Το παρελθόν επιστρέφει συχνά ως σημείο αναφοράς, προσφέροντας κατευθυντήριες γραμμές ανάλυσης των τρεχουσών εξελίξεων, αλλά και το πλαίσιο των γεωπολιτικών συντεταγμένων μέσα στο οποίο αυτές ξεδιπλώνονται. Ο χρόνος, ωστόσο, δεν γυρίζει πίσω.

Επιβεβαιώνοντας όσους είχαν προβλέψει ότι η δεύτερη θητεία του στην προεδρία των ΗΠΑ θα ήταν πολύ πιο «σαρωτική» από την πρώτη, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε μέσα σε λίγους μήνες πολλά: μετονόμασε τον Κόλπο του Μεξικού σε Κόλπο της Αμερικής, απείλησε με προσάρτηση τη Γροιλανδία και τον Καναδά, επιχείρησε να επαναφέρει τη Διώρυγα του Παναμά υπό (μερικό) αμερικανικό έλεγχο, φοβέρισε τη Βραζιλία του Λούλα με υπέρογκους δασμούς (για χάρη του Μπολσονάρου), επιτέθηκε στον Κολομβιανό πρόεδρο Γκουστάβο Πέτρο, πήρε θέση στο πλευρό του Αργεντινού προέδρου Χαβιέρ Μιλέι τον οποίο και στήριξε οικονομικά, εκτόξευσε προειδοποιητικά πυρά κατά της Μεξικανής προέδρου Κλαούντια Σέινμπαουμ, επικήρυξε τον Βενεζουελάνο πρόεδρο Νικολάς Μαδούρο για 50 εκατ. δολ., κι άρχισε να στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις στην Καραϊβική αλλά και να ανατινάζει στα διεθνή χωρικά ύδατα βάρκες που φέρονται, σύμφωνα πάντοτε με τον Αμερικανό πρόεδρο, να μεταφέρουν ναρκεμπόρους και φορτία ναρκωτικών.

Στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν όλες αυτές τις -ομολογουμένως πυκνές- κινήσεις με όρους ιστορικών αναλογιών, πολλοί ανατρέχουν στο παλαιό Δόγμα Μονρόε και τους πιο πρόσφατους πολέμους κατά των ναρκωτικών («war on drugs») οι οποίοι όμως συνοδεύονταν κι από άλλες -άσχετες με τα ναρκωτικά- γεωπολιτικές στοχεύσεις ενίσχυσης των αμερικανικών σφαιρών επιρροής και ελέγχου.

Η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται, τηρουμένων των αναλογιών. Κάποιοι από τους βασικούς παράγοντες των εξελίξεων έχουν, ωστόσο, εν τω μεταξύ αλλάξει σημαντικά, διαμορφώνοντας ένα νέο περιβάλλον συσχετισμών ισχύος και ανταγωνισμών.

Αυτό που είναι πια πολύ διαφορετικό στη διεθνή σκηνή πια είναι η θέση της Κίνας. Πολλοί μιλούν, εδώ και καιρό, για το τέλος της δυτικής ηγεμονίας και της άλλοτε καλούμενης μονοπολικής στιγμής, για την ανάδυση ενός νέου διπολισμού ή πολυπολισμού, που πλέον περιστρέφεται γύρω από το Πεκίνο και τον αναδυόμενο Παγκόσμιο Νότο.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Τραμπ δεν επιλέγει τον απομονωτισμό αλλά μια (επι)στροφή των ΗΠΑ στο δυτικό ημισφαίριο. Αντί να ενδιαφερθεί για την Ταϊβάν όπως έκαναν οι προκάτοχοί του την προηγούμενη τετραετία (Μπάιντεν, Πελόζι κ.ά.), στρέφει το βλέμμα πίσω στην αμερικανική γειτονιά.

«Ως πρόεδρος, ο Τζο Μπάιντεν δήλωσε σε τέσσερις ξεχωριστές περιπτώσεις ότι οι ΗΠΑ θα πολεμούσαν για να υπερασπιστούν την Ταϊβάν. Ο Τραμπ όμως δεν έχει πει κάτι τέτοιο. Αντ’ αυτού, έπληξε την Ταϊβάν με δασμούς 20% και επιχείρησε να αναγκάσει την ταϊβανέζικη εταιρεία ημιαγωγών TSMC να μεταφέρει τις δραστηριότητές της στις ΗΠΑ […] Παράλληλα, κυκλοφορούν πια αναφορές ότι το αμερικανικό Πεντάγωνο πρόκειται να ανακοινώσει έναν σημαντικό αναπροσανατολισμό της αμυντικής πολιτικής των ΗΠΑ – εστιάζοντας στο δυτικό ημισφαίριο, σε βάρος της ανατολικής Ασίας», γράφει ο Γκίντεον Ράχμαν στους FT.

«Αξιωματούχοι του αμερικανικού Πενταγώνου προτείνουν στο δοθεί προτεραιότητα στο εσωτερικό των ΗΠΑ και στο δυτικό ημισφαίριο», ενώ αντιθέτως στο παρελθόν, ακόμη και κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, είχε δοθεί έμφαση στην ανάγκη ανάσχεσης της «κινεζικής απειλής».

«Προσχέδιο της νεότερης Στρατηγικής Εθνικής Άμυνας (National Defense Strategy), το οποίο έφτασε στο γραφείο του υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκεθ, θέτει τις εγχώριες και περιφερειακές αποστολές πάνω από την αντιμετώπιση αντιπάλων όπως το Πεκίνο και η Μόσχα…», γράφει χαρακτηριστικά το αμερικανικό Politico.

Αυτό που είναι όμως πια πολύ διαφορετικό σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι η Κίνα έχει ήδη ακροβολιστεί εκεί: στην πίσω αυλή των ΗΠΑ, όχι στρατιωτικά όπως έκαναν άλλοτε οι Αμερικανοί, αλλά οικονομικά, εμπορικά και ενεργειακά.

«Μέσα σε μόλις δύο δεκαετίες, η Κίνα μετατράπηκε σε κυρίαρχη δύναμη στη Λατινική Αμερική. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι μέχρι το 2035 μπορεί ακόμη και να ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της εν λόγω περιοχής.

Η Κίνα είναι ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Νότιας Αμερικής εδώ και αρκετό καιρό, ενώ σήμερα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Λατινικής Αμερικής, μετά τις ΗΠΑ», διαβάζουμε σε σχετικό briefing της εσωτερικής υπηρεσία έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (European Parliamentary Research Service – EPRS).

Η κινεζική πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος BRI έχει αρχίσει να απλώνεται στη Λατινική Αμερική ήδη από το 2018, ενώ το Πεκίνο αναπτύσσει παράλληλα δράση εκεί ήδη από το 2014-2015 μέσω του Φόρουμ Κίνας-CELAC (όπου CELAC η Κοινότητα Χωρών Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής).

Μόλις τον περασμένο Μάιο, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζιπίνγκ υποδέχθηκε στο Πεκίνο πολλούς ηγέτες από την Καραϊβική και τη Λατινική Αμερική στους οποίους υποσχέθηκε μια νέα γραμμή πίστωσης ύψους 9 δισεκατομμυρίων δολαρίων για επενδύσεις, στο πλαίσιο της τέταρτης υπουργικής συνόδου του Φόρουμ Κίνας-CELAC. Ενδεικτικά, από τα 33 μέλη της Κοινότητα των Χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, τα 24 έχουν ήδη ενταχθεί στο κινεζικό BRI.

«Σχετικά πρόσφατο παράδειγμα κινεζικής στρατηγικής επένδυσης στην περιοχή αποτελεί το λιμάνι Chancay στο Περού, το οποίο θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα στην εφοδιαστική αλυσίδα της Λατινικής Αμερικής, καθώς θα ανακατευθύνει το εμπόριο μεταξύ Λατινικής Αμερικής και Ασίας, παρακάμπτοντας τον Ατλαντικό και τη Διώρυγα του Παναμά», υπογραμμίζει στη σχετική ανάλυσή της η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Κοινοβουλευτικής Έρευνας – EPRS.

Το αμερικανικό Council on Foreign Relations συνοψίζει κάποιες από τις βασικές παραμέτρους της κινεζικής διείσδυσης στις περιοχές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής: «Βραζιλία, Κούβα, Παραγουάη, Περού και Βενεζουέλα είναι μεταξύ των χωρών της Λατινικής Αμερικής με τις μεγαλύτερες κοινότητες κινεζικής διασποράς.

Στις κύριες εξαγωγές της Λατινικής Αμερικής προς την Κίνα περιλαμβάνονται η σόγια, τα λαχανικά, τα ζωικά προϊόντα, ο χαλκός, το πετρέλαιο κ.ά. Το 2024, η Βραζιλία κάλυψε πάνω από το 70% των εισαγωγών σόγιας της Κίνας.

Ως τα τέλη του 2024, το Πεκίνο είχε υπογράψει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τη Χιλή, την Κόστα Ρίκα, τον Ισημερινό, τη Νικαράγουα και το Περού. Περισσότερες από είκοσι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής έχουν ενταχθεί στην Πρωτοβουλία Μία Ζώνη Ένας Δρόμος (BRI), με πιο πρόσφατη την Κολομβία.

Το 2024, οι άμεσες ξένες επενδύσεις της Κίνας στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική ανήλθαν σε περίπου 8,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι κρατικές China Development Bank και Export-Import Bank of China έχουν, από το 2005, δανείσει περισσότερα από 120 δισεκατομμύρια δολάρια σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, συχνά με αντάλλαγμα πετρέλαιο και με στόχο τη χρηματοδότηση ενεργειακών έργων και έργων υποδομής. Η Βενεζουέλα είναι μακράν ο μεγαλύτερος δανειολήπτης αφού έχει λάβει κινεζικά κρατικά δάνεια αξίας σχεδόν 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων…».

Ωστόσο, εάν λάβει κανείς υπόψη τα προαναφερθέντα στοιχεία, τότε ο νέος «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» που παρουσιάζεται να κηρύσσει πια ο Τραμπ βάζοντας στο στόχαστρο κυρίως τον Μαδούρο αποκτά πια άλλες… κινεζικές διαστάσεις.

Κάποιοι πάντως προειδοποιούν ότι με την επιθετική στάση του, ο Αμερικανός πρόεδρος κινδυνεύει να σπρώξει πολλές από τις χώρες της περιοχής ακόμη πιο βαθιά μέσα στις αγκάλες του Πεκίνου.