Η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποχαιρετά το 2020 μέσα σε ένα όργιο αναξιοπιστίας, χαράσσοντας πορεία προσχηματικής επαναπροσέγγισης με τη Δύση μέσα από προπετάσματα καπνού, εκβιαστικά ψεύδη και προφανείς καιροσκοπικές μεθοδεύσεις.

Από το βήμα της τελευταίας συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε για το 2020 στις 30 Δεκεμβρίου, ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου υποστήριξε ότι έχουν ξεκινήσει – «έπειτα από αμερικανικό αίτημα προς την Τουρκία» – συνομιλίες σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων με σκοπό τη σύσταση μιας κοινής αμερικανοτουρκικής ομάδας εργασίας για το θέμα των ρωσικών S-400. Ο ίδιος δεν παρέλειψε μάλιστα να υπενθυμίσει πως ήταν η Τουρκία – «που είναι φυσικά πάντοτε υπέρ του διαλόγου» – που είχε προτείνει πρώτη, εδώ και καιρό, τη σύσταση μιας τέτοιας ομάδας ως μέσο για την εκτόνωση της κρίσης στις σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας γύρω από το θέμα των ρωσικών πυραύλων. Σημειωτέον ότι ο Τούρκος ΥΠΕΞ προχώρησε στις επίμαχες δηλώσεις, ενώ μόλις μια ημέρα νωρίτερα (στις 29 Δεκεμβρίου) είχε βρεθεί στο Σότσι για επαφές με τον Ρώσο ομόλογό του, Σεργκέι Λαβρόφ.

Υπενθυμίζεται ωστόσο πώς ήταν η Άγκυρα που, μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα, απειλουσε τις ΗΠΑ με «αντίποινα» αποκηρύσσοντας ως «μοιραίο λάθος» τις αμερικανικές κυρώσεις κατά της τουρκικής Διεύθυνσης Αμυντικής Βιομηχανίας (SSB), με τον επικεφαλής της SSB Ισμαήλ Ντεμίρ μάλιστα να διαμηνύει τότε ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να κάνει πίσω στο θέμα των S-400…

Χαστούκι από ΗΠΑ για τους S-400

Η είδηση περί «σύστασης αμερικανοτουρκικής ομάδας εργασίας για τους S-400» θα έκανε άμεσα τον γύρο των μίντια σε Τουρκία (Anadolu) και Κατάρ (Al Jazeera), προτού όμως τελικά διαψευστεί κατηγορηματικά από το ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. «Δεν υπάρχει ομάδα εργασίας σχετικά με τις κυρώσεις CAATSA ούτε για την “εξέταση” της απειλής που αποτελεί το σύστημα S-400 για τα μαχητικά F-35. Υπάρχουν διαβουλεύσεις ρουτίνας σε επίπεδο εργασίας σχετικά με τον αντίκτυπο των (σ.σ. αμερικανικών) κυρώσεων (σ.σ. κατά της Τουρκίας) επί της υφιστάμενης στρατιωτικής συνεργασίας. Παραμένουμε προσηλωμένοι στην πλήρη εφαρμογή των κυρώσεων, όπως ανακοινώθηκαν από τον υπουργό Πομπέο», θα δήλωνε εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών… αδειάζοντας τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, τον οποίο ωστόσο είχε προλάβει εν τω μεταξύ να αδειάσει και το ίδιο το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών (στέλνοντας διευκρινιστικά μηνύματα σε δημοσιογράφους μέσω WhatsApp).

Το αγκάθι των S-400 έχει όμως φτάσει πια στο σημείο – έπειτα από τις αμερικανικές κυρώσεις του Δεκεμβρίου κατά της «εχθρού της Αμερικής» Άγκυρας (βάσει του νόμου CAATSA) αλλά και την προηγούμενη έξωση της Τουρκίας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35 – να προκαλεί σοβαρούς τριγμούς ακόμη και στο εσωτερικό της γείτονος. Δεν είναι λίγοι εκείνοι μεταξύ των Τούρκων αναλυτών (Σεμίχ Ιντίζ, Ανρί Μπάρκεϊ, Φικρέτ Μπιλά κ.ά.) που βγαίνουν πια ανοιχτά και, σε μια λογική κόστους-οφέλους, αμφισβητούν το «σκεπτικό» πίσω από την κίνηση της (έναντι 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων) αγοράς των S-400, οι ίδιοι βλέποντας πια… αναπάντητα ερωτήματα («που θα τοποθετηθούν οι εν λόγω συστοιχίες;» και «ποία ακριβώς θα είναι η αποστολή τους;»), διαψευσθείσες προσδοκίες (η Μόσχα ουδέποτε συμφώνησε να μοιραστεί με την Τουρκία ρωσική τεχνογνωσία) και ερντογανικές πολιτικές «παρορμήσεις».

«Οι S-400 μετατρέπονται γρήγορα σε βαρύδι για την Τουρκία», σχολιάζει ο Σεμίχ Ιντίζ, υπογραμμίζοντας με νόημα ότι ο Ερντογάν δεν έχει πια το περιθώριο να κάνει πίσω στο συγκεκριμένο μέτωπο χωρίς πολιτικό κόστος για τον ίδιο και το κόμμα του στο εσωτερικό.

Πρώην πρέσβεις της Τουρκίας κατά των S-400

Αλλά και πέρα από τους αναλυτές, τρεις πρώην πρέσβεις της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ (οι Αχμέτ Ουζουμτζού, Μεχμέτ Φατίχ Τζεϊλάν και Ουμίτ Παμίρ) έσπευσαν – με ανοιχτή επιστολή τους – να προτείνουν μια σειρά από κινήσεις «εποικοδομητικού» χαρακτήρα που εκείνοι θεωρούν πως θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στη Δύση και την Τουρκία. Τι πρότειναν λοιπόν οι πρώην πρέσβεις ως «λύση» ειδικά για τους S-400; Δύο πράγματα: Την μη-ενεργοποίησή τους από τη μία πλευρά, και το να αναγνωρισθεί στη Δύση το δικαίωμα από την άλλη να επαληθεύει εάν και κατά πόσο ισχύει η μη-ενεργοποίηση ή όχι («the issue of the Russian-made S-400s could be satisfactorily resolved if Turkey makes a verifiable pledge within NATO not to activate the system»).

Ηνωμένες Πολιτείες και Τουρκία προφανώς και συνεχίζουν να διατηρούν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας. Αναφορικά με την αμερικανοτουρκική διαμάχη γύρω από τους S-400 ωστόσο «δεν υπάρχει εύκολη λύση», όπως σημειώνει εύστοχα σε άρθρο του ο κυνηγημένος από το καθεστώς Ερντογάν ακαδημαϊκός Ανρί Μπάρκεϊ, υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων και τη διακομματική ενόχληση που κυριαρχεί πλέον στο αμερικανικό κογκρέσο έναντι της Τουρκίας ενώνοντας Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους.

Τουρκική διγλωσσία έναντι Κίνας και Ισραήλ

Η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιμένει ωστόσο – κινούμενη μονομερώς – να παίζει ταυτόχρονα σε πολλά… αντιδυτικά ταμπλό, αξιοποιώντας ως μέσο πίεσης όχι μόνο ρωσικούς πυραύλους αλλά και κινεζικά εμβόλια. Στο μέτωπο της καταπολέμησης του κορονοϊού επί παραδείγματι, η Άγκυρα επέλεξε να αγοράσει εμβόλια από την Κίνα (Sinovac) με μεσάζοντα ιδιωτική τουρκική εταιρεία (Keymen İlaç) που συνδέεται με τον Ερντογάν και το AKP, ενώ προσφάτως γιόρτασε και το «ιστορικό» ταξίδι της πρώτης τουρκικής εμπορικής αμαξοστοιχίας (Çin İhracat Trenimiz – China Export Train) από τον Μαρμαρά στην κινεζική Σιάν. Αξιοσημείωτη υπενθύμιση: Μόλις την περασμένη Άνοιξη, η Τουρκία επιχειρούσε (μέσω Turkey-U.S. Business Council TAIK και του Μεχμέτ Αλί Γιαλτσιντάγ) να πλασαριστεί ως εναλλακτική εφοδιαστική-βιομηχανική-παραγωγική επιλογή για τις ΗΠΑ έναντι της Κίνας στη σκιά του οξυνόμενου σινοαμερικανικού ανταγωνισμού.

Ολίγους μήνες μετά, οι Τούρκοι κοιτούν πλέον προς την πλευρά του Πεκίνου με το οποίο έχουν συνάψει και ειδική συμφωνία έκδοσης καταζητούμενων… Ουιγούρων (από την Τουρκία πίσω στην Κίνα), παρά τα όσα φαινομενικώς «αλληλέγγυα» επιμένει να διαμηνύει στη θεωρία το καθεστώς Ερντογάν υπέρ των διωκόμενων μουσουλμάνων της βορειοδυτικής Κίνας.