Δασμοί Τραμπ: Το βαρύ τίμημα της «απελευθέρωσης» και τα νέα δεσμά
Ο ηγέτης που υποτίθεται ότι θα τελείωνε όλους τους πολέμους άμα τη επιστροφή του στην εξουσία, μόλις ξεκίνησε έναν νέο (εμπορικό) πόλεμο, και μάλιστα παγκόσμιο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε χθες, από τον Λευκό Οίκο, ότι πρόκειται να αρχίσει να «βομβαρδίζει» με πρόσθετους φόρους όχι μία, ούτε δύο, αλλά περισσότερες από εκατό χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ διατηρούν εμπορικές σχέσεις: μεταξύ αυτών την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τη Νότια Κορέα, την Τουρκία, το Ισραήλ, τη Βρετανία και την Ευρώπη (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης), κοινώς όλους τους μεγάλους όχι μόνον εμπορικούς αλλά και γεωστρατηγικούς συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σε πείσμα της διεθνούς ανησυχίας, ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ πανηγυρίζει. Υποστηρίζει ότι έτσι, δασμολογικώ τω τρόπω, πρόκειται να αυξηθούν σημαντικά τα έσοδα του ομοσπονδιακού αμερικανικού κράτους, ότι οι νέες ρυθμίσεις θα προσελκύσουν βιομηχανίες και γραμμές παραγωγής εντός των αμερικανικών συνόρων και ότι τα εμπορικά ελλείμματα του παρελθόντος θα γίνουν στο μέλλον πλεονάσματα για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παράλληλα ωστόσο, μέσα από το πρίσμα αυτών των δασμών, η διοίκηση Τραμπ (θέλει να) βλέπει και άλλα –προσδοκώμενα– οφέλη: την αντικατάσταση των παλαιών εμπορικών συμφωνιών με νέες διμερείς συμφωνίες που θα είναι περισσότερο συμφέρουσες για τις ΗΠΑ, την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων σε άλλα μέτωπα (μεταναστευτικό κ.ά.) υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων, την ενδεχόμενη άρση περιορισμών που επιβάλλονταν παλαιότερα στα αμερικανικά αγαθά που εξάγονταν στο εξωτερικό κ.ά.
Οι δασμοί που ανακοίνωσε χθες ο Τραμπ παρουσιάστηκαν μεν ως «ανταποδοτικοί», χωρίς όμως ακριβώς να είναι σε όλες τις περιπτώσεις. Χώρες όπως η Βρετανία για παράδειγμα, έναντι των οποίων οι ΗΠΑ έχουν εμπορικό πλεόνασμα, είδαν κι εκείνες τους σε βάρος τους δασμούς να αυξάνονται (κατά 10% στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου). Με άλλα λόγια, η διοίκηση Τραμπ δεν έβαλε στο στόχαστρο μόνον τους έχοντες εμπορικά πλεονάσματα.
Αλλά ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο υπολογίστηκαν αυτοί οι δασμοί, μάλλον προβληματίζει.
Για να καταλήξει στην ευρεία γκάμα με τα ποσοστά (10% έως 50%) που ανακοινώθηκαν χθες, το οικονομικό επιτελείο του Ντόναλντ Τραμπ πήρε το εμπορικό έλλειμμα που καταγράφουν οι ΗΠΑ στις συναλλαγές τους με μια χώρα και το διαίρεσε με το σύνολο της αξίας των αγαθών που εισάγουν οι ΗΠΑ από αυτήν τη χώρα.
Ακολούθως, πήρε το αποτέλεσμα αυτής της διαίρεσης και το διαίρεσε ξανά, με τον αριθμό 2. Κάπως έτσι για παράδειγμα, υπολογίστηκε το 34% των δασμών που ανακοινώθηκαν σε βάρος της Κίνας: Εάν διαιρεθεί το εμπορικό έλλειμα των ΗΠΑ που στην προκειμένη περίπτωση είναι 295 δισ. δολ., με το σύνολο των κινεζικών εισαγωγών στις ΗΠΑ που είναι 440 δισ. δολ., το αποτέλεσμα είναι 0,67 ή 67%· και αν, εν συνεχεία, αυτό το 67 διαιρεθεί με το 2, το αποτέλεσμα είναι 33,5 το οποίο, στρογγυλοποιημένο προς τα πάνω, γίνεται 34.
Οικονομικοί αναλυτές υποστηρίζουν, πάντως, ότι το ύψος των εκάστοτε δασμών είναι ένα στοιχείο περίπλοκο και πολυπαραγοντικό, που «κανονικά» δεν θα έπρεπε να υπολογίζεται με ένα απλό σετ τριών διαιρέσεων το οποίο προσαρμόζεται μάλιστα σε χώρες με πολύ διαφορετικά ποσοτικά αλλά και ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Στο ίδιο πλαίσιο ωστόσο, πολλοί υποστηρίζουν ότι τα ποσοστά που ανακοίνωσε χθες ο Τραμπ υπολογίστηκαν κατά αυτόν τρόπο ακριβώς επειδή λογίζονται ως ενδεικτικά, κι όχι ως οριστικά. Με βάση αυτήν την προσέγγιση, τα διαφορετικά ύψη των δασμών που ανακοίνωσε την Τετάρτη ο Αμερικανός πρόεδρος πρόκειται να λειτουργήσουν ως… σημεία αναφοράς και διαφορετικές αφετηρίες για τις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν το προσεχές διάστημα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την υπόλοιπη υφήλιο. Πόσο, όμως, θα διαρκέσουν αυτές οι διαπραγματεύσεις; Πού θα οδηγήσουν και τι θα έχει μεσολαβήσει εν τω μεταξύ σε τιμές και εφοδιαστικές αλυσίδες;
Θα υπάρξουν, άραγε, νέες συμβιβαστικού τύπου συμφωνίες, ή μήπως στον αντίποδα, θα οδηγηθούμε σε ένα σπιράλ κλιμακούμενων tit-for-tat αντιποίνων, στο πλαίσιο του οποίου οι εμπορικοί εταίροι θα ανταλλάσσουν μεταξύ τους αλλεπάλληλα «πυρά» αυξημένων δασμών;
Προς το παρόν πάντως, οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ, ή τουλάχιστον πολλοί εξ αυτών, παρουσιάζονται έτοιμοι να απαντήσουν με τους δικούς τους ανταποδοτικούς δασμούς στους δασμούς της διοίκησης Τραμπ. Μια τέτοια προσέγγιση ωστόσο, εάν δεν ιδωθεί ως μέσο διαπραγμάτευσης, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε νέες συμφωνίες, αλλά σε μια νέα «κανονικότητα» αναγεννημένου προστατευτισμού και γενικώς υψηλότερων τιμών.
Ενα διεθνές σύστημα όπως είναι το τρέχον, το οποίο έχει παγιωθεί μέσα από πρακτικές και θεσμικές ρυθμίσεις δεκαετιών, δεν πρόκειται να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτό είναι σαφές.
Αλλά και πέρα από τη χρονική διάρκεια της όποιας μεταβατικής περιόδου, λέγεται ότι υπάρχουν πράγματα που ενδεχομένως να μη γίνονται καν. Η προσωπική εμμονή που παρουσιάζεται να έχει ο Ντόναλντ Τραμπ με την εξάλειψη κάθε ελλειμματικής εμπορικής σχέσης, εκτιμάται ότι θα ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις μη επιτεύξιμη ή άστοχη. Υπάρχουν, για παράδειγμα, αγαθά τα οποία δεν γίνεται να παραχθούν στις ΗΠΑ επειδή δεν ευδοκιμούν εκεί και τα οποία, ως εκ τούτου, θα πρέπει πάντοτε να εισάγονται. Υπάρχουν, επίσης, αγαθά η εισαγωγή των οποίων κοστίζει λιγότερο από την παραγωγή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις δε, το όποιο εμπορικό έλλειμμα απορρέει από κάτι ευρύτερο: σχετίζεται με τις επενδύσεις που κάνει ή δεν κάνει μια χώρα στο εσωτερικό, τα ποσά που δανείζεται η ίδια χώρα από το εξωτερικό και τα δημοσιονομικά της ελλείμματα.
Πάντως στον απόηχο των χθεσινών εξαγγελιών του Ντόναλντ Τραμπ, το δολάριο έπεφτε, πράγμα που θα μπορούσε να ενισχύσει τις αμερικανικές εξαγωγές, εάν όμως εκείνες δεν πληγούν από τους ανταποδοτικούς δασμούς που αναμένεται, με τη σειρά τους, να επιβάλουν οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ στις ΗΠΑ.
Από εκεί και πέρα, για τις αμερικανικές εταιρείες που εισάγουν εξαρτήματα από το εξωτερικό (τις αυτοκινητοβιομηχανίες, τους τεχνολογικούς κολοσσούς κ.ά.), πολλά υλικά θα γίνουν τώρα ακριβότερα.
Οι τιμές θα ανέβουν στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών. Το εάν και το πώς θα τις απορροφήσουν οι εταιρείες και οι καταναλωτές, είναι κάτι που μένει να φανεί.
Παράλληλα ωστόσο, έχουν αρχίσει πια να διακινούνται ως πιθανά και άλλα σενάρια… ύφεσης για την αμερικανική οικονομία, υποχώρησης των ρυθμών ανάπτυξης στην ευρωζώνη και επιδεινούμενων προβλημάτων για τις οικονομίες που με τα σημερινά δεδομένα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ όπως είναι, για παράδειγμα, εκείνες της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιρλανδίας, μεταξύ άλλων.
«Θα υπάρξει μια μικρή αναστάτωση, αλλά είμαστε εντάξει με αυτό», είχε δηλώσει ο Ντόναλντ Τραμπ πριν από ακριβώς έναν μήνα, στις 4 Μαρτίου, αναφερόμενος στους δασμούς ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου. Εκείνη η «μικρή αναστάτωση» είναι σαφές πια ότι δεν θα είναι μικρή. Οσο για το μέλλον, έπειτα από την καλούμενη «ημέρα απελευθέρωσης» θα ακολουθήσουν οι ημέρες της κρίσης και του απολογισμού…
Πηγή: kathimerini.gr