Το σκεπτικό γύρω από αυτό που καλούμε «αποτροπή» (deterrence) ηχεί τόσο λογικό που μοιάζει σχεδόν αυταπόδεικτο: εάν είσαι αρκετά ισχυρός ώστε να μπορείς να προκαλέσεις σημαντικά πλήγματα στον αντίπαλο, εκείνος δεν θα σου επιτεθεί γιατί θα ξέρει ότι δεν τον συμφέρει. Με βάση μια ανάλυση κόστους-οφέλους, ο δυνητικός επιτιθέμενος θα καταλάβει ότι ίσως να μην είναι προς το συμφέρον του να προκαλέσει μια σύρραξη το κόστος της οποίας μπορεί να είναι για εκείνον μεγαλύτερο από όσο το όποιο δυνητικό όφελος. Μέχρι εδώ όλα «καλά».

Με όρους ορθολογικούς, η αποτροπή βγάζει νόημα, και μαζί της βέβαια βγάζουν νόημα και άλλα πολλά: τα πυρηνικά της Βορείου Κορέας, το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης κ.ά. Τι γίνεται, όμως, στον υπόλοιπο πραγματικό κόσμο;  

Η Χαμάς γνώριζε πολύ καλά όταν επιτέθηκε στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου προκαλώντας θανάτους και παίρνοντας ομήρους, ότι θα ακολουθούσαν συντριπτικά αντίποινα από την πλευρά των Ισραηλινών. Με όρους «αποτρεπτικής ισχύος», το Ισραήλ θα έπρεπε να θεωρείται… απλησίαστο.

Κι όμως, η Χαμάς ρίσκαρε αν και γνώριζε ότι ο αντίπαλος είναι κατά πολύ ισχυρότερος στρατιωτικά. Γιατί; Προφανώς ήθελε να ανακατέψει βίαια την τράπουλα, ανατρέποντας όσα είχαν αρχίσει να διαμορφώνεται ως νέα τάξη πραγμάτων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής έπειτα από τις – θετικές για το Ισραήλ, αρνητικές για τους Παλαιστινίους – Συμφωνίες του Αβραάμ.

Προφανώς ήθελε να επαναφέρει το Παλαιστινιακό στο επίκεντρο των εξελίξεων, ενώ παράλληλα προσδοκούσε πιθανά οφέλη μέσα από δυνητικά ρήγματα στον άξονα Ισραήλ-Αράβων αλλά και από την ενδεχόμενη μεγαλύτερη εμπλοκή δυνάμεων εχθρικών προς το Ισραήλ όπως είναι για παράδειγμα εκείνες του Ιράν και της Χεζμπολάχ.

Η Χαμάς μπορεί να θεωρούσε ότι η ίδια «έχανε» όπως είχαν τα πράγματα στην περιοχή πριν από τις 7 Οκτωβρίου και ότι, ως εκ τούτου, δεν είχε πια άλλη επιλογή παρά να ρισκάρει, ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι έτσι θα διακινδύνευε να χάσει ακόμη περισσότερα…   

Αλλά και οι Χούθι της Υεμένης γνωρίζουν πια πολύ καλά ότι ρισκάρουν όταν βάλλουν κατά δυτικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα. Ρισκάρουν να προκαλέσουν τη μήνη όχι μόνο των Δυτικών ή των Ισραηλινών αλλά και των Αιγύπτιων που επίσης πλήττονται οικονομικά από την ταραχή στον διάδρομο Ερυθράς-Σουέζ. Οι Χούθι γνωρίζουν ότι οι δυνάμεις που έχουν απέναντί τους είναι κατά πολύ ισχυρότερες στρατιωτικά από τους ιδίους. Με όρους αποτρεπτικής ισχύος, δεν θα έπρεπε να τις προκαλούν. Οι Υεμενίτες αντάρτες ωστόσο το ρισκάρουν, ενδεχομένως επειδή θεωρούν ότι η Δύση, που έχει ήδη ανοιχτά μέτωπα στην Ουκρανία και στη Γάζα, δεν θα θελήσει να ανοίξει παράλληλα κι άλλο ένα νέο μέτωπο πάνω στον εμπορικά κομβικό δρόμο της Ερυθράς. 

Δυνάμεις όπως είναι εκείνες των Χούθι και της Χαμάς έχουν βέβαια – και εκείνες – τη δική τους ιδιότυπη «αποτρεπτική ισχύ» που έχει να κάνει όμως όχι με τα οπλικά συστήματα που έχουν στη διάθεσή τους αλλά πιο πολύ με την ικανότητά τους να προκαλούν αναστάτωση σε γεωγραφικά κρίσιμα σημεία της υφηλίου. Η «αποτροπή», στη δική τους περίπτωση, έχει να κάνει περισσότερο με ακριβώς αυτήν τη διάθεση που έχουν να διακινδυνεύουν σε ρόλο ταραξία. 

Αλλά και πίσω στην Ευρώπη, η Ρωσία του Πούτιν γνώριζε πολύ καλά, όταν ξεκινούσε την εισβολή της στην Ουκρανία πριν από ακριβώς δύο χρόνια, ότι αυτή η επίθεση θα συνοδευόταν από αντιδράσεις, αντίποινα και απώλειες. Οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες (CIA, MI6) είχαν ενημερώσει τον Ζελένσκι ήδη από τον Νοέμβριο του 2021 ότι ο Πούτιν επρόκειτο να εισβάλει, σύμφωνα με όσα αποκαλύπτονται πια (βλ. «The Spy War: How the C.I.A. Secretly Helps Ukraine Fight Putin» από New York Times). Έως και τον Φεβρουάριο του 2022 ωστόσο, η Ρωσία μετρούσε νίκες: στη Γεωργία το 2008, στην Κριμαία το 2014, στη Συρία μετά το 2015, στην Ευρώπη με την οποία έχτιζε ενεργειακές εξαρτήσεις κυρίως μέσω Γερμανίας (βλ. Nord Stream 1 και 2)…

Η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» του 2022 ήταν όμως άλλου επιπέδου πρόκληση. Όταν επιχείρησαν να μπουν με τον στρατό τους στο Κίεβο, οι Ρώσοι υποτίμησαν την αποτρεπτική ισχύ των Ουκρανών αλλά και τις κόκκινες γραμμές της νατοϊκής Δύσης που, σε αυτήν την περίπτωση, όντως αναθεώρησε τις σχέσεις της με το Κρεμλίνο. 

Δύο χρόνια μετά, οι Ρώσοι εξακολουθούν να μάχονται ενάντια σε μια Ουκρανία η οποία έχει έρθει όμως πιο κοντά στο δυτικό στρατόπεδο, έχοντας απέναντί τους ένα ΝΑΤΟ το οποίο έχει έρθει πιο κοντά στα ρωσικά σύνορα μέσα από τη – μάλλον αδιανόητη πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία – ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στη Συμμαχία. 

Η Μόσχα μετρά, πια, εδαφικά κέρδη εντός της Ουκρανίας τα οποία πολύ δύσκολα θα απωλέσει. Όλα αυτά ωστόσο, είχαν κόστος.  

«Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία έχουν κοστίσει στη Ρωσία έως και 211 δισεκατομμύρια δολάρια […] Τουλάχιστον 20 μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους ρωσικά πολεμικά πλοία έχουν βυθιστεί στη Μαύρη Θάλασσα και 315.000 Ρώσοι στρατιώτες έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί», αναφέρεται σε κείμενο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα DefenseNews, όπου γίνεται επίκληση στοιχείων που προέρχονται από το αμερικανικό Πεντάγωνο. Κι όλα αυτά, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς το κόστος από τις δυτικές κυρώσεις και τη διάρρηξη των ενεργειακών σχέσεων Ρωσίας-Δύσης. 

Εάν αποδειχθούν αληθείς οι αναλύσεις που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας (του βρετανικού think tank RUSI για παράδειγμα, με τίτλο «Russian Military Objectives and Capacity in Ukraine Through 2024»), τότε οι Ρώσοι πορεύονται πια στο ουκρανικό μέτωπο με ανανεωμένη αυτοπεποίθηση και ορίζοντα ολοκλήρωσης του πολέμου το… 2026. Ο λογαριασμός, ωστόσο, θα πρέπει να γίνει στο τέλος. Και σε μια ανάλυση κόστους-οφέλους, τα δεδομένα μπορεί να μην είναι τόσο θετικά για τον μελλοντικό «νικητή».