Η Ελλάδα και η Ευρώπη κατακλύζονται από (περισσότερους) μετανάστες και (λιγότερους) πρόσφυγες προερχόμενους από τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, χωρίς χειροπιαστά μέτρα αντίδρασης της Ε.Ε. προς τα κράτη των περιοχών αυτών και προς τρίτους «έμμεσα υπεύθυνους», όπως η Ρωσία.

Αν και αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως η ελληνική και η γαλλική, και αρκετά δεξιά κόμματα σε χώρες-μέλη της Ε.Ε. επισημαίνουν την ανάγκη επικοινωνίας με τη Ρωσία και συμμετοχής της στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας, η ίδια η Μόσχα δεν πράττει τίποτα, για να συμβάλει στον περιορισμό της μεταναστευτικής κρίσης. Δεν ενδιαφέρεται να ανακόψει τις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη ούτε και συμμετέχει στις προσπάθειες επανεισδοχής των μεταναστών στις πατρίδες τους και καταπολέμησης των διεθνών δικτύων λαθροδιακινητών.

Το μέγα διεθνές ζήτημα του Μεταναστευτικού απουσίαζε, επί της ουσίας, από την ατζέντα των δύο συναντήσεων των υπουργών Εξωτερικών, Ν. Δένδια και Σ. Λαβρόφ, το Νοέμβριο στη Μόσχα και το Φεβρουάριο στο Μόναχο.

Σε διμερές επίπεδο, είναι χαρακτηριστικό ότι το μέγα διεθνές ζήτημα του Μεταναστευτικού απουσίαζε, επί της ουσίας, από την ατζέντα των δύο συναντήσεων των υπουργών Εξωτερικών Ν. Δένδια και Σ. Λαβρόφ (το Νοέμβριο στη Μόσχα και το Φεβρουάριο στο Μόναχο) και των συνομιλιών, σε υπηρεσιακό επίπεδο, με επικεφαλής τον γ.γ. του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών Θεμ. Δεμίρη και τον Ρώσο υφυπουργό Εξωτερικών Αλ. Γκρούσκο. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το κοινό ενδιαφέρον και συμφέρον της Αθήνας και της Μόσχας για την επιστροφή των Σύρων (που είναι πρόσφυγες και όχι μετανάστες), αλλά οι εξελίξεις είναι θα είναι βραδείες, καθώς θα πρέπει να προηγηθούν ο τερματισμός των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Τουρκίας και η επαναλειτουργία των πρεσβειών των δυτικών χωρών στη Δαμασκό.

Η συνεχιζόμενη παρουσία της Ρωσίας στη Συρία δεν βοηθά, στο παραμικρό, στον περιορισμό των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς τα ελληνικά σύνορα. Προκαλεί, μεταξύ άλλων, μεγάλες δαπάνες που επιβαρύνουν κυρίως τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού η οικονομική βοήθεια της Ε.Ε. δεν επαρκεί, ενώ (όπως απέδειξε και η ένταση στον Έβρο καθόλη τη διάρκεια του Μαρτίου) ανοίγει κι ένα δεύτερο μέτωπο, πέραν του Αιγαίου, για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.

Κατά τις συζητήσεις σε υπηρεσιακό επίπεδο, με επικεφαλής τον γ.γ. του υπουργείου Εξωτερικών Θεμ. Δεμίρη και τον υφυπουργό Εξωτερικών Αλ. Γκρούσκο, έχουν εξεταστεί μεν ορισμένες πτυχές του Μεταναστευτικού, με έμφαση στη Συρία, αλλά η ρωσική πλευρά δεν έχει δώσει συνέχεια.

Παράλληλα, συνεχίζεται η στήριξη της Ρωσίας σε αυταρχικά καθεστώτα και η δράση ιδιωτικών εταιρειών ασφάλειας, οι οποίες συνδέονται με τη Μόσχα και βρίσκονται στη Συρία και Αφγανιστάν με το πρόσχημα της προστασίας εγκαταστάσεων και εργαζομένων.

Η Κομισιόν και οι επαφές με Ερντογάν

Βεβαίως, τα προβλήματα για την Αθήνα δεν έχουν μόνον ρωσική προέλευση, αλλά και δυτικοευρωπαϊκή, καθώς πηγές, με γνώση του σχεδιασμού πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπό την πρόεδρο Ουρ. Φον Ντερ Λάιεν, σημειώνουν πως τα μηνύματα είναι αρνητικά ως προς τα ουσιώδη θέματα.

Στο επίπεδο των υπηρεσιακών παραγόντων, ξεκαθαρίζεται πως δεν πρόκειται να υπάρξει υποχρεωτικός μηχανισμός μετεγκατάστασης στο νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, όπως δικαίως επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση. Προστίθεται ότι, εκτός ενδεχόμενων μεταβατικών διατάξεων, είναι ανεδαφική η εμμονή στην προώθηση υποχρεωτικού μηχανισμού, επειδή θα παραβίαζε τον πυρήνα της πολιτικής ασφάλειας και δικαιοσύνης των εθνικών κυβερνήσεων κι άλλωστε θα αποτύγχανε στην πράξη.

Ρωσικές ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας εξακολουθούν να βρίσκονται στη Συρία και Αφγανιστάν βάσει συμβολαίων για την προστασία εγκαταστάσεων και εργαζομένων.

Προς το παρόν, η Κομισιόν δίνει έμφαση μόνον αφενός στην ενίσχυση των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. και αφετέρου στη στενότερη συνεργασία με τρίτες χώρες της κεντρικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Φαινομενικά, και οι δύο άξονες πολιτικής είναι θετικοί για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς ελπίζεται να υπάρξει ταυτόχρονη μείωση των εισόδων και αύξηση των επιστροφών παράνομων μεταναστών, αλλά στην πραγματικότητα δεν επιτρέπεται μεγάλη αισιοδοξία. Γιατί η ενίσχυση των εξωτερικών συνόρων θα συνοδεύεται από περισσότερες δεσμεύσεις των χωρών πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα, ενώ, οι επιστροφές, αν και έχουν κάπως αυξηθεί, θα απαιτήσουν μεγάλο χρόνο και δεν θα εξισορροπήσουν τις συνέπειες των μεγάλων εισροών. Χαρακτηριστικό της στάσης των υπηρεσιακών παραγόντων στις Βρυξέλλες είναι το γεγονός ότι απορρίπτουν τις ελληνικές προτάσεις ακόμα και για τη λεγόμενη «ημερήσια βίζα» στα νησιά, προς διευκόλυνση του θερινού τουριστικού ρεύματος από τα τουρκικά παράλια. Υποστηρίζουν ότι, στην καθημερινή πρακτική, μπορεί να υπάρξει σύγχυση μεταξύ μεταναστών και τουριστών (κατά κανόνα Τούρκων, Αμερικανών και Βρετανών πολιτών), απορρίπτοντας μάλιστα την προεργασία που είχε κάνει πέρυσι ο κ. Δ. Αβραμόπουλος, πριν από τη λήξη της θητείας του στην Κομισιόν.

Οι κινήσεις της Κομισιόν για την επεξεργασία και υιοθέτηση του νέου Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ) δείχνουν ότι οι προτάσεις της θα ομοιάζουν, σε απελπιστικό βαθμό, με όσα έχουν διαρρεύσει για τις προθέσεις της Γερμανίας. Δηλαδή, μπορεί μεν να διευκολυνθούν η Ελλάδα και οι άλλες χώρες πρώτες υποδοχής ως προς το 5% ή 10% των αιτούντων που θα λάβουν τελικά άσυλο (με την απόφαση χορήγησής του σε κεντρικό επίπεδο και τη σταδιακή μεταφορά μικρού αριθμού σε χώρες-μέλη που θα συναινέσουν), αλλά για το υπόλοιπο 90% ή 95% δεν θα υπάρχει καμιά ευρωπαϊκή δέσμευση. Χωρίς να ομολογείται, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι θα εγκλωβιστούν στην Ελλάδα με τις γνωστές συνέπειες για τους ίδιους και τη σταθερότητα, εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια και κοινωνική γαλήνη της χώρας.

Η πρόεδρος της Κομισιόν Ουρ. φον ντερ Λάιεν και υπηρεσιακά στελέχη στις Βρυξέλλες ξεκαθαρίζουν πως δεν πρόκειται να υπάρξει υποχρεωτικός μηχανισμός μετεγκατάστασης στο νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, όπως δικαίως επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση.

Η ταύτιση της κας. Φον Ντερ Λάιεν με τις απόψεις του Βερολίνου δεν εξηγείται, απλοϊκά, μόνον με τη γερμανική υπηκοότητά της, αλλά οφείλεται στην έξυπνη πολιτική της Καγκελαρίας που έσπευσε να εξασφαλίσει την καταρχήν συμφωνία των περισσότερων χωρών-μελών της Ε.Ε. στο σχέδιό της. Επί των προτάσεων του Βερολίνου, αρνητικός είναι και ο παράγοντας του μεγάλου χρόνου που θα μεσολαβήσει μέχρι την επίσημη κατάθεση τους (μετά την ανάληψη καθηκόντων της Γερμανικής Προεδρίας την 1η Ιουλίου) και μέχρι τη συζήτηση και -πιθανότατη- υιοθέτησή τους ίσως κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου. Ως τότε, η ελληνική πλευρά δεν θα μπορεί να ελπίζει ούτε σε ελάχιστη διευκόλυνσή της. Διαψεύδονται δε οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί στην κυβέρνηση για στήριξή της μετά τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με την καγκελάριο Αγκ. Μέρκελ τον περασμένο Αύγουστο και μετά τις συνομιλίες με τον Γερμανό υπουργό Εσωτερικών Χ. Ζέεχοφερ, στην Αθήνα, τον Οκτώβριο.

Ταυτόχρονα, συνεχίζονται, εκ μέρους της Κομισιόν και της Γερμανίας, οι διαμαρτυρίες για τις χαρακτηριζόμενες σαν «δευτερογενείς ροές» μεταναστών από το ελληνικό έδαφος προς τις γειτονικές βαλκανικές χώρες απ’ όπου υφίσταται κίνδυνος διάχυσής τους στην κεντρική Ευρώπη. Η πραγματικότητα πάντως είναι ότι οι ροές αυτές είναι πολύ μικρές και ότι οι ελληνικές αρχές είναι απόλυτα συνεργάσιμες με τις αρμόδιες ευρωπαϊκές.