Big tech και έθνη-κράτη: ποιος ορίζει τις γεωπολιτικές εξελίξεις;
Στη φωτογραφία ο Ιαν Μπρέμερ υποστηρίζει πως η απάντηση στις βιαιότητες στο Καπιτώλιο, τον Ιανουάριο του 2021, δεν ήρθε από τις αμερικανικές Αρχές, αλλά από τους τεχνολογικούς κολοσσούς που πήραν την απόφαση να κατεβάσουν τους λογαριασμούς του Facebook και του Twitter του απερχόμενου προέδρου Ντ. Τραμπ, ενώ και οι συλλήψεις και διώξεις πραγματοποιήθηκαν με βάση όσα ενοχοποιητικά είχαν -οι φερόμενοι ως εμπλεκόμενοι στα επεισόδια- δημοσιεύσει στα social media.
Για να μπορέσει να αναλύσει κανείς -από γεωπολιτική σκοπιά- το παρόν και να προβλέψει το μέλλον, θα πρέπει να κοιτάξει πια προς την πλευρά όχι μόνο των μεγάλων εθνών-κρατών, αλλά και των μεγαλύτερων ιδιωτικών τεχνολογικών κολοσσών (Big Tech) της υφηλίου. Γιατί η «εξουσία» τους πλέον αψηφά και δοκιμάζει τα «παραδοσιακά» όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, εθνικού και πολυεθνικού, οικονομικού και πολιτικού.
Αυτό υποστηρίζει ο επιφανής Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Ιαν Μπρέμερ (Eurasia Group, GZERO Media), μέσα από άρθρο που δημοσίευσε το φθινόπωρο του 2021 στο περιοδικό Foreign Affairs υπό τον τίτλο «The Technopolar Moment: How Digital Powers Will Reshape the Global Order» («Η τεχνοπολική στιγμή: Πως οι ψηφιακές δυνάμεις θα αναμορφώσουν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων», σε ελεύθερη ελληνική μετάφραση).

Με την άποψη του Μπρέμερ έσπευσε ωστόσο να διαφωνήσει ένας άλλος επιφανής Αμερικανός πανεπιστημιακός, ο καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Στίβεν Μ. Ουόλτ, μέσα από άρθρο που δημοσίευσε στο περιοδικό Foreign Policy στις αρχές Νοεμβρίου του 2021 υπό τον τίτλο «Big Tech Won’t Remake the Global Order» («Οι κολοσσοί της τεχνολογίας δεν πρόκειται να αναπλάσουν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων»).
«Γεωπολιτικοί παίκτες»
Για τον Μπρέμερ, οι σύγχρονοι τεχνολογικοί κολοσσοί – εταιρείες όπως η Google (Alphabet Inc.), το Facebook (πλέον Meta Platforms, Inc.), η Amazon, η Microsoft κ.ά. – θα πρέπει πλέον να γίνονται αντιληπτοί και ως «γεωπολιτικοί παίκτες»(«geopolitical actors»), η δύναμη των οποίων έχει μάλιστα ολοένα μεγαλύτερο βάρος στις εξελίξεις διεθνώς. Για τον Ουόλτ από την άλλη, τα κράτη συνεχίζουν και θα συνεχίσουν επί της ουσίας να βρίσκονται στον πυρήνα των εξελίξεων, ενώ και οι τεχνολογικοί κολοσσοί του παρόντος δεν είναι στην πραγματικότητα πολύ διαφορετικοί από άλλους επιχειρηματικούς κολοσσούς του παρελθόντος που επηρέασαν μεν τα έθνη-κράτη, χωρίς όμως να καταφέρουν στην πορεία να τα παραμερίσουν.
Big Tech
Το θέμα μπορεί να διχάζει, αλλά είναι υπαρκτό και απολύτως επίκαιρο. Αυτό που αποκαλούμε άλλωστε Big Tech είναι πια όντως «παντού», επηρεάζοντας τα πάντα όχι μόνο σε επίπεδο ατομικό (καταναλωτικές συνήθειες, πολιτικές επιλογές, διαδίκτυο των πραγμάτων) αλλά και στη διεθνή σκακιέρα (προφίλ χωρών, εξελίξες στον κυβερνοχώρο, ηλεκτρονικό εμπόριο, κυβερνοπόλεμος, διασπορά ψευδών ειδήσεων). Πανίσχυρες ιδιωτικές εταιρείες, ικανές να επηρεάζουν ή ακόμη και να υπαγορεύουν κυβερνητικές αποφάσεις και κρατικές πολιτικές, έχουν υπάρξει πολλές διεθνώς τα περασμένα χρόνια: στα μέτωπα της ενέργειας για παράδειγμα (Big Oil), των αμυντικών συστημάτων, της βαριάς βιομηχανίας, του χρηματοπιστωτικού κλάδου κ.ά.

Ο Μπρέμερ υπογραμμίζει ωστόσο πως όλες εκείνες οι εταιρείες, όσο ισχυρές και αν ήταν, υπήρχαν στον πραγματικό φυσικό κόσμο («real physical space»), εντός απτών ορίων που δεν είχαν θέσει οι ίδιες (αν και σε πολλές περιπτώσεις τα επηρέαζαν) και υπό τη δικαιοδοσία κυρίαρχων κρατικών οντοτήτων με τη νομοθεσία των οποίων όφειλαν να συμμορφώνονται (αν και σε πολλές περιπτώσεις την επηρέαζαν και αυτήν).
Όμως οι τεχνολογικοί κολοσσοί, στον αντίποδα, παρουσιάζονται πια να ασκούν κυριαρχία επί του ψηφιακού χώρου («digital space») όχι μόνο επηρεάζοντας τους κανόνες του ψηφιακού παιχνιδιού, αλλά στην πραγματικότητα δημιουργώντας το ίδιο το παιχνίδι και τους κανόνες του (απολύτως ενδεικτικό των διαθέσεων το metaverse που «εγκαινίασε» πρόσφατα ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ του Facebook). Με την υποσημείωση, βέβαια, ότι στον εν λόγω ψηφιακό χώρο έχουν εν τω μεταξύ μεταφερθεί και πολλά από όσα άλλοτε εκτυλίσσονταν στον καλούμενο αναλογικό κόσμο (ηλεκτρονικό εμπόριο, προεκλογικές εκστρατείες, πολιτικές καμπάνιες κ.ά.).
Οι εν λόγω εταιρείες είναι, σύμφωνα με τον Ίαν Μπρέμερ, οι «αρχιτέκτονες» που ελέγχουν πια τους αλγόριθμους και κατέχουν τα πολύτιμα δεδομένα. Και είναι ακριβώς αυτό το είδος της εξουσίας επί του ψηφιακού χώρου που φαίνεται να λειτουργεί πια σαν ένας παράλληλος κόσμος προς εκείνον στον οποίο οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να έχουν τον έλεγχο, όπως σημειώνει ο ιδρυτής των Eurasia Group και GZERO Media.
Καπιτώλιο και SolarWinds
Για να δικαιολογήσει την άποψή του, ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας ανατρέχει στα γεγονότα που διαδέχθηκαν την απόπειρα εισβολής των οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο, τον Ιανουάριο του 2021, στην Ουάσιγκτον. Η απάντηση σε εκείνα τα γεγονότα, σύμφωνα με τον Μπρέμερ, δεν ήρθε από το Κογκρέσο, ούτε από την αμερικανική δικαιοσύνη, ούτε ευρύτερα από τις αμερικανικές Αρχές που «απέτυχαν να δράσουν». Η απάντηση ήρθε από τους τεχνολογικούς κολοσσούς που πήραν την απόφαση να κατεβάσουν τους λογαριασμούς του Facebook και του Twitter μέσω των οποίων ο απερχόμενος πρόεδρος Τραμπ είχε ουσιαστικά ενθαρρύνει τα (πραξικοπηματικού χαρακτήρα) επεισόδια, ενώ και οι συλλήψεις και διώξεις που πραγματοποιήθηκαν εκ των υστέρων από τις αμερικανικές Αρχές, πραγματοποιήθηκαν και εκείνες με βάση όσα ενοχοποιητικά είχαν οι φερόμενοι ως εμπλεκόμενοι στα επεισόδια δημοσιεύσει στους δικούς τους λογαριασμούς στα ελεγχόμενα από τους τεχνολογικούς κολοσσούς social media. Σύμφωνα με τον Μπρέμερ, οι τεχνολογικοί κολοσσοί στην προκειμένη υπόθεση υπό μια έννοια «άσκησαν κυριαρχία», πράγμα αξιοσημείωτο.
Όμως και στην περίπτωση του SolarWinds χάκινγκ, που είχε «σκάσει» το 2020 («Ξένοι χάκερ, κατά πάσα πιθανότητα Ρώσοι, αν και η Ρωσία επισήμως αρνείται κάθε ανάμειξη, είχαν καταφέρει επί σειρά μηνών να ‘αλωνίζουν’ εντός δικτύων στις ΗΠΑ, με Δούρειο Ίππο ένα ‘πειραγμένο’ αμερικανικό λογισμικό», γράφαμε τότε στο amynanet.gr), και πάλι, σύμφωνα με τον Μπρέμερ, ιδιωτικές εταιρείες (όπως η Microsoft κ.ά.) είχαν εντοπίσει εν πρώτοις την επίθεση και οργανώσει εν συνεχεία την αντεπίθεση.

Σε 10 με 20 χρόνια
«Εάν θέλουμε να αντιληφθούμε πώς θα μοιάζουν ο κόσμος και η ισορροπία της παγκόσμιας ισχύος σε 10 με 20 χρόνια, πρέπει να αντιληφθούμε τι οδηγεί αυτές τις εταιρείες τεχνολογίας. Τι είδους παίκτες είναι; Τι θέλουν; Προς τα που προσανατολίζονται;», γράφει ο Μπρέμερ στον ιστοχώρο gzeromedia.com.
Ο Στίβεν Μ. Ουόλτ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ έχει, ωστόσο, από την πλευρά του διαφορετική άποψη. «Παρόλες τις αδυναμίες τους, τα κράτη παραμένουν η κυρίαρχη πολιτική δομή σήμερα στον κόσμο», γράφει ο καθηγητής του Χάρβαρντ στο περιοδικό Foreign Policy. «Και όταν προκύπτουν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης -όπως η 11η Σεπτεμβρίου, η οικονομική κρίση του 2008, ένα καταστροφικό καιρικό γεγονός- οι άνθρωποι δεν καλούν τον Τιμ Κουκ (σ.σ. διευθύνοντα σύμβουλο της Apple) ή τον Σεργκέι Μπριν (συνιδρυτή της Google) για να διορθώσουν το πρόβλημα. απευθύνονται στην κυβέρνηση», συνεχίζει ο ίδιος. Υπογραμμίζει μάλιστα πως εάν οι τεχνολογικοί κολοσσοί σήμερα εμφανίζονται να απολαμβάνουν προνόμια, αυτό συμβαίνει μόνο επειδή υπάρχουν κρατικές Αρχές που τους το επέτρεψαν και συνεχίζουν να τους το επιτρέπουν. «Όταν η (σ.σ. κινεζική) Huawei ξαφνικά δεν μπορούσε να βρει τα τσιπ που χρειαζόταν, αυτό έγινε επειδή μια κυβέρνηση (σ.σ. η αμερικανική εν προκειμένω το 2020) αποφάσισε να μπλοκάρει αυτές τις πωλήσεις», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Στίβεν Μ. Ουόλτ, τονίζοντας παράλληλα και ένα άλλο στοιχείο: το γεγονός πως τα κράτη εξακολουθούν να ελέγχουν το «απόλυτο όπλο» («ultimate weapon») που δεν είναι άλλο από «τη νόμιμη χρήση βίας» («legitimate use of force»), αλλά και την έννομη τάξη στις περιοχές, όπου βρίσκονται εγκατεστημένοι οι σέρβερ και τα δίκτυα παραγωγής και διανομής των τεχνολογικών κολοσσών.

Κυρίαρχα κράτη
Ο Στίβεν Μ. Ουόλτ υποστηρίζει ωστόσο και κάτι άλλο: ότι όσα λέει τώρα ο Μπρέμερ, για τους «πανίσχυρους» κολοσσούς της Big Tech που επηρεάζουν τις γεωπολιτικές εξελίξεις, τα έλεγαν παλαιότερα -υπό μια έννοια- και άλλοι πανεπιστημιακοί (Raymond Vernon, Richard J. Barnet, and Ronald E. Muller) τότε για τις πολυεθνικές που ελέγετο πως επέβαλλαν τη βούλησή τους στα έθνη-κράτη και για τα μεγάλα μονοπώλια.
Οι Ουόλτ και Μπρέμερ συμφωνούν σε ένα σημείο: στο ότι η επιβολή νομοθετικών περιορισμών και ρυθμίσεων στους κολοσσούς της Big Tech θα είναι όντως δύσκολη υπόθεση για τις κρατικές Αρχές ανά την υφήλιο. Ακόμη και σε αυτό το, κατά κοινή ομολογία, δύσκολο μέτωπο γίνονται ωστόσο κινήσεις από τα έθνη-κράτη. Ήδη, χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία έχουν επιβάλει αξιοσημείωτους περιορισμούς στον ψηφιακό κόσμο, ενώ και η Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται προς μια κατεύθυνση όχι μεν αυταρχικής φίμωσης, αλλά ρύθμισης του ψηφιακού τοπίου μέσα από την προώθηση των νόμων «για τις ψηφιακές υπηρεσίες» («digital services act») και «τις ψηφιακές αγορές» («digital markets act»).

Σενάρια και διλήμματα
«Σκεφτείτε το έτσι: Ποιος περιμένετε ότι θα υπάρχει σε 100 χρόνια; Το Facebook ή η Γαλλία; Η Apple ή η Αργεντινή; Η Microsoft ή το Μεξικό; Είναι σπάνιο για μια επιχείρηση να επιβιώσει έναν ολόκληρο αιώνα, αλλά τα έθνη κράτη αποδεικνύονται εντυπωσιακά μακρόβια», καταλήγει ο Στίβεν Μ. Ουόλτ, προκαλώντας ωστόσο την αντίδραση ενός άλλου επιφανούς Αμερικανού πανεπιστημιακού, του Άλεξ Πέντλαντ, που διδάσκει computer science στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT). «Δεν υφίσταται τέτοιο δίλημμα», λέει ο Πέντλαντ. «Τόσο τα κράτη όσο και η τεχνολογία αναμορφώνουν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων».