και τέλος, την προσφορά βοήθειας με στόχο να καταδειχθεί η αδυναμία της λήπτριας χώρας.[16]
Μια καταστροφή τείνει να διαλύει υπάρχοντες κανόνες και πρακτικές μεταξύ κρατών, δημιουργώντας μια στιγμιαία ευκαιρία αναγνώρισης της ευθραυστότητας και της ανθρωπιάς που ενώνει όλους τους ανθρώπους.[17]

Οι αλλαγές, τις οποίες μπορεί να επιφέρει μια καταστροφή, εκτείνονται από νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες, καλύτερες προληπτικές δράσεις, ενεργητικότερες ενημερωτικές προσπάθειες. Ακόμα και αλλαγές, οι οποίες ναι μεν δεν θεωρούνται αναγκαίες για την αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης καταστροφής, πλην όμως έλαβαν χώρα με αφορμή την τελευταία, Ή, εναλλακτικά, η χρήση μιας καταστροφής για προ πολλού επιθυμητές αλλαγές (δημιουργική καταστροφή κατά Joseph A. Schumpeter).[18] Οι καταστροφές μπορούν, γενικά, να οδηγήσουν σε δύο ειδών κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές· η πρώτη αφορά δομικές και μη δομικές αλλαγές σχετικές με τις καταστροφές και οι οποίες ενισχύουν τις αντοχές μιας κοινότητας και μετριάζουν τον αντίκτυπο μελλοντικών καταστροφών.[19] Ο δεύτερος τύπος αφορά τις αλλαγές τις μη σχετικές με την καταστροφή, οι οποίες δεν συνδέονται άμεσα και, προφανώς, με την αποτροπή καταστροφών και την πολιτική προστασία. Αφορούν αλλαγές στο πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο, νέους τρόπους οργάνωσης της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης. [20]
Σχετικά παραδείγματα συνιστούν οι πλημμύρες στη Ολλανδία το 1953 ως επιταχυντής κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων και το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνόμπιλ το 1986 ως αιτία εκδήλωσης απώλειας της εμπιστοσύνης στη σοβιετική κυβέρνηση και ανάδειξης των ανεπαρκειών του σοβιετικού συστήματος.[21] Μια κοινωνική ή πολιτισμική αλλαγή καθορίζεται ως τέτοια, αν σημειώνονται αλλαγές στην κοινωνική ή/και πολιτισμική οργάνωση ή στις αξίες του συστήματος.

Μερικά ερωτήματα, που ανακύπτουν και διαφοροποιούνται σε κάθε περίπτωση διμερών διαφορών, είναι:
Οι καταστροφές είναι φορείς, αιτίες αλλαγών ή επιταχυντές ήδη εν εξελίξει και αναδυόμενων αλλαγών; Αν δεν είναι οι φορείς αλλαγής, τότε ποιες είναι οι άλλες πηγές των κοινωνικοπολιτισμικών αλλαγών και ποιος ο συγκριτικός αντίκτυπος αμφότερων;[22] Παράλληλα, υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά πιο πιθανά να παράξουν τις αλλαγές αυτές σε ένα κοινωνικό σύστημα; Επίσης, ποια η χρονική διάρκεια -μπορεί να γίνει λόγος για μονιμότητα;- των κοινωνικοπολιτισμικών αλλαγών εξαιτίας μιας καταστροφής;[23]
Καταληκτικές επισημάνσεις
Στην περίπτωση των διμερών σχέσεων Ελλάδος-Τουρκίας, το πλαίσιο καθορίζεται από τη διαχρονική αναθεωρητική τουρκική πολιτική και την ακόλουθη αδυναμία των Αθηνών να αποτρέψει την εκδίπλωσή της. Η τουρκική πολιτική γίνεται αποδεκτή και υποστηρίζεται ενεργά και από τα δύο πολιτικά ρεύματα στην γείτονα χώρα, το Πολιτικό Ισλάμ και τον Κεμαλισμό. Η διαφοροποίηση των δύο σε ζητήματα εσωτερικής οργάνωσης και ταυτότητας εξαλείφεται αναφορικά με τη θέση και τους στόχους της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος. Η τελευταία αποτελεί αφορμή ομογενοποίησης των δύο ρευμάτων και ισλαμοκεμαλικής σύνθεσης. Η δε αδυναμία του ελλαδικού κράτους, λαού και ηγεσίας, να επιβάλλει κόστος στην τουρκική πλευρά ενισχύει την τουρκική πολιτική και εντυπώνει στη συνείδηση της γείτονος, ηγεσίας και λαού, την εικόνα αδυναμίας της ελληνικής πλευράς.
Η διαχρονική και δομική φύση της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής δεν μεταβάλλεται από φυσικές καταστροφές, όπως αυτό έγινε σαφές τόσο με τους σεισμούς του 1999, αλλά και με την πρόσφατη πανδημία. Διότι αμφότερες, αλλά και δυνητικά μελλοντικές καταστροφές που θα λάβουν χώρα, προσεγγίζονται ως χρονικά στατικά γεγονότα τα οποία, από μόνα τους, δεν μπορούν να παρεμβληθούν σε κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες, οι οποίες εξελίσσονται για αιώνες. Μια δυνητική φυσική καταστροφή -οι συνέπειες της οποίας μπορεί να προβληθούν σε βάθος δεκαετιών με απτές καταστροφικές συνέπειες για αμφότερες τις χώρες- δύναται να μεταβάλλει σε ένα βαθμό την πολιτική τους. Βασικά της Άγκυρας, διότι η Αθήνα στερείται πολιτικής, πλην αυτής της διατήρησης του υπάρχοντος καθεστώτος. Προτιμότερη, όμως, και σαφώς ορθολογικότερη πολιτική συνιστά η απόκτηση αυτοδύναμης στρατιωτικής ισχύς προς αποτροπή των όποιων τουρκικών σχεδιασμών. Η ελλαδική κοινωνία, έστω και αργά, φαίνεται να αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα των παραπάνω. Η πολιτική ηγεσία οφείλει να αποδεχθεί το αδιέξοδο της μέχρι σήμερα πολιτικής κατευνασμού έναντι της Τουρκίας και, παράλληλα, να εμπνεύσει την κοινωνία για τις ανάλογες θυσίες προς απόκτηση αυτοδύναμης ισχύος. Αυτό το τελευταίο, όμως, είναι και το δυσκολότερο.

[1] Παρόμοιες επισημάνσεις αναφέρονται στις περιπτώσεις ανάληψης καθηκόντων νέας τουρκικής κυβέρνησης ή νέου Πρωθυπουργού/Προέδρου.
[2] Βλέπε ενδεικτικά το κείμενο της Κοινής Δήλωσης στο πλαίσιο της 2ης Συνόδου του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 2013 και της αντίστοιχο του 3ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2014.
[3] Glantz, M. H. (2000) ‘Climate-Related Disaster Diplomacy: A US–Cuban Case Study’, p.234 στο E.N. Ganapati, I. Kelman, T. Koukis (2010), Analyzing Greek–Turkish disaster-related cooperation: A disaster diplomacy perspective p. 164.
[4] Mavrogenis, S.- Kelman, I. (2013) Perceptions of Greece-Turkey Disaster Diplomacy: Europeanization and the Underdog Culture, p.77.
[5] Comfort, Louis K. «Disaster: Agent of Diplomacy or Change in International Affairs», Cambridge Review of International Affairs (1990), p. 277.
[6] Ibid.
[7] Ibid.
[8] Louise K. Comfort, Shared Risk: Complex Systems in Seismic Response p.1 στο Petropoulos, Nicholas P., (2001), The Impact of the August-September 1999 Earthquakes on Greco-Turkish Relations: An Exploratory Study, p.279.
[9] E. R. Haas, When knowledge is Power: Three Models of Change in International Organizations, Barkeley, University of California Press, 1990 στο The Impact of the…, p.279.
[10] The Impact of the…, p.279.
[11] Ibid.
[12] Ibid., p. 280.
[13] Perceptions of Greece-Turkey…, p.75.
[14] J.C. Gaillard, Elsa Clavé and Ilan Kelman, “Wave of Peace? Tsunami Disaster Diplomacy in Aceh, Indonesia,” (2008) p. 511 στο Perceptions of Greece-Turkey…, p.75.
[15] Kelman, Ι. (2006) “Acting on Disaster Diplomacy,” στο Perceptions of Greece-Turkey…, p.95.
[16] Ibid, p. 95-96.
[17] Comfort, Louis K. «Disaster: Agent of Diplomacy or Change in International Affairs», Cambridge Review of International Affairs (1990), p. 277.
[18] The Impact of…, p. 3.
[19] Ibid.
[20] Ibid., σελ..3-4.
[21] Rosenthal, U. (1988), “Disaster management in the Netherlands: Planning for real events” In L.K. Comfort (Ed), Managing disaster: strategies and policy perspectives. Durham and London: Duke University Press, pp. 277, Mileti, D. S. (1999) Disasters by design: A reassessment of natural hazards in the United States. Washington, D.C.: Joseph Henry Press, p.94, Medvedev, G. (1990) The truth about Chernobyl. New York: Basic Books στο The Impact of…, p. 5.
[22] The Impact of…, σελ. 5.
[23] Ibid., σελ..6.